Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα 678: Ἀντί τῶν σφυριῶν

 
Γράμμα τοῦ Κέντρου Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν σ’αὐτούς πού θέλουν τήν ἀλήθεια μέ ἀριθμ. 678/Δευτέρα, 31.10.2016
 
Ἀντί τῶν σφυριῶν
 
Στήν Ἀμερική, ὅταν ἀγοράζουν ἕνα δῶρο γιά ἕνα παιδί, ὁ καταστηματάρχης τοῦ χαρίζει ἕνα σφυράκι. Τό νόημα εἶναι, ὅτι τό δῶρο ἔγινε ἀπόλυτη ἰδιοκτησία του καί ἔχει τό δικαίωμα ὁπότε θέλει νά τό καταστρέψη, χωρίς νά ἐπισύρη μάλωμα ἀπό τούς μεγάλους.
Σέ μᾶς ἐδῶ σφυράκια δέν ἐπαρκοῦν γιά νά ὑπερασπίσουμε τήν ἰδιοκτησία μας. Μέ διαδηλώσεις, καταλήψεις καί τά ἄλλα πλούσια μέσα πού διαθέτει τό συνδικαλιστικό ὁπλοστάσιο ἀπομακρύνουμε τήν ἀμφισβήτηση.
Βραχυχρονίως βγαίνουμε κερδισμένοι. Μακροχρονίως, ὅταν δέν δεχόμαστε νά ἀλλάξη τίποτε, ὁ τόπος παραμένει στάσιμος καί προχωρεῖ ἡ φτωχοποίησή μας.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα 677: Καταφυγή στόν Ἅγιο Εὐστράτιο

 
Γράμμα τοῦ Κέντρου Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν σ’αὐτούς πού θέλουν τήν ἀλήθεια μέ ἀριθμό 677/Σάββατο, 29.10.2016
 
Καταφυγή στόν Ἅγιο Εὐστράτιο
 
Ἡ μεγάλη ἑορτή γιά τό “ΟΧΙ” γίνεται στήν Θεσσαλονίκη. Στήν Ἀθήνα περιορίζεται σέ μιά σχολική παρέλαση. Ἡ καθιέρωση τῆς διεξαγωγῆς τοῦ ἑορτασμοῦ στή Θεσσαλονίκη ἔχει πολλές αἰτίες. Εἶναι ἡ πόλη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὁποῖος τιμᾶται στίς 26 τοῦ μηνός. Τό 1912 τίς προηγούμενες ἡ μέρες ὁ ἑλληνικός στρατός εἶχε δώσει σκληρές μάχες γιά νά ἀνατρέψη τίς ἀντιστάσεις τῶν Τούρκων καί νά διεισδύση στήν πόλη στίς 25 τοῦ μηνός. Στίς 27 ἔκανε τήν ἐπίσημη εἴσοδό του ὁ Γεώργιος ὁ Α’ καί διακήρυξε, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη ἀνήκει στήν Ἑλλάδα. Γιά νά δώσει ἐμπράγματη διάσταση στά λόγια του ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, φερόταν ὡς οἰκοδεσπότης στούς ξένους ἐπισκέπτες, μέχρι πού ἡ σφαῖρα ἑνός παράφρονα τερμάτισε τή ζωή του.
Πέρα ἀπό τή συναισθηματική διάσταση τοῦ ἑορτασμοῦ, ἔχει αὐτός ἕνα πολύ πρακτικό περιεχόμενο. Ἀλβανία, Σκόπια, Τουρκία ἀμφισβητοῦν τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας καί εἶναι ἀνάγκη κάθε 28η Ὁκτωβρίου νά τούς δείχνουμε πώς δέν ὑπάρχει ἔδαφος νά ὑποχωρήσουμε.
Ἐφέτος εἰδικώτερα σκιάζουν τήν γιορτή μαῦρα σύννεφα: ἡ οἰκονομική κρίση πού ἐπιδεινώνεται καί οἱ πόλεμοι στήν Μέση Ἀνατολή. Γι’αὐτό εἴχαμε πιεστική ἐσωτερική ἀνάγκη γιά τή γιορτή μας.
Ὅπως κάθε χρόνο ἔσπευσαν ἐθνοτοπικά σωματεῖα, ἡ μαθητιῶσα νεολαία μέ ἕνα δάσος σημαιῶν, οἱ φιλανθρωπικές ὀργανώσεις, κάθε λογῆς ὁμάδες ἐθελοντῶν. Ὁ ἐνθουσιασμός τους σκόρπισε ἐπί ἀρκετές ὧρες τήν μελαγχολία καί αἰσθανθήκαμε καί οἱ τηλεθεατές τήν παλιά εὐφορία.
Οἱ ἔνοπλες δυνάμεις παρήλασαν ἄψογα καί ἔδειξαν, ὅτι ὁ ὁπλισμός τους ἦταν ἄρτιος.
Σέ ἕνα σημεῖο ὅμως τή χθεσινή ἡμέρα σημάδεψε ἕνα μεγάλο κενό. Ἔλειπε ὁ πρωθυπουργός. Ἀτόπημα πρός τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας πού ἦταν τό τιμώμενο πρόσωπο. Παραχώρηση ἐδάφους πρός τόν Κυριάκο, πού ἔκανε ἐμφάνιση λαμπρά.
Ὁ πρωθυπουργός εἶχε πάει στόν Ἅη-Στράτη γιά νά τιμήση τήν ἡμέρα μέ τόν μικρό πληθυσμό τοῦ νησιοῦ. Ἐνῶ στήν Θεσσαλονίκη ἀναβίωνε ἡ μνήμη τῆς ἐθνικῆς ὁμοψυχίας τοῦ 1940, στόν Ἅη-Στράτη ἐπικεντρώθηκε στίς κτηνωδίες τοῦ ἐμφυλίου πολέμου.
Ἡ παρουσία του στόν ἑορτασμό της Θεσσαλονίκης θά ἀναρρίπιζε τίς ἐντυπώσεις ἀπό τόν σκανδαλώδη διαγωνισμό γιά τίς τηλεοπτικές ἄδειες καί ἀπό τίς ἐπεμβάσεις στό δικαστικό σῶμα. Κατέφυγε στόν Ἅγιο Εὐστράτιο περιμένοντας πώς σέ μερικές ἡμέρες θά κατασιγάση ἡ ἐναντίον του κατακραυγή.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα 676: Ἀντέννες καί κάλπες

 
Γράμμα τοῦ Κέντρου Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν σ’αὐτούς πού θέλουν τήν ἀλήθεια μέ ἀριθμό 676/Τετάρτη, 27.10.2016
 
Ἀντέννες καί κάλπες
 
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας πού ἀκύρωσε τόν νόμο γιά τίς τηλεοπτικές ἄδειες εἶναι σωστή πέρα ὡς πέρα. Ἐνῶ ὁλότελα πονηρές ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς κυβέρνησης πού προηγήθηκαν.
Κατ’ ἀρχήν, δέν μᾶς ἐξήγησε γιατί θά ἔπρεπε νά εἶναι τέσσερα τά κανάλια πού θά μοιράζονταν τήν ἐθνική μας στρατόσφαιρα. Στίς ἐπίμονες ἐρωτήσεις τῆς κοινῆς γνώμης οἱ ἀπαντήσεις τῆς κυβέρνησης ἦταν ποικίλες καί σαθρές. Τήν μία ἡμέρα ὅτι στό νούμερο αὐτό περιοριζόταν ἐκ τῶν φυσικῶν δεδομένων ἡ χωρητικότητα (ἀλλά μέχρι σήμερα λειτουργοῦν μιά δεκάδα). Τήν ἄλλη ἡμέρα, ὅτι τό ζήτημα εἶναι οἰκονομικό. Πάνω ἀπό τέσσερα, μέ τόν ὑφιστάμενο όγκο διαφημίσεων δέν θά μποροῦσαν νά καλύπτουν τά ἔξοδά τους. (Γιατί, ὅμως, ἡ “Πρώτη Φορά Ἀριστερά” θά στεναχωριόταν νά χάσουν τά κεφάλαιά τους κάποιοι καναλάρχες;)
Μέ φαντασία καί μέ προχειρότητα ὀργανώθηκε ὁ πλειοδοτικός διαγωνισμός. Πανηγυρίστηκε ὅτι ἔφερε στόν κρατικό κορβανᾶ προσφορές πού ἀθροίζονται σέ κάπου διακόσια πενήντα ἑκατομμύρια («γιά νά φάει καί ὁ φτωχός»), ὅταν τώρα ἀφθονοῦν τά δημοσιονομικά πάρε-δῶσε πού μετροῦν δισεκατομμύρια.
Στά μυαλά ὅμως τῶν κ.κ. Ἀλ. Τσίπρα καί Νίκ. Παππᾶ οἱ οἰκονομικά ὀρθόδοξοι συλλογισμοί δέν ἔχουν θέση. Δέν πρόκειται ποτέ στό μέλλον νά ἔχουν πρόβλημα μέ τήν τσέπη τους. Εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῶν πολιτικῶν τους δυνάμεων πού τούς ἐνδιαφέρει. Δέν πρόκανε νά ρυθμίση τό ὑπουργικό συμβούλιο τίς ἀταξίες τοῦ διαγωνισμοῦ καί οἱ θιγόμενοι τό ἔφεραν στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Τό τελευταῖο ἔκαναν ἄνω-κάτω μέ τήν προπαγάνδα τῶν Μ.Μ.Ε. πού τούς ἀκολουθοῦν καί μέ μισθολογικές αὐξήσεις πού ὑποσχέθηκαν γιά τούς κορυφαίους δικαστικούς. Διχάστηκαν τά μέλη αὐτῶν τῶν σωμάτων, ἀλλά στήν Ὁλομέλεια τοῦ ΣτΕ, παρά τόν ἀντίθετο ἀγῶνα τοῦ Προέδρου της, ἡ πλειοψηφία ἀκύρωσε τόν σκανδαλώδη νόμο.
Ὅταν ἡ Χούντα δημοσίευσε τό σχέδιο τοῦ ψευτοσυντάγματός της, ἕνας θαρραλέος δημοσιογράφος ρώτησε τόν Παττακό τί θά γίνη ἄν δέν τό ἐγκρίνη ὁ λαός. Ὁ Παττακός τοῦ ἀπάντησε, ὅτι θά ἑτοιμαστῆ ἕνα δεύτερο σχέδιο καί ἄν καί αὐτό δέν ἐγκριθῆ ἕνα τρίτο κ.ο.κ. μέχρι νά βρεθῆ ἐκεῖνο πού ἀρέσει στόν λαό.
Ἡ κυβερνητική ἐκπρόσωπος κ. Γεροβασίλη μᾶς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ κ. Νῖκ. Παππᾶς ἔχει ἤδη ἕτοιμο σχέδιο νόμου πού θά βάλη σέ τάξη ὅλα τά θέματα τοῦ τηλεοπτικοῦ κλάδου. Ἔτσι, ὅμως, πού ἔχουν ἔρθει τά πράγματα εἶναι ἀδύνατη ἡ ὑπέρβαση τῶν προβλημάτων. Καί ἀντί να στηθοῦν νέες ἀντέννες γιά τήν ἀναγεννηθεῖσα τηλεόραση, θά στηθοῦν οἱ κάλπες.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα 675: Νάνος δηλητηριαστής

