Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Ελλήνων Έργα (ή ο μύθος της ελληνικής παραγωγικής μειονεξίας)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 161/Αύγουστος 2012)

Από την αρχή της κρίσης κυκλοφόρησαν πολλά στερεότυπα σχετικά με την Ελλάδα. Ένα από αυτά προβάλλει τον ισχυρισμό πως ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της χώρας είναι το μόνιμο εμπορικό έλλειμμά της, που οφείλεται στο ότι δεν παράγει τίποτε το εξαγώγιμο. Πρόκειται για ένα αληθοφανές στερεότυπο που αποκρύπτει ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι, όντως, η χώρα έχει ένα πρόβλημα εμπορικού ισοζυγίου. Εισάγει πολλά αγαθά για να ικανοποιήσει ακόμα και στοιχειώδεις καταναλωτικές ανάγκες του πληθυσμού της και εισάγει περισσότερα από αυτά που εξάγει. Αλλά αυτό είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη περιέχει αυτά που αποκρύπτονται.
Όπως, λόγου χάριν, το ότι η χώρα δεν χρειάζεται μόνο να εξάγει για να μειώνει το έλλειμμα. Μπορεί να παράγει για να υποκαθιστά κάποιες εισαγωγές. Κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια με τα ντόπια αναψυκτικά που κερδίζουν έδαφος στην εσωτερική αγορά σε βάρος αυτών που εισάγονται (και επιβάλλονται χάρις στην εντατική διαφήμιση). Που συμβαίνει και με “εξωτικά” αγροτικά προϊόντα (π.χ. ακτινίδια και αβοκάντο) που ευδοκίμησαν στα εδάφη της. Αλλά και με πρωτοποριακά προϊόντα, όπως τα ελληνικά “σμάρτφον” που βγήκαν στην αγορά τελευταία.
Όπως επίσης, το ότι οι εισαγωγές αγαθών δεν είναι απαραίτητο να αντισταθμιστούν από εξαγωγές. Μπορούν να αντισταθμιστούν από άδηλους πόρους (και, στην περίπτωση της Ελλάδας, κυρίως από τον τουρισμό). Μ’άλλα λόγια ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο μπορεί να εξισορροπείται (εν μέρει τουλάχιστον) από ένα θετικό ισοζύγιο αδήλων πόρων.
Κυρίως, όμως, το ότι η χώρα διαθέτει ένα εξαγωγικό δυναμικό, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι εδώ και χρόνια οι εξαγωγές της σε αξία ισοδυναμούν πάνω-κάτω με το 30 έως και 40% της αξίας των εισαγωγών. Και τούτο παρότι δεν διαθέτει κάποιο “σκληρό” προϊόν, από αυτά των οποίων η τιμή καθορίζεται στα χρηματιστήρια, και, ως εκ τούτου, είναι μόνιμα “θύμα” των χρηματιστηριακών διακυμάνσεων ή/και “παιχνιδιών” αυτών των τιμών.
Οπότε; Οπότε το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι το άθροισμα αδήλων πόρων και εξαγωγών δεν είναι επαρκές. Κοντολογίς, στο ότι δεν παράγει αρκετά και όχι στο ότι δεν έχει δυνατότητες παραγωγής. Οι εποχές που το μοναδικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας ήταν η σταφίδα (για τις πουτίγκες των βρετανών…) έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η χώρα και, συγκεκριμένα, ένα μέρος των κατοίκων της κατόρθωσε, ιδιαίτερα μέσα στον 20ο αιώνα, να δημιουργήσει μία αξιόλογη παραγωγική βάση που την βοήθησε να ανέβει αρκετά ψηλά στην κλίμακα των οικονομικών δυνάμεων. Όχι τυχαία. Όπως έγραφε πρόσφατα ο γάλλος κοινωνιολόγος Γκυ Μπυρζέλ (ο οποίος έχει μελετήσει και γνωρίζει σε βάθος την οικονομική εξέλιξη της νεώτερης Ελλάδας): «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτή η με δική της δυναμική δραστηριοποίηση της κοινωνικής σφαίρας εξελίχθηκε με επιτυχία, βγάζοντας την Ελλάδα από την φτώχεια, ασφαλώς με την ξένη βοήθεια –αμερικανική πριν γίνει ευρωπαϊκή– , αλλά κυρίως χάρη στην εργασία και στην επινοητικότητα των πολιτών της. Η απάτη και η οκνηρία που προσάπτουν στον ελληνικό λαό είναι μύθοι.»(1).
