Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΕΛΙΝΟΣ: Η «Μισή Κραυγή»

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 174/Οκτώβριος 2014)

Τόσο οι εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων, όσο και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ακροδεξιό απόστημα δεν είναι ένα επιφανειακό περαστικό εξάνθημα που θα κάνει τον (σύντομο) κύκλο του και θα εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει καν μια ουλή στη χώρα. Φαίνεται ότι είναι μια βαθειά πληγή που θα πυορροεί για κάμποσο καιρό και θα σημαδέψει με το πέρασμά της την κοινωνία, που αδυνατεί να βρει το αντίδοτο. Οι διώξεις των ηγετικών στελεχών του και οι αποκαλύψεις για τις ιδέες του και τη δράση του δεν πτόησαν το κοινό του. Αντίθετα, αυτό αυγατίζει.
Η αδυναμία ανάσχεσης της επιρροής του δεν είναι ανεξήγητη. Οι λόγοι πολλοί. Για παράδειγμα, μία από τις αιτίες της είναι η απροθυμία των δυνάμεων όλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος να ενοχοποιήσουν τους ψηφοφόρους του με την ελπίδα να τους προσεταιριστούν περιπτωσιακά ή μόνιμα όταν οι συνθήκες το επιβάλουν ή το επιτρέψουν, αφού όλοι τους «δεν είναι ναζιστές», όπως δήλωσε ο εκλεκτός της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον δημαρχιακό θώκο της πρωτεύουσας!
Την αδυναμία τόσο του πολιτικού συστήματος, όσο και της κοινωνίας ενισχύει και η απροθυμία αμφοτέρων να εμβαθύνουν στους λόγους που ευνόησαν την διεύρυνση της απήχησης του κόμματος της «Χρυσής Αυγής» και την αταλάντευτη προσκόλληση σ’αυτήν.
Την ενισχύει, για παράδειγμα, ο κατά κάποιον τρόπο πολιτικός αντίποδάς της, η αξιωματική αντιπολίτευση και το σύστημα των “δορυφόρων” της με τις πολιτικές που ευαγγελίζονται, ενδεχομένως και εσκεμμένα, και προκαλούν την δυσφορία μέρους της κοινής γνώμης.
Την ενισχύει και η εμμονή της ελληνικής αριστεράς να περιχαρακώνει σε ανελαστικούς αφορισμούς τις απόψεις που αφήνει να διαχέονται και να μην επιτρέπει την κριτική ανάλυσή τους. Είναι χαρακτηριστική η εμμονή της να αιτιολογεί την απήχηση των συγκεκριμένων ακροδεξιών ιδεών με έναν περίεργο και ανερμάτιστο συλλογισμό (εισαγωγής, ειρήσθω εν παρόδω). Σύμφωνα με αυτόν, η υιοθέτηση ακροδεξιών απόψεων από την κεντροδεξιά (ή και από ευρύτερο φάσμα πολιτικών δυνάμεων) τις αποενοχοποιεί. Με αυτόν δε τον τρόπο ένα, για διάφορους λόγους, ευεπίφορο μέρος της κοινής γνώμης τις προσλαμβάνει ως πιο εύπεπτες και πιο ευπρόσωπες. Τελικά δε, έλκεται από τον πιο γνήσιο εκφραστή τους.
Ακούγεται πειστικός, αλλά δεν είναι. Δεν πείθει γιατί δεν εξηγεί γιατί τις υιοθετούν οι πολιτικές δυνάμεις που τις υιοθετούν. Δεν το κάνουν για να αυτοκτονήσουν πολιτικά. Η αλληλουχία είναι προφανέστατα αντίστροφη. Οι ακροδεξιές απόψεις αρχίζουν να έχουν απήχηση στην κοινωνία για κάποιους άλλους λόγους και οι όμορες της ακροδεξιάς (και όχι μόνο) πολιτικές δυνάμεις τις εγκολπώνονται σε πιο ήπιο τόνο, όχι επειδή στεγάζουν στελέχη που τις συμμερίζονται, που δεν αμφισβητείται, αλλά είτε για να ανακόψουν τις διαρροές προς την ακροδεξιά είτε για να διευκολύνουν τον επαναπατρισμό των πεπλανημένων που «δεν είναι ναζιστές».