 
Γράμμα τοῦ Κέντρου Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν σ’αὐτούς πού θέλουν τήν ἀλήθεια μέ ἀριθμό 675/Τρίτη, 26.10.2016
 
Νάνος δηλητηριαστής
 
Τήν Βόρειο Ἤπειρο ἀπελευθερώσαμε κατά τήν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνα δύο φορές. Τό 1913 ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, τό 1940 ἀπό τόν ἰταλικό. Οἱ διεθνεῖς συνθῆκες μᾶς ὑποχρέωσαν σύντομα νά τήν ἐγκαταλείψουμε, γιά νά γίνη μέρος τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους – ὑποτίθεται αὐτοδιοικούμενη.
Οἱ Ἀλβανοί λησμόνησαν τήν τεράστια ὑποχρέωση πού εἶχαν στόν ἑλληνικό πολιτισμό. Ἡ γλῶσσα τους εἶχε παραμείνει ἀτελής καί πρωτόγονη (γραφή ἐπέλεξαν μετά τήν ἵδρυση τοῦ ἑνιαίου ἀλβανικοῦ κράτους) καί αὐτοί πού ἤθελαν νά πᾶνε στό ἐξωτερικό γιά νά σπουδάσουν ἔπρεπε νά φοιτήσουν σέ σχολεῖα ἑλληνικά.
Ὅταν τό 1913 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις (καί πρωτίστως ἡ Αὐστρία καί ἡ Ἰταλία πού ἐδέσποζαν τῆς Ἀδριατικῆς) ἀποφάσισαν ὅτι ἡ ἵδρυση τοῦ ἑνιαίου ἀλβανικοῦ κράτους ἐξυπηρετοῦσε τά συμφέροντά τους, ἔχωσαν σ’αὐτό ὅλον τόν πληθυσμό τῆς Ἀλβανίας, ἀσχέτως γλώσσας καί θρησκείας. Τό μικρό νησί Σάσσωνα πού βρισκόταν στήν εἴσοδο τῆς Ἀδριατικῆς, κατοικημένο ἀπό Ἕλληνες καί ἀπελευθερωμένο ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό, τό ἔδωσαν προῖκα στό νέο κράτος.
Μέ τά δῶρα πού ἔλαβε κατά τήν γέννησή της ἡ Ἀλβανία, ἄνοιξε ἕνα βαθύ χαντάκι ἐχθρότητας πρός τήν Ἑλλάδα, προβλέποντας τήν ἐκδίκησή της. Ὄντας συγκριτικά μέ αὐτήν ἕνας νάνος δέν μποροῦσε νά διακινδυνεύση μιά στρατιωτική ἀναμέτρηση. Ἔπρεπε συνεχῶς νά βρίσκη ἰσχυρότερους φίλους. Τούς βρῆκε στό Παραπέτασμα καί γιά νά ἐναρμονιστῆ μαζί τους ἔγινε μιά κομμουνιστική δικτατορία. Καί ἔπεσε μέ τά μοῦτρα στήν προσπάθεια νά δηλητηριάζη τίς σχέσεις τῆς Ἑλλάδας μέ ὅποιον θά εἶχε ἀντίθετο συμφέρον μ’αὐτήν. Εἴτε ἐπρόκειτο γιά τήν Σοβιετική Ἕνωση, εἴτε γιά τήν Τουρκία.
Κατ’ἐπανάληψιν τά τελευταῖα χρόνια ἡ ἀλβανική κυβέρνηση ἔθετε τό ζήτημα τῆς Τσαμουριᾶς, μιᾶς ζώνης πού καλύπτει μιά μεγάλη ἔκταση τῆς Ἠπείρου καί τερματίζεται ἐνδεχομένως στό Ἀγρίνιο. Ἡ προκάλυψη τοῦ θέματος εἶναι νά ἐπιτραπῆ ὁ ἐπαναπατρισμός τῶν Τσαμουριωτῶν, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν μετά τόν πόλεμο στήν Ἀλβανία γιά νά μήν πληρώσουν τίς σφαγές πού εἶχαν διαπράξει στήν Κατοχή.
Σήμερα ἔχουν ἀρχίσει νά μιλοῦν γιά μεταβολή τῶν ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων, πρᾶγμα πού τούς εὐθυγραμμίζει μέ τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Ἐρντογάν στήν Θράκη.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Το αρχαίο Ελληνικό

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 186/Οκτώβριος 2016)
 