Αυτή η δυναμική δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, τα χρόνια της κίβδηλης οικονομικής ευημερίας. Αντίθετα, τότε έχασε σε ορμή. Είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ακόμα και πριν από την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, όπως διαπιστώνει ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Σ’αυτήν την προοπτική η σημαντική επέκταση των εμποροβιοτεχνικών εργασιών στον ελλαδικό χώρο γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα σημαίνει κατά βάση μία μετεξέλιξη προκαπιταλιστικών μορφών του οικονομείν»(2). Βέβαια, λόγω συνθηκών, αυτή η μετεξέλιξη δεν μπόρεσε να αποκτήσει μία πλήρη αστική/καπιταλιστική χροιά. Ακόμα, όμως, και έτσι αποτέλεσε μία στροφή προς εμπορικές και – αυτό έχει περισσότερη σημασία – βιοτεχνικές, δηλαδή μεταποιητικές, δραστηριότητες.
Στροφή που, περνώντας από “σαράντα κύματα”, στήριξε και στηρίζει για δύο περίπου αιώνες την οικονομία της χώρας. Στροφή που χαρακτηρίστηκε, μάλιστα, από ιδιαίτερη ένταση και ποιοτική αλλαγή τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Για την πανσπερμία των μικρών επιχειρήσεων της Αθήνας εκείνης της εποχής, χωρίς να υποτιμά τις παραγωγικές μονάδες άλλων περιοχών της χώρας, διαπίστωνε προ ετών σε μια αξιοσημείωτη μελέτη του πάλι ο Γκυ Μπυρζέλ: «Επιβεβαιώνουν εν πάση περιπτώσει μία όλο και πιο έντονη ροπή της πρωτεύουσας για την παραγωγή αντικειμένων τρέχουσας κατανάλωσης ή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.»(3)!
Κοντολογίς, η παραγωγή της χώρας εκτεινόταν σε μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, μερικά από τα οποία, για την εποχή τους, συνιστούσαν τεχνολογική αιχμή ή/και εμπεριείχαν σημαντική προστιθέμενη αξία. Και αποτελούσαν διαφήμιση για τον τόπο! Δεν ήταν τυχαίο το ότι ήταν αναγνωρίσιμο παγκοσμίως ένα ονομαστό ελληνικό μπράντυ. Ή το ότι γερμανικός όμιλος ενδιαφέρθηκε και εξαγόρασε μια χαμηλών τόνων ντόπια βιομηχανία καλλυντικών πριν από 20 περίπου χρόνια. Ή ότι κορυφαία βιομηχανία προϊόντων μιας χρήσης έχει εμπιστευτεί εδώ και 40 χρόνια σε ελληνικά χέρια την παραγωγή βασικού εξαρτήματος ενός από τα δύο κύρια προϊόντα της. Αυτή δε η παραγωγική δυναμική επιβιώνει ως σήμερα, παρά τα όσα λέγονται και, κυρίως, τα όσα δεν “λέγονται”.
Θα είχε ενδιαφέρον μία παράθεση των προϊόντων που εξάγονται (με μύριες όσες αντίξοες συνθήκες και χωρίς κρατική στήριξη), αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος να διαφύγει κάτι ή να εκληφθεί ως έμμεση διαφήμιση συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Θα ήταν, όμως, άδικο να μην υπάρχει έστω και μία “ανώνυμη” νύξη, ακόμα και αν κάποιες αναφορές θεωρηθούν “φωτογραφικές”. Με αυτόν τον τρόπο θα αποδειχθεί πανηγυρικά ότι ο μύθος της παραγωγικής ανυπαρξίας της χώρας, είναι απλώς “μύθος”. “Μύθος” που καλλιεργείται επιτηδείως από τον εσμό όλων εκείνων που αντλούν ωφελήματα από την εμπέδωση της εικόνας μιας α-παραγωγικής χώρας.
Φυσικά στο πρώτο σκαλί βρίσκονται αγροτικά προϊόντα. Όχι όποια κι όποια, της σειράς, αλλά ειδικά και εξαιρετικής ποιότητας που πιάνουν υψηλές τιμές στην αγορά. Όπως ο κρόκος της Κοζάνης, που θεωρείται ο καλύτερος διεθνώς. Ωστόσο, η παραγωγή του έχει συρρικνωθεί επειδή απαιτεί δυο-τρεις μήνες (όλο κι όλο) σκληρής δουλειάς. Ή τα περιζήτητα ελληνικά σπαράγγια. Τα ελληνικά σαλιγκάρια έχουν κατακτήσει τις πιο απαιτητικές ευρωπαϊκές αγορές. Αλλά και τα προϊόντα της ιχθυοκαλλιέργειας, παρά την εχθρότητα που αντιμετωπίζουν από τοπικά μικροσυμφέροντα.
Ακολουθούν κατά πόδας τα παράγωγα της επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Το “γιαούρτι ελληνικού τύπου” αποτελεί διεθνή αξία και, μαζί με ορισμένα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, εξάγεται από πέντε με έξι βιομηχανίες σε πάνω από 30 χώρες. Η ελληνική κονσερβοποιία κομπόστας, παρότι υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, διατηρεί την πρώτη θέση της παγκόσμιας αγοράς. Το ελληνικό λάδι δεν αποτελεί πια μόνο το “κρυφό και καλό χαρτί” ιταλικών επιχειρήσεων. Κατέκτησε με τη δική του ταυτότητα την ευρωπαϊκή και την αμερικανική αγορά. Μία παραδοσιακή εταιρεία έχει παρουσία σε 42 χώρες και μία νεότατης γενιάς σε 15. Το ίδιο και το ελληνικό ξύδι, ακόμα και της υψηλής ποιότητας “μπαλσάμικο” που ανταγωνίζεται με αξιώσεις τις καθιερωμένες μάρκες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Βιομηχανία ζυμαρικών εξάγει τα μακαρόνια της σε 32 χώρες. Αλλά δεν φτάνει τον χαλβά που έχει φτάσει στα ράφια καταστημάτων σε 60 χώρες! Ελληνικά αναψυκτικά έχουν βρει το δρόμο για όλες τις ηπείρους. Όπως και κρασιά και άλλα ποτά. Ελληνικές μπύρες έχουν κερδίσει μια θέση ακόμα και στη αγορά του ίδιου του Λονδίνου. Εξωστρέφεια διέπει με επιτυχία και τις βιομηχανίες αλλαντικών, “σνακς”, αλλά και ειδικής διατροφής.
Πάντως, ειδική μνεία απαιτείται για τις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στον άκρως ανταγωνιστικό και, ως εκ τούτου, δύσκολο τομέα των καλλυντικών. Τόσο των παραδοσιακών καλλυντικών, όσο, κυρίως, των φυσικών. Δεν είναι λίγο να διαθέτουν για τα προϊόντα τους αποκλειστικά ράφια σε πολυκαταστήματα σε Ανατολή και Δύση.
Από τη χορεία των εξαγώγιμων προϊόντων της χώρας δεν λείπουν και τα κλασικά βιομηχανικά προϊόντα. Όπως της υποδηματοποιίας, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε τα πρώτα χρόνια της “Αλλαγής”, και του κλάδου της ένδυσης, παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν λόγω του συρμού των “επωνύμων” προϊόντων και του χαμηλού εργατικού κόστους των, ασιατικών κυρίως, ανταγωνιστών τους. Κραταιά παραμένει και η εγχώρια γουνοποιία. Γύρω στις τέσσερις με πέντε βιομηχανίας στρωματοποιίας χαρίζουν ανάπαυση σε πάνω από 30 χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Το ελληνικό βιομηχανικό κόσμημα απέκτησε τις δικές του προθήκες σε όλες σχεδόν τις ονομαστέ αγορές, με ιδιαίτερη απήχηση στις πολλά υποσχόμενες αγορές της Άπω Ανατολής.
Δεν λείπουν και μερικά προϊόντα, που, ίσως, εκπλήξουν τους αδαείς. Όπως τα πατρινά ποδήλατα που εξάγονται σε καμιά εικοσαριά ευρωπαϊκές χώρες. Ή τα ασανσέρ από το Κιλκίς που έφτασαν μέχρι την Κίνα.
Πιο εντυπωσιακές, πάντως, είναι οι επιδόσεις βιομηχανιών τεχνολογιών αιχμής. Όπως των συσσωρευτών που εξοπλίζουν υποβρύχια του γερμανικού ναυτικού. Ή φωτοβολταϊκών πλαισίων που ταξιδεύουν ως την μεγάλη δύναμη του τομέα, την Κίνα. Ή των ηλεκτρονικών συστημάτων φωτισμού ασφαλείας, των οποίων η χάρη έφτασε ως το νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας της Ινδίας. Ή του λογισμικού για μάρκετινγκ μέσω κινητών τηλεφώνων. Ή των λαρισινών ρομποτικών προϊόντων αμυντικής φύσης που κίνησαν το ενδιαφέρον αμερικανικών επιχειρήσεων. Αλλά και παραγώγων διαστημικής τεχνολογίας.
Μετά από τα όσα παρατέθηκαν, που δεν εξαντλούν ασφαλώς τον κατάλογο, δεν θα πρέπει να φαίνεται περίεργο το ότι, στο αποκορύφωμα της κρίσης, πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία εξαγοράζει ελληνική εταιρεία παραγωγής γενοσήμων και αλλοδαπές εταιρείες αυξάνουν την παραγωγή των μονάδων τους που λειτουργούν στο ελληνικό έδαφος.
Τότε, όμως, που οφείλεται η εξαγωγική μειονεξία της χώρας και η ανάσχεση της παραγωγικής δυναμικής της; Σε μερικούς παράγοντες με κοινό παρονομαστή. Ο βασικός είναι το ότι με πραγματικά παραγωγικές δραστηριότητες ασχολείται ένα όλο και πιο περιορισμένο μέρος του πληθυσμού. Τα υπόλοιπο προτιμά τον παρασιτισμό των πάσης φύσεως επιδοματούχων και την (από παραγωγική άποψη) αργομισθία της δημόσιας γραφειοκρατίας, ικανής «ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι», όπως θα έλεγε και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Ροπή που εντάθηκε την περίοδο της άκοπης απογείωσης των συγκεκριμένων προσόδων και των παραφερναλίων της (προνομιακή μεταχείριση σε ωράρια, σε εργασιακές συνθήκες, σε συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις, σε εργασιακή σταθερότητα και, κυρίως, σε προστασία της απασχόλησης). Άκοπης, αλλά και “αναπτυξιοκτόνου”, γιατί τα θέλγητρά της παρασύρουν μεγάλο μέρος των πιο δυναμικών στρωμάτων και ηλικιών του πληθυσμού και ευνουχίζουν την παραγωγική τους ιμάδα. Αρχή που έπρεπε να γνωρίζουν (ή, μάλλον, να μην παραγνωρίζουν) οι πρωτεργάτες αυτής της κοινωνικής στρέβλωσης. Θα αρκούσε να έχουν εντρυφήσει στον Αλέξις ντε Τοκβίλ αντί να εγκύπτουν μονόπλευρα στους προσφιλείς τους “Δουνάβεις της Σκέψης”. Ήδη το 1835 ο μεγάλος γάλλος στοχαστής, ο οποίος διέβλεπε την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της διόγκωσης του συγκεντρωτικού κράτους, αλλά, ταυτόχρονα, προέβλεπε τις παρενέργειες τυχόν υπερβολών, έγραφε για αυτούς τους θεσιθήρες: «Η μεγαλύτερη βολή σε βάρος του δημόσιου θησαυροφυλακίου τους φαίνεται, αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ο πιο εύκολος και ανοικτός δρόμος σε όλους για να ξεφύγουν από μια κατάσταση που δεν τους ικανοποιεί πλέον: η θεσιθηρία καταντά η πιο αξιόπιστη από όλες τις βιομηχανίες». Και πρόσθετε: «Δεν θα πω καθόλου ότι αυτή η γενικευμένη και άμετρη επιδίωξη δημόσιων θέσεων είναι ένα μεγάλο κοινωνικό κακό… ούτε θα επισημάνω διόλου ότι μια τέτοια βιομηχανία δεν γεννά παρά μία αντιπαραγωγική δραστηριότητα και αναδεύει την κοινωνία χωρίς να την γονιμοποιεί: όλα αυτά είναι ευκολονόητα.»(4).
Συνέβαλε και η σε γενικές γραμμές εχθρική στάση του ελληνικού κράτους. Η επιλεκτική στήριξη μερικών (συχνά κρατικοδίαιτων) παραγωγικών μονάδων ας μην εξαπατά. Ο κρατικός μηχανισμός κυρίως (και όχι τόσο όλες οι κυβερνήσεις) δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την παραγωγική δραστηριότητα που ξέφευγε από τον έλεγχό του. Το πιθανότερο γιατί η ανάδειξή της θα υπογράμμιζε τη δική του ανεπάρκεια και εν πολλοίς αχρηστία. Και δεν την στήριζε. Τουλάχιστον όσο θα έπρεπε. Αντίθετα και χωρίς να προσφέρει ως αντάλλαγμα τις υπηρεσίες και υποδομές που χρειαζόταν, την αντιμετώπιζε πάντοτε ως την πηγή από την οποία θα αντλούσε (εν ανάγκη μέχρι τελευταίας ρανίδος) τα αναγκαία για την μακροημέρευση της δικής του ευημερίας. Ωσότου ήρθε η σημερινή κρίση και κινδυνεύει να την δει και αυτήν να έχει την κατάληξη που είχε ο “γάιδαρος του Νασρεντίν Χότζα”!
Συναφή ρόλο είχε και το αντι-επιχειρηματικό κλίμα που καλλιεργεί μια κακοπροαίρετη μερίδα της sui generis ντόπιας αριστεράς, με την συμπαράσταση του λαϊκισμού που διατρέχει όλο το εγχώριο πολιτικό φάσμα. Κακοπροαίρετη, γιατί δεν αποσκοπεί ούτε στην βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου ούτε, έστω, στην προστασία του. Επιδιώκει συστηματικά την οικονομική δυσπραγία της κοινωνίας για να “αλιεύσει” επιρροή στα στρώματα που θα υποφέρουν εξαιτίας της. Γιατί γνωρίζει πια ότι σε περιόδους ευμάρειας η δική της ιδιότυπη “αριστεροσύνη” δεν έχει πέραση. Η δε ιδεολογική κυριαρχία της, συνεπικουρούμενη από την ιδεολογική ή/και φυσική τρομοκρατία που ασκεί, αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε μία μονόπλευρη ανάπτυξη ενός αντι-επιχειρηματικού κλίματος. Στο εγχείρημά της βρίσκει συμπαραστάτες όλες τις αντι-παραγωγικές συντεχνίες, οι οποίες διακατέχονται από τον (βάσιμο) φόβο ότι η οποιαδήποτε ανάδειξη των επιτευγμάτων της παραγωγικής Ελλάδας θα θέσει υπό αμφισβήτηση την από μέρους τους χειραγώγηση του κράτους και ιδιοποίηση του πλούτου που παράγεται. Γιαυτό και βάζουν πλείστα όσα εμπόδια τόσο στην ανάπτυξη των υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων όσο και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων (με την ευρεία έννοια).
Συνεισέφερε και η λαϊκίστικη νοοτροπία που καλλιεργήθηκε πανταχόθεν και παντοιοτρόπως και εμπότισε ευπειθείς “ρέμπελους”, από τους οποίους βρίθει η χώρα, ότι μπορούν να απαιτούν την ικανοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας ή προσδοκίας, αδιαφορώντας για τον τρόπο και το κόστος αυτής της ικανοποίησης. Για αυτά έπρεπε να φροντίσουν πάντα “κάποιοι άλλοι”.
Δεν είναι, ως εκ τούτου, τυχαίο το ότι, σύμφωνα με μια τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στην 25η θέση από πλευράς ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και στην 27η (τελευταία) ως προς την παράμετρο του “επιχειρηματικού περιβάλλοντος”!
Αντίθετα, τυχαίο (και ευτυχές) είναι το ότι η «έντονη ροπή» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών δεν ξεφούσκωσε ολότελα, παρά το ότι ασφυκτιά περίκλειστη γιατί υφίσταται υπέρτερες εξωτερικές πιέσεις.
Τις δυσοίωνες προοπτικές της σημερινής κατάστασης ας διασκεδάσει το γεγονός ότι οι Έλληνες έχουν αποδείξει ότι έχουν τις ικανότητες να αναδειχθούν άκρως παραγωγικοί έτσι και βρεθούν σε κατάλληλο περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο το ότι η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Μπρίτζιτ Μπέργκερ εξετάζοντας την επιχειρηματική συμπεριφορά μειονοτήτων σε χώρες με ευνοϊκό κλίμα για την επιχειρηματικότητα, όπως οι Η.Π.Α., διαπιστώνει: «Στη δεύτερη περίπτωση, ορισμένες μειονότητες καταφέρνουν να αναδειχθούν χωρίς πολλές δυσκολίες σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως δείχνει το παράδειγμα των ελλήνων ή των κινέζων μεταναστών στις Ηνωμένε Πολιτείες.»(5). Η ονομαστική αναφορά και η πρόταξη των ελλήνων μεταναστών αναδεικνύει περίτρανα τη δυναμική που καταπνίγουν η ενδημική μιζέρια και ο ντόπιος φθόνος. Την επιλογή της αμερικανίδας ερευνήτριας ενισχύουν οι επιδόσεις ελλαδι΄των επιχειρηματιών στο εξωτερικό. Ας μην λησμονείται ότι ακόμα και το τελευταίο “λίφτινγκ” στο εθνικό τοπόσημο της Γαλλίας, τον Πύργος του Άιφφελ, το έκαναν ελληνικά χέρια!
Και αυτό σε πείσμα αυτών που διαδίδουν ότι η ζωή των Ελλήνων της αρχαιότητας αποδεικνύει ότι η αντιπαραγωγική ραστώνη είναι γραμμένη στο DNA της φυλής μαζί με μια ακατάσχετη αερολογία. Ίσως για να βρουν ένα άλλοθι σε αταβιστικές ροπές για την αεργία τους και την αδολεσχική θεωρητικολογία τους. Στην πραγματικότητα, οι πολίτες των Αθηνών της κλασικής εποχής ασκούσαν με επιτυχία επιχειρηματικές δραστηριότητες παράλληλα με την πολιτική τους ενασχόληση. Το αποδεικνύει σε σχετική μελέτη του, με βάση πηγές της εποχής, ο τυνησιακής καταγωγής γάλλος πανεπιστημιακός Σαμπέρ Μανσουρί, ο οποίος3 συμπεραίνει: «Στην διάρκεια του 4ου αιώνα, οι πολίτες επιδίδονταν εξίσου ενεργά στο εμπόριο και σε χειροτεχνικά επαγγέλματα, ενώ έφερναν εις πέρας μία πολιτική σταδιοδρομία.»(6)!
__________________________________________________________________________
(1) Guy Burgel: «Faut-il vraiment saigner un État qui n’a jamais existé?» στην εφημερίδα «Le Monde» με ημερομηνία 25 Μαΐου 2012.
(2) Παναγιώτης Κονδύλης: «Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία». Εκδ. Θεμέλιο 2007, σελ. 16.
(3) Guy Burgel: «Le miracle athénien au XXe siècle». Εκδ. CNRS Éditions 2002, σελ. 74.
(4) Alexis de Tocqueville: «De la Démocratie en Amérique – Souvenirs – L’Ancien Régime et la Révolution». Εκδ. Robert Laffont 1986, σελ. 599.
(5) Brigitte Berger: «La culture entrepreneuriale moderne» στο Brigitte Berger et al. «Esprit d’entreprise, Cultures et Sociétés». Εκδ. Maxima 1993, σελ. 24.
(6) Saber Mansouri: «La Démocratie Athénienne, une affaire d’oisifs?». Εκδ. André Versaille 2010, σελ. 24.