Δεν πείθει κυρίως, τόσο γιατί δεν εξηγεί διόλου την μη ομοιόμορφη κατανομή της εκλογικής και δημοσκοπικής απήχησης της ακροδεξιάς, όσο και γιατί αγνοεί πλήρως τις συνθήκες που επικρατούν εκεί όπου ο ακροδεξιός «σπόρος» βρίσκει «γην αγαθήν» για να ποιήσει «καρπόν εκατονταπλασίονα». Με αυτόν, όμως, τον τρόπο παρακάμπτεται η εμβάθυνση στους λόγους που ενεργοποιούν ακροδεξιά ανακλαστικά σε μερίδα της κοινωνίας και αποτρέπεται η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους εξαιτίας της απουσίας ή της ανεπάρκειας και ανακρίβειας της διάγνωσης των αιτίων.
Ένα παρεμφερές θέμα που συσκοτίζεται είναι το τι ευνόησε την ανεκτικότητα της κοινωνίας σε ακροδεξιές ακρότητες. Ο λόγος είναι «ηλίου φαεινότερος»: γιατί καλλιεργήθηκε αυτή η ανεκτικότητα απέναντι σε παραπλήσιες ή ταυτόσημες ακρότητες, στις οποίες κατέφευγαν πλείστα όσα παρακλάδια της (ακρο)αριστεράς. Η ακροδεξιά την βρήκε και την εκμεταλλεύτηκε, πλειοδοτώντας, ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις.
Είναι αστείο να εθελοτυφλεί κάποιος και να ισχυρίζεται ότι «κάτι κάναμε στραβά» γονιοί, δάσκαλοι, παπάδες… και κακοφόρμισε το απόστημα, όπως κάποιοι λάλοι του μονόφθαλμου καταγγελτικού λόγου, που αποφαίνονται ότι: «Ίσως δεν δώσαμε σημασία, επειδή βλέπαμε ματς, όταν τα παιδιά μας πρωτοείπαν ότι στο γυμνάσιο κάτι τσαμπουκάδες την πέφτουν ακόμα και σε καθηγητές, αν δεν πουν τη “σωστή” εκδοχή για την ιστορία μας, τη γλώσσα κτλ.». Μα αυτοί οι «τσαμπουκάδες» δεν κάνανε τίποτε άλλο από το να υιοθετούν τις μεθόδους νουθέτησης καθηγητών που εφαρμόζουν δεκαετίες τώρα κάποιοι άλλοι «τσαμπουκάδες», κνίτες και άλλα αμύστακα αριστερά μειράκια του “15μελούς”, οπότε η διδασκαλία εμφάνιζε απόκλιση σε σχέση με την μαρξιστική ορθοδοξία που εκπροσωπούσε αυτός που επανέφερε στην τάξη τον αιρετικό διδάσκοντα. Και τότε τα έλεγαν τα παιδία, αλλά «δεν έδιναν σημασία» γονιοί, δάσκαλοι, παπάδες, ίσως όχι επειδή «βλέπανε ματς», αλλά επειδή φοβόντουσαν να τα βάλουν με το κατεστημένο των αριστερών νεολαιών και τους ινστρούχτορές τους. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι νεοφυείς πολιτικοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αναρριχήθηκαν στην κομματική ιεραρχία χάρις σ’αυτή τη δράση τους.