Η υποβολιμαία εμπλοκή
Οι διαδοχικές προσπάθειες υπονόμευσης της επένδυσης του Ελληνικού έχουν δύο όψεις: την πολιτική και την ουσιαστική. Η πολιτική είναι απλή, καθώς αποτελεί έναν ακόμα κρίκο σε μία αλυσίδα παρεμφερών εμποδίων που παρεμβάλλουν τα στελέχη της κυβέρνησης σε κάθε προσπάθεια προώθησης μιας ιδιωτικής επένδυσης, για την οποία πρέπει να δώσει το «καλώς έχει» το κράτος. Όπως λέγεται δε, κάτι που συμβαίνει μία φορά είναι τυχαίο· όταν συμβαίνει και δεύτερη πρόκειται για σύμπτωση· όταν δε ξεπερνά τις δυο φορές συνιστά παράδοση. Ή έξη (ή δεύτερη φύση) στην προκείμενη περίπτωση ενός κομματικού δυναμικού, το οποίο πάσχει από ανήκεστη άκρατη δυσανεξία προς ο,τιδήποτε περιορίζει τη δυνατότητα ανεξέλεγκτης κρατικής (τουτέστιν κομματικής) παρέμβασης, όπως αρμόζει στο ιδεώδες του ολοκληρωτικού κράτους με το οποίο έχουν γαλουχηθεί και στο οποίο αποβλέπουν. Εύλογα, ως εκ τούτου, βλέπουν σαν “κόκκινο πανί” μία ιδιωτική επένδυση, κατοχυρωμένη μάλιστα με νόμο τον οποίο έχουν οι ίδιοι με βαριά καρδιά ψηφίσει! Γιαυτό και επιμένουν, συχνά μάταια ή για να σώσουν τα προσχήματα, αφού κατά κανόνα οι προσπάθειές τους, όπως και στην περίπτωση του Ελληνικού, πέφτουν ευτυχώς στο κενό, συχνά χάρις στα τρισκατάρατα μνημόνια.
Οι αντίπαλοι πόλοι
Η ουσιαστική είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς αφορά στον βαθμό ελευθερίας του νέου να συνυπάρχει ή και να αντικαθιστά το παλιό στον ιστό της πόλης και, διασταλτικά, του χώρου. Ως προς αυτόν συγκρούονται δύο ακραίες θέσεις, Την επιχειρηματολογία της κάθε μιας συνόψισε σε σχετικό πόνημά του ένας από τους κορυφαίους ιταλούς αρχιτέκτονες – πολεοδόμους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, ο Γκουστάβο Τζιοβαννόνι. Κατά τους νεωτεριστές: «Οι πόλεις δεν είναι μήτε μουσεία μήτε αρχεία· διαμορφώνονται για να ζούμε σ’αυτές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν έχουμε το δικαίωμα να διακυβεύουμε την ανάπτυξή τους και να σταματάμε την πρόοδο του πολιτισμού εγκλωβίζοντας την νέα ζωή σε στενά και θλιβερά δρομάκια, εξαιτίας ενός παρελθόντος που έχει αλλάξει αλλά το σεβόμαστε ως φετίχ. Οι ανάγκες μας είναι τελείως διαφορετικές από αυτές των προγόνων μας, που δεν μας ήταν κατάλληλες όπως και δεν θα φορούσαμε τα ρούχα τους, γραφικά αλλά άβολα. Αέρα, φως, ανέσεις, υγιεινή, να τι θέλουμε! Άνετα και ανοιχτά σπίτια, φαρδιές λεωφόρους, πρακτικές, όπου θα μπορούμε να κυκλοφορούμε γρήγορα. Και αν η κατασκευή τους παρεμποδίζεται από σημαντικά κτήρια ή έργα τέχνης που δεν είναι δυνατόν να μετατοπισθούν (εκτός και αν πρόκειται για εξαιρετικά μνημεία), το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να κατεδαφιστούν, διατηρώντας το πολύ-πολύ την ανάμνησή τους, αν υπάρχει χρόνος, με γραφικά τεκμήρια.»(1).
Σύμφωνα πάντα με τον Τζιοβαννόνι, οι συντηρητικοί θα αντέτειναν πως: «Η ζωή δεν μπορεί να καθοδηγείται μόνο από μια υλιστική χρησιμοθηρία που δεν συνοδεύεται από κανένα ιδανικό, καμία αναζήτηση του κάλλους· αυτό ισχύει για την ατομική ύπαρξη και ακόμα περισσότερο για την συλλογική ζωή στις πόλεις, που πρέπει να περιλαμβάνει μία διάσταση ηθικής και αισθητικής αγωγής και δεν θα έπρεπε να αποκοπεί από την παράδοση που είναι το βάθρο του εθνικού κλέους. Και η παράδοση ποδοπατείται κάθε φορά που ένα μνημείο γκρεμίζεται ή παραμορφώνεται και ένα καλλιτεχνικό ή ιστορικό τεκμήριο αποκόπτεται από το περιβάλλον του, ή όταν το περιβάλλον μιας ολόκληρης γειτονιάς, το οποίο διαμορφώθηκε σιγά-σιγά με τους αιώνες και συχνά αξίζει περισσότερο από ένα μεμονωμένο μνημείο, βλέπει τη φυσιογνωμία του να παραμορφώνεται βίαια. Ο λόγος ύπαρξης, η σημασία και συχνά μάλιστα η ευημερία πολλών πόλεων … βασίζονται λιγότερο στην σύγχρονη αξία τους σε σχέση με την ακτινοβολία του παρελθόντος που τις φωτίζει ακόμα· μην τις βυθίζουμε στο ζόφο καταστρέφοντας τα μνημεία τους και αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα τους. Εάν αυτό το σέβας, που θα έπρεπε να το αποκαλέσουμε καθήκον σεβασμού, επιβάλλει να διαβούμε έναν δρόμο κάπως άβολα, ας μην παραπονιόμαστε, γιατί είναι το τίμημα για να διασώσουμε τα δικαιώματα του κάλλους και της ιστορίας.»(2).
Είναι αλήθεια ότι η αναγωγή του προβλήματος σε αντιπαράθεση “νεωτεριστών” - “συντηρητικών” από τον Τζιοβαννόνι δεν είναι η πλέον κατάλληλη. Τουλάχιστον σήμερα που πίσω από την κάθε μία θέση συμπαρατάσσονται ανομοιογενείς ομάδες με διαφορετικά κίνητρα. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία της κάθε συμπαράταξης αποδίδεται ιδιαίτερα εύγλωττα. Φυσικά, πρόκειται για δύο σχετικά διαμετρικά αντίθετες απόψεις και, ως συνήθως, το δέον γενέσθαι θα πρέπει να αναζητείται σε κάθε περίπτωση κάπου ανάμεσα στο “άσπρο” και το “μαύρο” (ανεξάρτητα από το τι εκλαμβάνει ως “άσπρο” ή “μαύρο” ο καθένας). Ιδιαίτερα όταν στο ζύγι βαραίνει αποφασιστικά και η οικονομία: το κόστος διατήρησης και συντήρησης του "παλιού" ή της απώλειας των επιπτώσεων μιας επένδυσης από τη μια, αλλά και το όφελος από την ανάδειξη και εκμετάλλευσή του από την άλλη.
Αν, λοιπόν, δεν ήταν τόσο εμφανή τα ιδεοληπτικά κίνητρα των εμπνευστών της ανακήρυξης σε χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος του συνόλου της έκτασης του πάλαι ποτέ αεροδρομίου του Ελληνικού, δηλαδή του χώρου της επένδυσης, θα ήταν εύλογη η υπόθεση ότι πρόκειται για άτομα που ενστερνίζονται τις απόψεις των “συντηρητικών” (παρά το κατ’επίφασιν “προοδευτικό” προσωπείο τους). Αν, ωστόσο, παρακαμφθεί αυτή η παράμετρος, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό τους τα εν δυνάμει διατηρητέα της περιοχής.
Η αξία ενός μνημείου
Ο αυστριακός ιστορικός της τέχνης Αλοΐς Ρίγκλ σε ένα κείμενο, το οποίο παρά την παρέλευση ενός και πλέον αιώνος παραμένει επίκαιρο και το οποίο δεν ήταν παρά η εισηγητική έκθεση για νόμο των αρχών του 20ου αιώνα περί προστασίας των μνημείων, η λατρεία των μνημείων (που έχουν φυσική υπόσταση) και η προσκόλληση σε αυτά πηγάζουν από την αξία που το χαρακτηρίζει. Τριών τύπων είναι οι κυριότερες από αυτές τις αξίες.
Η πρώτη, με την χρονολογική σειρά ανάδειξής των, είναι η «αξία της παλαιότητας». Δεν προκύπτει δε από την τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει το μνημείο. «Η παλαιότητα αναδύεται περισσότερο από μία ατέλεια, από μία ημιτελή κατάσταση, από μία τάση αποσύνθεσης της μορφής και του χρώματος που αποτελούν χαρακτηριστικά καθαρά αντίθετα προς εκείνα ενός σύγχρονου, δηλαδή πρόσφατης παραγωγής, αντικειμένου.»(3).
Η δεύτερη είναι η «ιστορική αξία» του μνημείου. «Η ιστορική αξία ενός μνημείου πηγάζει από το γεγονός ότι εκπροσωπεί για μας μία καθοριστική στιγμή της εξέλιξης σε έναν οποιοδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Από αυτήν την άποψη, το ενδιαφέρον έγκειται όχι στα ίχνη της φυσικής φθοράς, αλλά στην αρχική κατάσταση του έργου. Η ιστορική αξία αποδεικνύεται τόσο μεγαλύτερη, όσο η αρχική κατάσταση του αντικειμένου παραμένει αναλλοίωτη: οι επί μέρους φθορές και οι αλλοιώσεις ενοχλούν.»(4).
Τρίτη στη σειρά έρχεται η «αξία της μνήμης». «Η υπενθύμιση ενός γεγονότος πάλι έχει σκοπό ευθύς εξ αρχής από την ανέγερση του μνημείου να μην εγκαταλειφθεί στο παρελθόν η στιγμή στην οποία αναφέρεται, αλλά να διατηρηθεί για πάντα παρούσα στην συνείδηση των μελλοντικών γενεών.»(5).
Βέβαια, στη συνέχεια προστίθενται και άλλες αξίες, όπως η «χρησιμοθηρική αξία» ή η «καλλιτεχνική αξία».
Ποιας από αυτές τις αξίες μπορεί να γίνει επίκληση για να δικαιολογηθεί έστω και ως προβληματισμός ο χαρακτηρισμός ως διατηρητέων κατασκευών του χώρου του παλιού αεροδρομίου, πέρα από αυτές που έχει ήδη αποφασισθεί να διατηρηθούν; Καμιάς! Με πιθανή εξαίρεση το παλιό κτήριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Θηλέων, οι υπόλοιπες (διάδρομοι προσγείωσης-απογείωσης, υπόστεγα, υδατόπυργος αμερικανικής βάσης κ.λπ.) είναι σχετικά πρόσφατες (μεταπολεμικές) κατασκευές που δεν διακρίνονται ούτε καν για τη μοναδικότητά τους!
Ένα υπαρκτό πρόβλημα
Ωστόσο, η εκ του πονηρού (με πρόσχημα τη διάσωση κατασκευών δήθεν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος) παρεμβολή προσκομμάτων στην ανάπλαση και εκμετάλλευση του Ελληνικού (αλλά και άλλες ανάλογες προσπάθειες) δεν αναιρούν το υπαρκτό πρόβλημα της συνύπαρξης του παλιού με το νέο. Ένα πρόβλημα που οξύνεται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίας εξαιτίας της συνεχούς διεύρυνσης της υλικής/μνημειακής παράδοσης που κρίνεται διατηρητέα.
Πολύ πιθανόν εξαιτίας της υποχώρησης της επιρροής της άυλης παράδοσης έχει διασταλεί το ενδιαφέρον για την διαφύλαξη των υλικών στοιχείων της παράδοσης. Φαίνεται ότι αυτή η ανισορροπία ενεργοποιεί μια κοινωνική δυναμική που επιδιώκει την αντιστάθμιση της συρρίκνωσης του πλήθους των διατηρήσιμων άυλων στοιχείων μιας παράδοσης με την διεύρυνση του πλήθους των διατηρητέων υλικών στοιχείων της, με αποτέλεσμα τον σύγχρονο πληθωρισμό των τελευταίων, τόσο ως προς τον αριθμό των δειγμάτων όσο και ως προς τον αριθμό των ειδών. «Κοινότητες και άτομα, αναζητώντας τις ρίζες, την προέλευση και τις παλιές παραδόσεις, συμβάλλουν στην “μουσειοποίηση” της Γαλλίας. Ο μετασχηματισμός ενός ορυχείου ή ενός εργοστασίου σε αχρηστία αποτελεί όλο και περισσότερο έναν τρόπο διαγραφής του παρελθόντος χωρίς την καταστροφή του. Σωματεία και εθελοντές αποκαθιστούν παλιά πλοία, σιδηρουργεία, άλλοτε αλυκές αναζητώντας την αυθεντικότητα.»(6) παρατηρεί ο γάλλος καθηγητής εθνολογίας της ανθρωπολογίας Ζαν-Πιέρ Βαρνιέ. Η διαπίστωσή του, βέβαια, δεν περιορίζεται στην Γαλλία. Και άλλες χώρες δεν πάνε πίσω. Λίγο καθυστερημένα στην χορεία των προστέθηκε και η Ελλάδα, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου να καλύψει το χαμένο έδαφος: αφενός μεν να σταματήσει την αλόγιστη καταστροφή της υλικής της παράδοσης διασώζοντας ό,τι παραμένει όρθιο, αφετέρου δε να εκμεταλλευτεί οικονομικά (δηλαδή τουριστικά) ό,τι επιβιώνει και είναι εκμεταλλεύσιμο. Σε τέτοιο βαθμό που συχνά δεν αποφεύγονται οι υπερβολές. Αλλά και προσφέρεται σε ομάδες που βρίσκονται σε “διατεταγμένη υπηρεσία” υπονόμευσης ενός έργου η πρόφαση να προδιαθέσουν αρνητικά την κοινή γνώμη, ιδίως των περιοίκων, παραπλανώντας την.
Αυτή δε η τάση δυσχεραίνει τον προσδιορισμό της παράδοσης των υλικών στοιχείων, της πολιτισμικής κληρονομιάς (heritage, patrimoine, Erbe…), όπως αποδεικνύεται ανάγλυφα από μία περικοπή της πρώτης αναφοράς του Εθνικού Ταμείου Πολιτισμικής Κληρονομιάς της Μ. Βρετανίας: «Δεν μπορέσαμε να ορίσουμε την εθνική πολιτισμική κληρονομιά, όπως δεν θα μπορούσαμε να ορίσουμε παραδείγματος χάριν την ομορφιά ή την τέχνη… Αφήσαμε την πολιτισμική κληρονομιά να ορισθεί από μόνη της.»(6). Δηλαδή να μην προκαθορίσει η ίδια το περιεχόμενό της, αλλά να προκύψει από αυτό, όταν και όπως το τελευταίο αρχίσει να σταθεροποιείται και να της προσδίδει μία συγκεκριμένη ευρύτερα αποδεκτή μορφή, ή, εναλλακτικά, να προσδιορίζεται όπως θα έχει διαμορφωθεί από την κοινή γνώμη (ή τους ειδήμονες) σε κάθε χρονική στιγμή.
Αυτή η τάση, όμως, είναι πρόξενος προβλημάτων. Και αν, ως προς τα μικρά αντικείμενα (π.χ. οικογενειακά κειμήλια ή χρηστικά σκεύη), το πρόβλημα περιορίζεται στον αριθμό των διατηρήσιμων δειγμάτων και την ανεπάρκεια των χώρων έκθεσης και αποθήκευσής των, ως προς τα μνημεία (π.χ. υπαίθρια έργα τέχνης, κτήρια ή διάφορες κατασκευές), η διατήρησή των, πέρα από την οικονομική διάστασή της, περιπλέκει τον εκσυγχρονισμό των υποδομών μιας πόλης, την επέκταση ενός πολεοδομικού συγκροτήματος, την άνεση της διαβίωσης στις παλιές ψηφίδες του κ.λπ.
Το δέον γενέσθαι
Οπότε τίθεται το ερώτημα: «Τι κάνουμε;». Ερώτημα πολύπλοκο ή, μάλλον, πολυπλόκαμο. Δεν υπάρχει μονότροπη απάντηση. Αντίθετα, κάθε περίπτωση απαιτεί την δική της ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Η προτίμηση προς την οποία εξαρτάται σημαντικά από τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες του καθενός. Αλλά και από την χρονική στιγμή που θα ανακύψει το πρόβλημα. Η έγκαιρη επισήμανσή του μπορεί να οδηγήσει σε μία σχεδόν ανέξοδη τροποποίηση του αρχικού σχεδιασμού. Η απρόοπτη εμφάνισή του σε προχωρημένο στάδιο ενδέχεται να συνεπάγεται αχρήστευση σημαντικού όγκου και κόστους εργασιών και πολυδάπανη τροποποίηση του σχεδιασμού εάν αποφασισθεί η προστασία του διατηρητέου.
Η λύση είναι ευχερέστατη όταν η σημασία του διατηρήσιμου μνημείου είναι σαφώς υπέρτερη της νέας παρέμβασης ή αντίστροφα: δεν κατεδαφίζεται ένας Παρθενώνας για να εγκατασταθεί ένα Κ(έντρο)Ε(ξυπηρέτησης)Π(ολιτών)! Την λύση καθορίζει ορισμένες φορές και το πλήθος των συναφών μνημείων: η σπανιότητά των δεν επιτρέπει καν την σκέψη μείωσης των δειγμάτων αυτού του είδους· αντίθετα η αφθονία των διευκολύνει την αποδοχή της θυσίας ενός εκ των δειγμάτων. Μερικές φορές διέξοδο δίνει η τεχνολογία: σήμερα είναι εφικτή π.χ. η μετακίνηση ή η αποσυναρμολόγηση και επανασυναρμολόγηση διατηρητέων ακόμα και μεγάλου όγκου. Αλλά σταυρώνει τα χέρια της όταν το μνημείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ένα δεδομένο περιβάλλον. Ενίοτε επιλέγεται η παραπομπή του προβλήματος σε ένα απώτερο μέλλον (ή στις ελληνικές καλένδες): έτσι, εάν αποκαλυφθούν τα απλά θεμέλια ενός οικισμού κατά την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου, αποτυπώνονται, σκεπάζονται με αμμώδες υλικό και… ενταφιάζονται εκ νέου. Άλλοτε, το μνημείο ή το εύρημα μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα: η διάσωσή του και η ένταξή του στο νέο περιβάλλον να διαφημίσει το τελευταίο και να αυξήσει την επισκεψιμότητά του και την αξία αποτίμησής του.
Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις των οποίων η αντιμετώπιση δεν μπορεί να ακολουθήσει κάποια πεπατημένη. Τι γίνεται, παραδείγματος χάριν, εάν μια σήραγγα ύδρευση μιας πόλης σχεδόν στο τελευταίο στάδιο της διάνοιξής της “πέσει” επάνω σε ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα;
Είναι προφανές ότι δεν είναι εφικτή η παράθεση όλων των πιθανών περιπτώσεων. Όπως είναι προφανές και το ότι η ανερμάτιστη επίκληση δήθεν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ευρημάτων, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού, δεν συμβάλλει στην προσπάθεια εμπέδωσης της αναγκαίας διάσωσης υπολειμμάτων της υλικής πολιτισμικής παράδοσης. Αντίθετα, μπορεί να την υπονομεύσει, όπως υπονόμευσε στο παραδοσιακό λαϊκό αφήγημα την αξιοπιστία του νεαρού βοσκού η άνευ αντικειμένου και χάριν παιδιάς επίκληση από αυτόν του κινδύνου ενός λύκου!
 
(1) Gustavo Giovannoni: «Vecchie città ed edilizia nuova», γαλλική μετάφραση «Lurbanisme face aux villes anciennes». Εκδ. du Seuil/Points 1998, σελ. 35-36.
(2) Στο ίδιο, σελ. 36.
(3) Aloïs Riegl: «Der modern DenkmalKultus, sein Wesen, seine Entstehung», γαλλική μετάφραση «Le culte moderne des monuments». Εκδ. L’Harmattan 2003, σελ. 75.
(4) Στο ίδιο, σελ. 81-82.
(5) Στο ίδιο, σελ. 89.
(6) Jean-Pierre Warnier: «La mondialisation de la culture». Εκδ. La Découverte 2004, σελ. 63-64.
(7) (Αναφέρεται στο) Françoise Benhamou: «Économie du patrimoine culturel». Εκδ. La Découverte 2012, σελ. 9.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Ἡ μεταρρύθμιση πού ἔχουμε ἀνάγκη

("Ἐφημερίδα τοῦ Κ.Σ.Μ."/Τεῦχος 186/Ὀκτώβριος 2016)
 
Τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἦταν σοφό. Ἐκσυγχρόνισε τό θεσμικό πλέγμα τῆς πολιτείας μας καί ἐξόπλισε τόν πρωθυπουργό Καραμανλῆ μέ τίς ἁρμοδιότητες γιά τήν παραγωγή ἑνός γόνιμου κυβερνητικοῦ ἔργου. (Εἶναι ἐνδεικτικό τῆς πολιτικῆς μας κακομοιριᾶς, ὅτι ἐμεῖς ὅλων τῶν ἄλλων κομμάτων ἀκολουθήσαμε τόν εἰσηγητή τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολίτευσης Δημήτρη Τσάτσο, ἀνεψιό τοἀ Κωνσταντίνου Τσάτσου, τοῦ συντάκτη τοῦ Συντάγματος, ὅτι αὐτό εἶναι ἀνελεύθερο καί καταπιεστικό...)
Ἡ πρόνοια τοῦ σχεδίου τοῦ Κ. Τσάτσου παρεῖχε στόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας δικαιώματα αὐξημένα. Ἔτσι ὅταν φάνηκε ὅτι στίς ἑπόμενες βουλευτικές ἐκλογές θά κέρδιζε τό ΠΑΣΟΚ, ὁ Καραμανλῆς ἔβαλε τήν ὑφιστάμενη Βουλή, ὅπου πλειοψηφοῦσε, νά τόν ἐκλέξη Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας. Κατέχοντας τή θέση αὐτή ὑποχρέωσε τόν Ἀντρέα νά περιστείλη τόν ἄκρατο φανατισμό του.
Ὅμως ἐξωπετάχθηκε ἀναπάντεχα τήν ἡ μέρα πού ἐπρόκειτο νά γίνη ἡ ἐπανεκλογή του, χωρίς νά μπορέση νά προσδώση ἀποτελεσματικότητα στό τροποποιημένο Σύνταγμα. Κάθε κόμμα πού ἦλθε ἔκτοτε στήν ἐξουσία ἐπεδίωξε, μόλις τό ἐπέτρεπε ἡ διορία πού εἶχε θέσει τό Σύνταγμα, νά τό τροποποιήση σύμφωνα μέ τίς ἀρχές (τά συμφέροντά) του.
Ἡ σημερινή κυβέρνηση θέλει προτοῦ ἐγκαταλείψη τήν ἀρχή νά πραγματοποιήση τήν συνταγματική μεταρρύθμιση πού ἐπιθυμεῖ. Γι’αὐτό ἔχει ἀρχίσει δημόσιο διάλογο πού νά δημιουργῆ κατάσταση στήν κοινή γνώμη. Στόν ἀέρα κυκλοφοροῦν πολλές ἰδέες, ὄχι ὅλες μελετημένες.
Αὐτό πού μᾶς χρειάζεται εἶναι ὁ ὑπερκομματικός σεβασμός στήν Δημοκρατία. Κάθε φορά πού μιά κυβέρνηση ἐπιδιώκει μέ ἕνα νομιμοφανές τερτίπι νά παρακάμψη τίς δημοκρατικές ἀρχές, ἐμεῖς, ἡ κοινή γνώμη, ἀσχέτως κομματικῆς μας ἔνταξης, πρέπει νά ξεσηκωνόμαστε σέ ἕναν ἀκατόβλητο σεισμό διαμαρτυριῶν.

ΑΝΤΩΝΗ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΥ: Το κράτος εἰσπράττει, δέν πληρώνει

("φημερίδα το Κ.Σ.Μ."/Τεχος 186/κτώβριος 2016)
 
Ἡ κυβέρνηση Τσίπρα ἔχει πάρει τήν κάτω βόλτα καί προδιαγράφεται τό τέλος της, ἄν καί δέν ξέρουμε ἀκόμα τί μορφή ἀκριβῶς θά λάβη. Ἡ ἐξουσία ὅμως ἔχει μέλι καί γι’αὐτό ἐκείνος πού τήν ἔχει ἀποκτήσει δίνει σκληρές μάχες νά τήν διατηρήση.
Ἀδιαφανής δημοπρασία
Ἡ τηλεόραση εἶναι καίριο ἔρεισμα στόν ἀγώνα γιά τήν διατήρηση τῶν ἀποκτημάτων τῆς κυβέρνησης. Ἀφ’ἑνός εἶναι ἕνα πολύ δραστικό ἐργαλεῖο προπαγάνδας. (Κάποιοι εἶπαν ὅτι ἡ κυβέρνηση θά ἐπιθυμοῦσε τά 4 κανάλια πού προγραμμάτισε, νά εἶναι ἡ ΕΡΤ1, ἡ ΕΡΤ2, ἡ ΕΡΤ3 καί τό κανάλι τῆς Βουλῆς). Σέ κάθε περίπτωση ἡ κυβέρνηση ἤθελε νά μείνουν λίγοι οἱ τηλεοπτικοί σταθμοί καί νά ὑπηρετοῦν τό συμφέρον της. Ἐνῶ ἔχει σωρεία μελῶν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους, προσέλαβε ὡς δικηγόρο τῆς ὑπόθεσης τόν Γ. Μαντζουράνη, πού εἶχε τιμωρηθῆ μέ φυλάκιση γιά τόν ρόλο του στήν ἀπάτη τοῦ Κοσκωτᾶ.
Τό δεύτερο πού ἤθελε ἡ κυβέρνηση ἦταν νά βγάλη λεφτά, τῶν ὁποίων ἡ ἀπόκτηση ἔχει γίνει πολύ δύσκολη. Οἱ ὑφιστάμενοι φόροι συλλέγονται μέ πολύν κόπο, οἱ προγραμματιζόμενοι συναντοῦν μεγάλες ἀντιδράσεις.
Γιά τήν συλλογή καμμιᾶς ἑκατονπενηνταριᾶς ἑκατομμυρίων, ἡ κυβέρνηση ὀργάνωσε ἕναν πλειοδοτικό διαγωνισμό, στόν ὁποῖο κυριάρχησε ἡ ἀπόλυτη μυστικότητα. Ὁ κάθε πλειοδότης συμπέραινε γιά τήν πορεία τῆς διαδικασίας καί τοῦ ἀπαγορευόταν νά μαθαίνει τίς προσφορές τῶν ἄλλων ὑπερθεματιστῶν.
Ἡ ἀνάμειξη τῆς δικαιοσύνης
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἄν καί πρό τῆς δημοπρασίας ἔπρεπε νά κρίνη τόν σύννομο χαρακτῆρα της, συνῆλθε σέ ὁλομέλεια ἐκ τῶν ὑστέρων. Ὁ Πρόεδρός του διέκοψε τήν συνεδρίαση σύντομα μετά τήν ἔναρξή της καί οἱ ἔξω ἀπό τήν αἴθουσα τῆς συνεδρίας ἄκουσαν τούς μετέχοντες νά ἀνταλλάσσουν βάναυσες ὕβρεις.
Προφανῶς κάποια μέλη τοῦ Συμβουλίου εἶναι μέ τήν κυβέρνηση καί ἄλλα ἐναντίον της. Ὁ ἴδιος ὁ Πρόεδρος Νικόλαος Σακελλαρίου ἔχει διορισθεῖ ἀπό τόν Σύριζα καί τόν εὐνοεῖ. Τό νά ἔχουν οἱ δικαστές πολιτικές πεποιθήσεις, ὅπως κάθε πολίτης, εἶναι φυσικό. Τό νά τίς ἐκδηλώνουν στήν δουλειά τους εἶναι παράβαση καθήκοντος.
Ἡ Γραφειοκρατία
Τά κρατικά ταμεῖα εἶναι ἐπικινδύνως ἐλλειμματικά. Πιέζουν τούς πολίτες νά πληρώσουν αὐτά πού χρωστοῦν, ὅσο μπορεῖ νά γίνη αὐτό χωρίς νά ἐνισχυθῆ τό ρεῦμα τῆς ἀντιπολίτευσης.
Ἡ κυβέρνηση ἐξ ἄλλου ἔχει υἱοθετήσει τήν φιλοσοφία «δέν πληρώνω». Ἀναγνωρίζει ὅτι ἔχει κάποιο χρέος, ἀλλά βάζει προσκόμματα γραφειοκρατικά γιά νά καθυστερῆ τήν πληρωμή του.
Τίς προάλλες μιά Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων ἔστειλε ἕνα χαρτί στόν κάτοχο ἑνός ἀρχαιολογικοῦ ἀντικειμένου, γράφοντας ὅτι ἡ ἀποτίμησή του εἶναι ἀξίας 800 εὐρώ. (Ὁ κάτοχός του τό εἶχε ἤδη παραδώσει μέ ἀπόδειξη στήν ὑπηρεσία.) Αὐτή τοῦ σημείωνε τήν παραπάνω τιμή καί τοῦ ἔγραφε, ὅτι ἄν τήν δέχεται, νά τῆς στείλη μία… Ὑπεύθυνη Δήλωση. Ὅμως τό κράτος δέν δεσμεύεται νά ἀποδεχθῆ τήν τιμή πού καθόρισε το ίδιο και ο υπουργός μπορεί να αποφασίση άλλη.
Σ’αὐτό τό χάος ἔχουμε φτάσει.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ: Αντιαναπτυξιακό μέτρο οι περικοπές στους μισθούς

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 186/Οκτώβριος 2016)
 
Από τα μέσα του 2010, όταν η ελληνική οικονομία κινείται στον αστερισμό των «μνημονίων» έχουν πραγματοποιηθεί αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και συντάξεων. Με την περιβόητη πράξη του υπουργικού συμβουλίου της Κυβέρνησης του Παπαδήμου αλλά και άλλων νομοθετημάτων, περιορίσθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συρρικνώθηκε μέρος των εργασιακών σχέσεων. Ο κατώτατος μισθός μειώνεται αισθητά και συγκεκριμένα στους νεοπροσλαμβανόμενους νέους κάτω των 26 χρόνων. Οι ωριμάνσεις πάγωσαν, αρκετά επιδόματα στους μισθούς αλλά και στις συντάξεις καταργήθηκαν, στους δημόσιους υπαλλήλους καταργήθηκε ο 13ος και 14ος μισθός. Τα επιχειρήματα των στελεχών του ΔΝΤ για τις μειώσεις στο μισθολογικό κόστος, είναι ότι η μείωση του κόστους παραγωγής, θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, με στόχο να τονωθούν η παραγωγή και οι εξαγωγές. Όμως παράλληλα με την περικοπή των μισθών ακολούθησε με την αύξηση όλων των άμεσων και έμμεσων φόρων, με αποτέλεσμα το κόστος των πρώτων υλών, ενέργειας, μεταφορών, επικοινωνιών, χρηματοδότησης και άλλων υποστηρικτικών υπηρεσιών των επιχειρήσεων να σημειώσει άνοδο, εξανεμίζοντας τις όποιες περικοπές στο μισθολογικό κόστος.
Οι εργαζόμενοι στην πραγματικότητα, έχουν απωλέσει περί το 25% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, εξ αιτίας των μειώσεων στις ονομαστικές αποδοχές και τις αυξήσεις στην φορολογία. Το ποσοστό αυτό της μείωσης το κέρδισαν αφ’ ενός οι επιχειρήσεις, για να το απωλέσουν αφ’ ετέρου, λόγω των αυξήσεων στο μη μισθολογικό κόστος παραγωγής, αλλά και το δημόσιο δεν καρπώθηκε τις αυξήσεις στους φόρους, προτεραιότητα του δημοσίου αποτελεί η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων καθώς και η αποπληρωμή των τοκοχρεωλυσιών. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επωφελήθηκαν από την μείωση των μισθών. Αντιθέτως μειώθηκε αισθητά η εγχώρια ζήτηση με αποτέλεσμα αρκετές μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις να κηρύξουν πτώχευση και πολλοί ελευθεροεπαγγελματίες να δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Η μειώσεις των μισθών στο βαθμό που δεν συνοδεύονται με σημαντικές επενδύσεις, για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, είναι επακόλουθο να μην οδηγούν όπως τελικά έγινε στα τελευταία χρόνια.
Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για τα κρίσιμα εργασιακά ζητήματα, που θα πραγματοποιηθούν στα μέσα Σεπτεμβρίου στην Αθήνα επιμένουν στις θέσεις τους για μείωση του κατώτατου μισθού, κατάργηση της Εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και αντικατάσταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας με τις επιχειρησιακές, καθώς και αύξηση του ορίου των απολύσεων σε επίπεδο επιχείρησης από 5% σε 10%. Οι προτάσεις για την μείωση των μισθών, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, είναι αποσπασματικές και αντιαναπτυξιακές. Επειδή έχει αποδειχθεί στο πεδίο εφαρμογής των παραπάνω μέτρων, ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους, δεν βοηθά την ελληνική οικονομία, η οποία απευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική ζήτηση. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μισθών τροφοδοτεί την κατανάλωση, όπως τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, υπηρεσίες στέγαση. Αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρει η εγχώρια οικονομία, χωρίς να επηρεάζουν σημαντικά τις εισαγωγές. Η περικοπή στους μισθούς θα επιφέρει ισόποση απώλεια κερδών για τις επιχειρήσεις και εισοδήματος για τους ελευθεροεπαγγελματίες.
Η πλήρης «απελευθέρωση» των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την όξυνση της ανισοκατανομής των εισοδημάτων, η οποία έχει ενταθεί από τα πρώτα χρόνια των «μνημονίων», είναι σχεδόν βέβαιο, πώς θα οδηγήσει μέσω της συνεχιζόμενης μείωσης της ζήτησης θα οδηγήσει σε πτώχευση αρκετές μικρές επιχειρήσεις που δεν προωθούν τις εξαγωγές και στηρίζονται ως επί το πλείστον στην εσωτερική κατανάλωση. Το ελληνικό σύστημα παραγωγής έχει τις ιδιομορφίες του και διαφέρει σε αρκετά σημεία από το αντίστοιχο των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Στηρίζεται σε μικρές επιχειρήσεις 10-15 ατόμων, οι οποίες δεν έχουν αναπτύξει καινοτομία ή υψηλή τεχνολογία. Οι προκλήσεις των καιρών μας απαιτούν, η ελληνική επιχειρηματικότητα να μετασχηματισθεί και να εκσυγχρονισθεί, αλλά έως ότου γίνει εφαρμόσιμη αυτή η πράξη, παρεμβάσεις που μειώνουν διαρκώς την ζήτηση μέσω της μείωσης των μισθών, απειλούν με εξαφάνιση την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση.
Το μισθολογικό κόστος στη χώρα μας, είναι χαμηλό συγκρινόμενο με το κόστος ζωής.
Η περαιτέρω μείωση του, θα επιφέρει κοινωνικές ταραχές και ενδεχομένως πολιτική αστάθεια. Η χώρα έχει ανάγκη από πολιτική σταθερότητα, εργασιακή ειρήνη, σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτεία, στις επιχειρήσεις και στον κόσμο της εργασίας. Είναι προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας, να παραμείνει το ύψος των αποδοχών και να ευρεθούν διάφοροι τρόποι ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων όπως η μείωση του κόστους χρηματοδότησης ή το κίνητρο ενοποίησης των μικρών επιχειρήσεων, ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και να αναπτυχθεί ο εξαγωγικός τους προσανατολισμός.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΕΛΙΝΟΣ: Τα του Καίσαρος...

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 184/Οκτώβριος 2016)
 
Αναμφίβολα με την αποδοχή από τον Άρειο Πάγο της αναίρεσης (που είχε ασκήσει πρώην αντιεισαγγελέας και νυν εισαγγελέας του) του βουλεύματος που απάλλασσε από τις κατηγορίες τον πρώην Πρόεδρο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και δύο υφιστάμενούς του, αναζωπυρώθηκε η αντιδικία σχετικά με το έλλειμμα του 2009, τη σχέση του με το μνημονιακό καθεστώς και τις πολιτικές ευθύνες για τη διόγκωσή του.
Την εξέλιξη επιχείρησε να εκμεταλλευτεί η σημερινή κυβέρνηση (άλλωστε η εισαγγελέας ήταν της επιλογής της) τόσο για να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα (αντιστρέφοντας τη σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού) όσο και για να ενσπείρει ζιζάνια στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία την υποσκελίζει θεαματικά στις δημοσκοπήσεις. Στην προσπάθειά της βρήκε (πιθανόν ακούσιους) αρωγούς διάφορους αρθρογράφους και οικονομικούς αναλυτές που θέλησαν να την αντικρούσουν, αναδεικνύοντας τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κυβερνήσεων της πενταετίας 2004-2009 για το ξεστράτισμα της οικονομίας. Θεμιτή η προσπάθειά τους με εξαίρεση ένα σημείο: την (εσκεμμένη ή μη) απόκρυψη των ευθυνών των κυβερνήσεων της οκταετίας 1996-2004 (αλλά και προηγούμενων) για τις μετέπειτα εξελίξεις, τις οποίες (και ιδιαίτερα τον επικεφαλής των) “βγάζουν λάδι”. Κάνουν, όμως διπλό κακό με την παράλειψή τους, την οποία, ωστόσο, αποκαλύπτουν άθελά τους οι ίδιοι.
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων Σημίτη δεν περιορίζονται στα σκάνδαλα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρον επικοινωνιακά οι σημερινοί κυβερνητικοί ολετήρες της χώρας. Ήταν πρωτοφανής η έκτασή τους και η φύση τους: από τις προμήθειες των εξοπλιστικών προγραμμάτων ως τις αθλητικές “παράγκες”. Ας μην λησμονείται, για παράδειγμα, ότι το σημερινό “ανάκτορο” της ποδοσφαιρικής ανομίας στήθηκε στα θεμέλια της τελευταίας, αφού παύθηκε ο μοναδικός επί των ημερών τους υπουργός που επιχείρησε να εξυγιάνει τον χώρο!
Η ευθύνη των κυβερνήσεων (και του επικεφαλής των) εκείνης της οκταετίας επεκτείνεται αφενός μεν στο ότι εφάρμοσαν και τότε πρακτικές που συνέχισαν οι διάδοχοί τους, αφετέρου δε – και κυρίως – διαμόρφωσαν συνθήκες νέας «δεξιάς παρένθεσης», οι οποίες συνέβαλαν δραστικά στον κατήφορο της χώρας.
Άλλωστε, το τελευταίο το είχαν επιχειρήσει με επιτυχία πριν από μία εικοσιπενταετία. Έτσι, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε χρεωθεί, για παράδειγμα, την απότομη επίδραση στον πληθωρισμό από την προσαρμογή των τιμολογίων των ΔΕΚΟ που είχαν παραμείνει αμετάβλητα επί μία οκταετία (και βάλε) παρά τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού (σε ορισμένες περιόδους μεγαλύτερα του 20%!), μία πολιτική που αφενός μεν εμπόδισε την ομαλή σταδιακή απορρόφηση αυξήσεων του κόστους παροχής των σχετικών υπηρεσιών, αφετέρου δε φόρτωσε τις ΔΕΚΟ με δάνεια για την κάλυψη των ελλειμμάτων που προκαλούσε. Η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. φορτώθηκε επικοινωνιακά και την αύξηση κατά 34% περίπου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) του δημοσίου χρέους λόγω της κατάπτωσης εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου κυρίως για τον δανεισμό ΔΕΚΟ κ.λπ. φορέων του ευρύτερου δημοσίου την προηγούμενη κυβερνητική περίοδο. Φαίνεται ότι η τότε “επιτυχία” παρακίνησε το “εκσυγχρονιστικό” ΠΑΣΟΚ να εξυφάνει ένα παρόμοιο σενάριο.
Η πρώτη υπονομευτική ενέργεια της τελευταίας κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε η εξάντληση της τετραετίας. Το 2003-2004 ήταν ίσως η μοναδική φορά που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη (έστω με ελληνικά κριτήρια) η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η αποφυγή των είχε μερικές ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες. Πρώτον, κατά το στάδιο διαμόρφωσης του τελικού Σχεδίου Αννάν για την επίλυση του Κυπριακού η χώρα ήταν απούσα και, αμέσως μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα εξάμβλωμα, στο οποίο είχαν ανατραπεί υπέρ των τουρκικών θέσεων οι μέχρι την προηγούμενη εκδοχή του ισορροπίες. Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πορευτεί με τους υφιστάμενους μηχανισμούς στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς δεν υπήρχε χρόνος όχι μόνο για ενημέρωσή της, αλλά ακόμα και για οποιονδήποτε δειγματοληπτικό έλεγχο των όσων είχαν δρομολογηθεί. Τρίτον, εξαιτίας αυτής της πρεμούρας η νέα κυβέρνηση στερήθηκε την περίοδο χάριτος (των “εκατό πρώτων ημερών” όπως συνηθίζεται να αποκαλείται) για να πάρει, όπως κάθε κυβέρνηση, τα αναγκαία δραστικά νέα μέτρα για την εφαρμογή των εξαγγελιών της (χωρίς βέβαια αυτό να συνεπάγεται ότι θα τα έπαιρνε οπωσδήποτε και όλα υπό άλλες συνθήκες).
Η δεύτερη υπονομευτική ενέργεια ήταν το σύνολο των οικονομικών συνθηκών που είχε διαμορφώσει, οι οποίες καθιστούσαν απαγορευτική κάθε εξυγιαντική και αναπτυξιακή πολιτική από την νέα κυβέρνηση.
Κατά την οκταετία 1996-2004 των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ το δημόσιο χρέος περίπου διπλασιάστηκε ως απόλυτο ποσό. Λόγω, ωστόσο, των υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών της χώρας αυτή η αύξηση δεν εκφράστηκε και στην αποτίμησή του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Έτσι, όμως, η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 2004 ξεκίνησε με μεγαλύτερες υποχρεώσεις σε αποπληρωμή τόκων.
Παράλληλα, ήταν αναγκασμένη να εγγράψει μία αύξηση του δημοσίου χρέους που οφειλόταν σε πολιτικές των προηγουμένων κυβερνήσεων. Όπως γράφει άκρως επικριτικός της αναλυτής: «Κατά την οκταετία Σημίτη η Ελλάδα προχώρησε σε μεγάλες παραγγελίες οπλικών συστημάτων. Σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες η εγγραφή των εξοπλιστικών δαπανών στον προϋπολογισμό μπορεί να γίνει είτε κατά το έτος παραγγελίας είτε κατά το έτος παραλαβής των όπλων. Η κυβέρνηση Σημίτη, έχοντας επωμιστεί μεταξύ άλλων και την ευθύνη οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, προτίμησε τη δεύτερη επιλογή. Άλλωστε το ίδιο έκαναν οι περισσότερες κυβερνήσεις της ευρωζώνης.» Και (συμπτωματικά;) όλες ουσιαστικά οι παραλαβές είχαν προγραμματισθεί για μετά τις εκλογές του 2004! Έτσι: «Η κυβέρνηση Καραμανλή βρέθηκε αναγκασμένη να παραλάβει οπλικά συστήματα και να εγγράψει στους προϋπολογισμούς των ετών 2004-2007 εξοπλιστικές δαπάνες της τάξης των 10 δισ. ευρώ (πάνω από 2% του ΑΕΠ τον χρόνο). Με δαπάνη ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως “εγκλωβισμένη” στην εξυπηρέτηση αμυντικών παραγγελιών δεν περίσσευε παρά μόνο 1% για κοινωνικές παροχές προτού αγγίξει η κυβέρνηση το επιτρεπόμενο από τους ευρωπαϊκούς κανόνες όριο ελλείμματος ύψους 3% του ΑΕΠ.». Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή, με την δαμόκλειο σπάθη του εκλογικού συστήματος, το οποίο είχε ψηφίσει η τελευταία κυβέρνηση Σημίτη λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα και δυσκόλευε την αυτοδυναμία για να περιορίσει την ζωή της επόμενης κυβέρνησης σε περίπτωση νέων εκλογών, προέβη στην περιβόητη αναπροσαρμογή και μετέφερε στα προηγούμενα χρόνια την αύξηση του χρέους. Αυτό όμως δεν την απάλλαξε από την ανάγκη εξόφλησης του κόστους των οπλικών συστημάτων. «Στη συνέχεια άρχισαν να δανείζονται (πάνω από 10 δισ. ευρώ ως το 2008) για να πληρώσουν τα όπλα που παρελάμβαναν. Και τουλάχιστον άλλα τόσα για να χρηματοδοτήσουν παροχές.». Κατά έναν κάπως ουδέτερο σχολιαστή μάλιστα: «Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, το οποίο είχε συσσωρευτεί, η κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 πλήρωσε 54,7 δισ. περισσότερα σε σχέση με την κυβέρνηση της περιόδου 1998-2003. Η ετήσια δημόσια δαπάνη την περίοδο 2004-2009 για τοκοχρεολύσια δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούμενες περιόδους ανήλθε κατά μέσο όρο σε 31,4 δισ. ευρώ ετησίως, έναντι 21,3 δις. ευρώ κατά την προηγούμενη περίοδο.». Φυσικά, η εξυπηρέτηση δημοσίου χρέους που έχουν δημιουργήσει προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο, αλλά ο κανόνας. Το ασυνήθιστο σε αυτήν την περίπτωση ήταν η (συντονισμένη;) ανάγκη μαζικής εγγραφής και εξυπηρέτησης χρέους, πέρα από τα συνήθη ποσά μάλιστα, μιας κυβέρνησης μετά από μία εκλογική αναμέτρηση.
Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις Καραμανλή δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν την αναπτυξιακή πολιτική που βασιζόταν στις δημόσιες επενδύσεις, καθώς αυτές ήταν στην ουσία δεσμευμένες για εξόφληση της κατασκευής των ολυμπιακών έργων. Με αυτόν τον τρόπο η μεν επιρροή της σχετικής κατασκευαστικής δραστηριότητας επηρέασε θετικά το ΑΕΠ των προηγούμενων χρόνων, οι δε εκταμιεύσεις τον προϋπολογισμό των επόμενων! Έτσι, η επί των ημερών της νέα κυβέρνησης ονομαστική αύξηση του χρέους δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί ως ποσοστιαίο μέγεθος με μία αύξηση του ΑΕΠ.
Από μία άλλη σκοπιά τώρα, της προσάπτεται ότι δεν συμπεριέλαβε στον υπολογισμό του χρέους ζημιογόνες επιχειρήσεις. Γράφει, λοιπόν, άλλος επικριτής της για την αναθεώρηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης: «… στον υπολογισμό συμπεριελήφθησαν 17 βαριά ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και φορείς, όπως προβλεπόταν από τη μεθοδολογία ESA95 της Eurostat που ίσχυε από το 1996, οι κρατικές επιχορηγήσεις στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, κι άλλες δημοσιονομικές υποχρεώσεις, σύμφωνα πάντα με τους κανόνες της Eurostat. Αλλά δεν μπαίνει τον κόπο να διευκρινίσει αν αυτές οι δαπάνες δεν είχαν συμπεριληφθεί στον υπολογισμό του χρέους για πρώτη φορά το 2009 ή παραλείπονταν παραδοσιακά από τότε που θεσπίστηκαν οι σχετικοί κανόνες, δηλαδή το 1996, οπότε το ίδιο ένοχες ήταν όλες οι έκτοτε ελληνικές κυβερνήσεις.
Κοντολογίς, λοιπόν, οι κυβερνήσεις Σημίτη είχαν προετοιμάσει το έδαφος για τον εκτροχιασμό της οικονομίας τις ημέρες των διαδόχων των για να επανέλθουν εξαγνισμένες στην πηγή μιας πολιτικής Κανάθου. Όμως, η υπονόμευση μιας κυβέρνησης του αντιπάλου κόμματος μπορεί να αποφέρει κομματικά οφέλη. Αλλά έχει και κόστος. Το οποίο το πληρώνει η κοινωνία (η οποία ενδέχεται να έχει εξαπατηθεί ως προς το ποιος φταίει).
Βέβαια, οι ευθύνες των κυβερνήσεων Σημίτη δεν απαλλάσσουν τις κυβερνήσεις Καραμανλή από τις δικές τους ευθύνες για την (ανομολόγητη μεν, ουσιαστική δε) χρεοκοπία της χώρας επί των ημερών τους. Οι δεύτερες δεν επιχείρησαν να ανακόψουν τον κατήφορο. Είχαν δύο επιλογές: ή μία λαϊκίστικη πολιτική ή μία συνετή πολιτική. Η πρώτη θα κατέστρεφε την χώρα, η δεύτερη το κόμμα. Επέλεξαν να αποφύγουν τον αυτοχειριασμό. Αποκρύψανε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας από την κοινή γνώμη μέχρι την τελευταία στιγμή και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ή/και να διατηρήσουν εκλογικά ερείσματα με ένα (νέο) όργιο σπατάλης και παροχών.
Με ολέθριες για την κοινωνία συνέπειες. Γιατί, ανεξάρτητα από τον επιμερισμό των ευθυνών, το έλλειμμα του 2009 ήταν έλλειμμα και η κρίση που βρήκε την χώρα κρίση πατεντάτη!
 
Υ.Γ. Το ίδιο μονομερείς είναι και άλλες, υποδεέστερες σε σημασία, μομφές. Όπως, για παράδειγμα, η ανικανότητά των μετα-ολυμπιακών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Ορθόν. Αλλά την πρωταρχική ευθύνη την φέρουν αυτοί που δεν φρόντισαν να προγραμματίσουν τις μελλοντικές χρήσεις τους όταν τις σχεδίαζαν (με μόνη εξαίρεση μιας από αυτές που παραχωρήθηκε σκανδαλωδώς με ουσιαστικά φωτογραφικό διαγωνισμό).

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα 674: Ἡ συνύπαρξη μέ τούς σεισμούς

 
Γράμμα τοῦ Κέντρου Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν σ’αὐτούς πού θέλουν τήν ἀλήθεια μέ ἀριθμό 674/Κυριακή, 23.10.2016
 
Ἡ συνύπαρξη μέ τούς σεισμούς
 
Ὁ φοβερός σεισμός στήν Ἰταλία μᾶς παρακίνησε νά ἀποταθοῦμε στόν φίλο καθηγητή Θεοδόση Τάσιο, παγκόσμια κορυφή στήν ἀντισεισμική ἄμυνα, καί νά τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς ἐξηγήση πῶς τό κακό πῆρε τέτοια ἔκταση. Στήν Ἰταλία ὑπάρχουν καί κανονισμοί ἀσφάλειας τῶν κτηρίων καί μηχανισμοί ἐλέγχου τῆς ἐφαρμογῆς των.
Γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ὁρίσαμε τήν δευτεριάτικη συγκέντρωσή μας τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 2016, ὥρα 8 μ.μ., καί τόπο τήν αἴθουσα στόν β’ ὄροφο τῆς Πανεπιστημίου 16.
Στό μεταξύ σεισμοί ἔπληξαν καί τή χώρα μας. Ὁ τελευταῖος τήν περιοχή τῶν Ἰωαννίνων. Εὐτυχῶς γιά μᾶς οἱ ζημιές ἀπό αὐτόν ἦταν ἐλάχιστες μπροστά σέ ἐκεῖνες τοῦ σεισμοῦ στήν κεντρική Ἰταλία. Θέτουν, ὅμως, τό ἴδιο ἐρώτημα: θά ἐξακολουθήσουμε νά κατοικοῦμε καί νά ἐργαζόμαστε σέ κτήρια παλαιῶν προδιαγραφῶν μέ περιορισμένη ἀντοχή στήν δόνησή τους; Τό νά τά γκρεμίσουμε καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ ἀντισεισμικά ἔχει ἕνα κόστος ἀπαγορευτικό.
Μέ πολύ λιγότερο χρῆμα θά μποροῦν ὁ Τάσιος καί οἱ διάδοχοί του νά κάνουν μπαλωματικές παρεμβάσεις (π.χ. νά κατεδαφίζουν προκαταβολικά ἕνα ἐπικίνδυνο κτίσμα, νά ἐνισχύουν τόν σκελετό νός ἄλλου) μέχρι νά μπορέση ἡ ἀνθρωπότητα νά βρῆ τή σωστή λύση;

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Τα εις –κίνι ουδέτερα…

("Νέα Αγχίαλος"/τεύχος 91/Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 2016)
 
… είναι παράκτιας αμφίεσης σημαντικά (όπως θα έλεγε κάποιος που πέρασε από τα γυμνασιακά θρανία πριν από μερικές δεκαετίες)!
Εδώ και εβδομήντα χρόνια, δηλαδή το 1946, ένας γάλλος σχεδιαστής μόδας λάνσαρε ένα γυναικείο μαγιό από δύο μέρη και όχι ολόσωμο με το όνομα “ατόμ”. Πολύ σύντομα, ένας άλλος γάλλος, μηχανικός και σχεδιαστής, τον μιμήθηκε και λάνσαρε το δικό του μαγιό ντε-πιές, που ονόμασε “μπικίνι”. Και τα δύο μοντέλα άφηναν ακάλυπτο ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου σώματος ανάμεσα στα δύο τεμάχια υφάσματος που τα αποτελούσαν. Ως προς την ονομασία, πάντως, ο δεύτερος επικράτησε κατά κράτος. Και εγεννήθη η μόδα του (τότε “αμαρτωλού” κατά το Βατικανό) μπικίνι.
Παρότι από πολλούς ο όρος παρετυμολογήθηκε από το λατινικό πρόθεμα “bi-”, το αντίστοιχο του ελληνικού “δισ-”, δεν επρόκειτο παρά για προσεταιρισμό του ονόματος της ατόλλης Μπικίνι, που είχε χρησιμοποιηθεί εκείνο τον καιρό για τις δοκιμές της αμερικανικής ατομικής βόμβας. Γιαυτό και, όπως λέγεται, ο ίδιος ο σχεδιαστής του, προβλέποντας τις κάθε είδους αντιδράσεις, το είχε χαρακτηρίσει «αν-ατομική βόμβα»! Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο κόσμος εντυπωσιαζόταν πολύ και θετικά απ’ό,τι είχε σχέση με την ατομική ενέργεια. Ειρήσθω εν παρόδω ότι οι κάτοικοι των Νησιών Μάρσαλ, στα οποία ανήκει η ατόλλη, την αποκαλούν “Πικίννι” που σημαίνει κάτι σαν «έκταση των κοκοφοινίκων».
Oι δύο γάλλοι σχεδιαστές δεν είχαν πρωτοτυπήσει. Παρόμοιες ενδυμασίες είχαν υπάρξει και στο απώτερο παρελθόν, αν και δεν τις φορούσαν μόνο για θαλάσσια μπάνια. Μερικές ρωμαϊκές απεικονίσεις (κυρίως μωσαϊκά) είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές. «Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον», λοιπόν, ιδίως τον καυτό ήλιο των ακτών. Είχαν, ωστόσο, προχωρήσει ένα ακόμα βήμα στην πορεία περιορισμού της επιφάνειας του γυναικείου σώματος που έκρυβε από τα αδιάκριτα βλέμματα το γυναικείο μπανιερό. Ελάχιστες δεκαετίες νωρίτερα κάλυπτε το γυναικείο σώμα από τον λαιμό ως τους αστράγαλους!
Η ευρεία επιβολή του (και αποδοχή του) άργησε κάπου μία δεκαετία, Ωστόσο, δύο δεκαετίες περίπου μετά την πρώτη του εμφάνιση, υποσκελίστηκε ως προς την προκλητικότητα από το “μονοκίνι”, ένα μαγιό που είχε αντικαταστήσει τον στηθόδεσμο με δύο τιράντες που άφηναν το γυναικείο στήθος σε κοινή θέα. Άρχιζε η εποχή του “τόπλες”! Άρχιζε, παράλληλα, και η εποχή που καθιέρωσε το “-κίνι” ως δεύτερο συνθετικό των διαφόρων παραλλαγών του μπικίνι. Έτσι, το φιλοθεάμον ανδρικό κοινό απόλαυσε το “τρικίνι”, το “μινικίνι”, το “μικροκίνι”, το “σηκίνι”, το “χιπκίνι”, το “σκιρτκίνι”, το “μπαντωκίνι” κ.λπ. κ.λπ.
Στη συλλογή προστέθηκε τελευταία και το μαγιό που σχεδίασε μία λιβανέζικης καταγωγής αυστραλιανή σχεδιάστρια μόδας για τις πιστές του Ισλάμ, το οποίο καλύπτει όλο το σώμα, απ΄την κορφή ως τα νύχια, με εξαίρεση ένα μέρος του προσώπου και αποκλήθηκε “μπουρκίνι” από συμφυρμό της “μπούρκας” (της ολόσωμης ριχτής φορεσιάς που επιβάλλεται σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες και δεν αφήνει άλλο άνοιγμα πέρα από μια σχισμή στο επίπεδο των ματιών) και της κατάληξης “-κίνι”.
Το μπουρκίνι άρχισε να κάνει δειλά την εμφάνισή του σε διάφορες πλαζ του δυτικού κόσμου, ώσπου φέτος, εβδομήντα χρόνια μετά την εμφάνιση του μπικίνι και ίσως εξαιτίας του γενικότερου κλίματος, ξεσήκωσε αντιδράσεις, κυρίως στην γενέτειρα του μπικίνι που έφτασαν μέχρι και στην απαγόρευσή του! Και η κοινή γνώμη διχάστηκε (έστω και σε άνισα μέρη). Οι μεν στηλίτευσαν την απαγόρευση και την εν γένει κατακραυγή εναντίον του ως καταπάτηση της ελευθερίας του ατόμου να ντύνεται όπως θέλει ή της θρησκευτικής ελευθερίας, οι δε αντέτειναν πως πρόκειται για ένα ακόμα σύμβολο της καταδυνάστευσης του γυναικείου φύλου, δηλωτικό της υποταγής του. Στην ουσία επρόκειτο για μία επανάληψη της αντιπαράθεσης που είχε προκληθεί από την εισαγωγή στις δυτικές κοινωνίες της υποχρέωσης των γυναικών των μουσουλμανικών κοινοτήτων να φοράνε στην αρχή την μαντήλα “τσαντόρ” και αργότερα τα αυστηρότερα “νικάμπ”, “μπούρκα” (και δεν συμμαζεύεται).
Το ότι ακόμα και στις πιο άρτιες αισθητικά εκδοχές του το μπουρκίνι απωθεί και προκαλεί αποκρουστικούς συνειρμούς στον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο είναι η μία πλευρά της υπόθεσης. Το εάν δικαιολογείται η αστυνόμευση της ενδυμασίας είναι η άλλη. Και το προς τα που θα γείρει η ατομική πλάστιγγα του καθενός εξαρτάται από πολλούς προσωπικούς παράγοντες (ευαισθησίες, εμπειρίες, αντιλήψεις κ.ά.).
Το φαιδρό στην υπόθεση είναι ότι στην αντιπαράθεση εναντίον του μπουρκίνι τάχθηκε προθυμότατα ένα μεγάλο μέρος συντηρητικών κατά τα άλλα ατόμων, τα οποία άλλες εποχές θεωρούσαν ότι το μπικίνι είναι μία ακόμα εκδήλωση της έκλυσης των ηθών (της νεολαίας και όχι μόνον). Η δυσανεξία τους στην πληθυσμιακή και πολιτισμική επιρροή του μουσουλμανικού στοιχείου στις χώρες τους, τους εξωθούν να παραμερίζουν τον κίνδυνο για τα χρηστά ήθη (τους).
Εξίσου φαιδρό, όμως, είναι ότι υπέρ του τάχθηκαν πολλοί προοδευτικοί, οι οποίοι κατά κανόνα εξανίστανται κατά της τήρησης κανόνων αμφίεσης και κατά διαφόρων στολών (όπως πριν από λίγες δεκαετίας στην χώρα κατά της σχολικής ποδιάς), θεωρώντας ότι οι τελευταίες αντίκεινται στην ελευθερία του ατόμου να ντύνεται όπως θέλει. Η περίπτωση των τελευταίων δεν είναι ανεξήγητη. Στις τάξεις τους έχουν παρεισφρήσει (και συχνά καθορίζουν την εικόνα που εκπέμπουν) άτομα, για τα οποία ο χαρακτηρισμός “προοδευτικός” πρέπει είτε να μπαίνει μέσα σε εισαγωγικά είτε να προηγείται ενός ερωτηματικού (σε παρένθεση). Κυρίως επειδή η “πρόοδος” κατ’αυτούς είναι μονοθεματική και, κατά τα άλλα, είναι συντηρητικά έως οπισθοδρομικά. Επιπλέον, προσβλέπουν στην διάβρωση του δυτικού αξιακού συστήματος (κάτι που δεν κατάφεραν οι ίδιοι) από το μουσουλμανικό στοιχείο, το οποίο εκ των πραγμάτων μετατρέπεται σε σύμμαχό τους.
Μάλιστα, αφήνουν κατά μέρος την άποψη του γάλλου φιλοσόφου Ρολάν Μπάρτ, ο οποίος μετά θάνατον έγινε του συρμού στους κύκλους τους και ο οποίος είχε γράψει ότι: «Ο άνθρωπος ντύνεται για να ασκήσει τη σημαίνουσα λειτουργία του. Φορώντας ένα ένδυμα ασκεί βασικά μια σημασιοδοτική πράξη, πέρα από τα κίνητρα της αιδούς, του στολισμού, της προστασίας.». Κοντολογίς, αδιαφορούν πλήρως για την σημασιοδοτική πράξη των συγκεκριμένων ενδυμάτων. Δηλαδή το τι συμβολίζουν, το τι μήνυμα εκπέμπουν. Πρόσθετα, βάζουν σε δεύτερη μοίρα το κατά πόσον το μπουρκίνι (ή κάποια άλλη χαρακτηριστική μουσουλμανική ενδυμασία) αποτελεί ελεύθερη επιλογή αυτής που το φορά ή καταναγκασμός από κάποιον (ή και κάποια) που ασκεί αδιαφιλονίκητη εξουσία επάνω της.
Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση απόψεων ανάμεσα σε εκπροσώπους των δύο κόσμων. Η, δημοφιλής στους εγχώριους ιδιότυπους “προοδευτικούς”, αμερικανίδα Σούζαν Μπακ-Μορς, η οποία δεν έχει υποχρεωθεί ποτέ της να κλειστεί σε μία μπούρκα ή σε ένα μπουρκίνι, υποστηρίζει ότι: «Όταν μορφωμένες γυναίκες αψηφούν τους κανόνες διαλέγοντας να φορέσουν την μπούργκα, αρνούνται την οπτική ταύτιση με την εκδυτικισμένη ελίτ της οποίας αναμένεται να αποτελέσουν μέρος. Αντί για ένδειξη οπισθοδρόμησης στο αρχαϊκό παρελθόν, η επιλογή αυτή μπορεί να θεωρηθεί έκφραση δημοκρατικής αλληλεγγύης προς τους μουσουλμάνους άνδρες και γυναίκες εκτός της ελίτ, στους οποίους ποτέ δεν έφτασαν τα υλικά της δυτικού τύπου νεωτερικότητας – ενώ την ίδια στιγμή συνιστά μια ιδιαίτερη φεμινιστική κριτική στην πραγματοποίηση του γυναικείου σώματος από την πολιτιστική βιομηχανία.». Αντίθετα, η ιρανή Σαντόρτ Τζαβάν, η οποία έζησε δεκατέσσερα χρόνια ισλαμικής επανάστασης και ισλαμικού ενδυματολογικού κώδικα, είναι κατηγορηματική: «Θα έπρεπε να είχε ειπωθεί από καιρό ότι το σημάδεμα, “πολιτισμικό” και μέσο διάκρισης, του σώματος των ανήλικων κοριτσιών – κλειτοριδεκτομή, μαντήλα – απαγορεύεται πλήρως και ξεκάθαρα. Αυτή η απαγόρευση είναι ένα προαπαιτούμενο για κάθε συζήτηση για τον κοσμικό χαρακτήρα: τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται και έξω από το σχολείο. … Γιατί, ας το επαναλάβουμε, το να εξαναγκάζεις τις ανήλικες να φοράνε μαντήλα, σημαίνει να κατέχεις το σώμα τους και να τις καταχράσαι σεξουαλικά, να τις προωθείς στη σεξουαλική αγορά με τον πιο ωμό τρόπο, να τις υποβάλλεις σε μία ψυχο-σεξουαλική κακομεταχείριση, έναν τραυματισμό που θα σημαδέψει για πάντα το σώμα και το πνεύμα των μελλοντικών γυναικών.».
Η διαμάχη καλά κρατεί. Θα περάσει και από άλλες φάσεις χωρίς να είναι εύκολο να διαβλέψει κάποιος την κατάληξή της. Ο δε εξωτερικός παρατηρητής αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πάρει ξεκάθαρη θέση, δηλαδή να ταχθεί απερίφραστα με τη μια ή την άλλη πλευρά, δίχως να προδώσει κάποια από τις αρχές του.
Ως τότε, πάντως, θα εμφανιστούν ασφαλώς και νέα μοντέλα γυναικείων μαγιό που θα περιφέρονται σε πλαζ και πισίνες Και θα εμπλουτίζουν την οικογένεια των ουδετέρων σε “-κίνι” με παρεμφερές σημαινόμενο. Και με την εξαίρεση, βέβαια, του σχετικά πρόσφατου κοσμήματος της ελληνικής αργκό “μπικικίνι”!