Ομοίως, είναι για γέλια όταν αποφαίνονται ότι [δεν δώσαμε σημασία]: «Ούτε όταν μας πληροφόρησαν ότι στα παιχνίδια της Εθνικής θα βρεθείς δαρμένος αν δεν φωνάξεις “Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ”, αφού κανένας μεγάλος δεν διαμαρτύρεται.». Και πάλι, παρά την υπερβολή της γενίκευσης, επρόκειτο για σφετερισμό πρακτικής. Γιατί να δώσει κανείς σημασία σε τέτοια φαινόμενα σε μια χώρα, όπου δεν δίνει σημασία ή “το βουλώνει” από τον φόβο των πιθανών συνεπειών, όταν αναρχοαριστερές ομάδες “φοιτητών” χτίζουν καθηγητές στα γραφεία τους, απαγορεύουν σε άλλους να διδάξουν, διακόπτουν ή εμποδίζουν συνεδριάσεις πανεπιστημιακών οργάνων ή άλλες εκδηλώσεις που δεν τις εγκρίνουν και καταχερίζουν πανεπιστημιακούς απλά και μόνο γιατί διατυπώνουν απόψεις που τους ενοχλούν; Και αυτά με την απόλυτη ανοχή, αν όχι συνενοχή και συμπαράσταση, των αριστερών φοιτητικών οργανώσεων, την ένοχη σιωπή της πλειονότητας του πανεπιστημιακού κατεστημένου και την παρότρυνση κομμάτων που βαυκαλίζονται ότι ανήκουν στο “δημοκρατικό τόξο”. Ευτυχώς, ήρθε να το υπενθυμίσει σε εκείνους που έχουν ασθενικό μνημονικό το περιστατικό με τον πανεπιστημιακό της Θεσσαλονίκης που εδάρη αγρίως από εντεταλμένους μπράβους επειδή εκφράζεται «ως μη έδει» κατά τους εντολείς τους για την αριστερά! Τα μισόλογα και τα κομπιάσματα στην καταδίκη της επίθεσης από πλήθος αριστερών αποδείκνυαν την αμφίσημη σχέση τους με την άσκηση βίας.
Έχουν, πάντως, δίκιο όταν διαπιστώνουν ότι: «Με τους μεγάλους λοιπόν, με τους εν φιλοτυραννία γηράσαντες και εξ αντιδημοκρατισμού χρονίως ασθενούντες, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.». Αλλά, δυστυχώς, όχι μόνο «με τους μεγάλους», αλλά και με τους μικρούς που τους δασκάλεψαν όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά και ορισμένα κόμματα και οι κομματικές νεολαίες τους, πως οι κάθε είδους βιαιοπραγίες (π.χ. οι καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, ο ξυλοδαρμός και ο εκφοβισμός αντιφρονούντων, ο συνδικαλιστικός τραμπουκισμός των εκάστοτε “σταμουλοκολλάδων”, ο εκθειασμός τρομοκρατικών – ακόμα και δολοφονικών – ενεργειών) αποτελούν “δημοκρατικές κατακτήσεις”. Μπορεί οι χρυσαυγίτες να υπερτερούν σε αντιδημοκρατικότητα και βιαιότητα, αλλά δεν έχουν το μονοπώλιό τους!
Κοντολογίς, μπορεί η ακροδεξιά να βρήκε στην Ελλάδα ερείσματα σε “σταγονίδια” του παρελθόντος, αλλά οι “πλημμυρίδες” που την ακολουθούν οφείλονται σε συνθήκες που ευνόησαν τη συρροή τους. Παράλληλα, εκμεταλλεύτηκε την ανεκτικότητα της κοινωνίας σε πολλές από τις μεθόδους στις οποίες προσφεύγει, επειδή πολλές από αυτές είχαν νομιμοποιηθεί στις αξιακές αρχές της κοινωνίας χάρις στη δράση άλλων ακραίων πολιτικών σχηματισμών.
Θα ήταν εύλογο να περίμενε κανείς να μεταμεληθούν και να απολογηθούν όλοι αυτοί που τόσα χρόνια έδιναν συγχωροχάρτι, αν όχι έπαινο, στα μαθητούδια που αρίστευαν σε τέτοιες συμπεριφορές. Αλλά και μάταιο. Δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο η μονομέρειά τους που τους φυλακίζει μέσα σε παντελώς αεροστεγείς ιδεοληπτικές φιάλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου