Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: "Μπαγκ, μπαγκ", ο καρπός της σποράς του μίσους

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)

«Bang bang. He shot me down, bang bang I hit the ground, bang bang, that awful sound, bang bang, my baby shot me down!». Τα λόγια αυτά ήταν η επωδός μιας πολύ μεγάλης τραγουδιστικής επιτυχίας της Σερ της δεκαετίας του ’60. Ίσως, γιατί το «Bang, bang», και τότε όπως και τώρα, αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής καθημερινότητας της Αμερικής. Με αυτό το στίγμα στο μητρώο της χώρας, ο Τζάρεντ Λη Λάφνερ, ένας 22χρονος αμερικανός με προβληματική – όπως αναφέρεται – προσωπικότητα σκότωσε στις 8 Ιανουαρίου με ένα ημιαυτόματο όπλο εννιά συμπατριώτες του και τραυμάτισε άλλους δεκατρείς (μόνο, χάρις σε ένα πρόβλημα του όπλου), προσπαθώντας να δολοφονήσει τη βουλευτίνα του Δημοκρατικού Κόμματος Γκαμπριέλ Γκίφορντς, την οποία τραυμάτισε σοβαρά.
Το τραγικό αυτό γεγονός αποτελεί το τελευταίο (μέχρι στιγμής) επεισόδιο δύο πλούσιων αμερικανικών σειρών: αφενός μεν των δολοφονιών και αποπειρών δολοφονίας πολιτικών προσώπων, αφετέρου δε των πολύνεκρων επιθέσεων με πυροβόλα όπλα από προβληματικά κυρίως άτομα. Αμερικανικών γιατί η εκεί συχνότητα περιστατικών της μιας ή της άλλης μορφής υπερτερεί της αντίστοιχης σε άλλες χώρες με ανάλογα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αν και, όπως φαίνεται, η κοινωνία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αρχίσει να αυτονομείται πολιτισμικά από τις υπόλοιπες χώρες του Δυτικού Πολιτισμού και να αποτελεί τουλάχιστον ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτισμικής συνομοταξίας. Κάτι που δικαιολογείται πλήρως από τη σκοπιά μιας δαρβινιστικής (εξελικτικής) κοινωνιολογίας.
Το περιστατικό αποτέλεσε αφορμή να επανέλθουν στην επιφάνεια προβληματισμοί για τρία κυρίως θέματα. Ο πρώτος εστιάζεται στην αποκλειστικά αμερικανική παράδοση της ουσιαστικά ανεξέλεγκτης ελεύθερης οπλοφορίας, παρά τους αγώνες μιας σημαντικής μερίδας αμερικανών να επιβληθούν τουλάχιστον περιορισμοί, αν όχι απαγόρευση, στην οπλοφορία, που, όμως, έχουν σκοντάψει στην αντίθεση της πανίσχυρης από άποψη επιρροής στα νομοθετικά σώματα των Η.Π.Α. οργάνωσης που υπερασπίζεται το δικαίωμα των αμερικανών πολιτών να οπλοφορούν, της περίφημης "National Rifle Association of America" ή "NRA". Πρόκειται για μια παράδοση που θεωρείται ως απόδειξη της προϊούσας πολιτιστικής διάστασης των δύο κλάδων, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, του Δυτικού Πολιτισμού, γιατί η κατοχή όπλου συνεπάγεται τη δυνατότητα χρήσης του, δηλαδή τη δυνατότητα άσκησης (έστω και με κάποιους περιορισμούς του νόμου) βίας από έναν – τον οποιοδήποτε – πολίτη και αντιτίθεται στη θεμελιώδη, από ευρωπαϊκή σκοπιά, άποψη του Μαξ Βέμπερ (Max Weber) ότι το κράτος (δικαιούται να) κατέχει το "μονοπώλιο της νόμιμης βίας".
Αν και, εκ πρώτης όψεως, ο πρώτος προβληματισμός φαίνεται να μην αγγίζει, παρά μόνο θεωρητικά, την Ευρώπη και, ειδικότερα, την Ελλάδα, δεν είναι έτσι. Και εδώ υφίστανται νησίδες ασύδοτης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, που αναιρούν στην πράξη το σχετικό κρατικό μονοπώλιο. Στην πράξη και όχι θεσμικά γιατί οι περισσότερες από αυτές – τοπικές και μη μαφίες, τρομοκρατικές και εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις (με ή χωρίς εισαγωγικά) – θεωρούνται παράνομες (και, θεωρητικά, διώκονται) και δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την τυπική ισχύ του μονοπωλίου. Υπάρχουν, βέβαια, και νησίδες ανεκτής, παρότι παράνομης, οπλοφορίας και οπλοχρησίας, όπως σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας (π.χ. Ζωνιανά Κρήτης) με τα γνωστά επακόλουθα.
Αν, λοιπόν, η απάντηση στον πρώτο προβληματισμό φαίνεται αυτονόητη, με το δεύτερο τα πράγματα περιπλέκονται. Αυτός αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία προβληματικών ατόμων ή ατόμων με διαταραγμένη προσωπικότητα, όπως ο Λάφνερ, και την προστασία των απλών πολιτών από ενδεχόμενες εκρήξεις βίαιης συμπεριφοράς των πρώτων.
Η επιταγή του πολιτικώς ορθού και της τάσης της χωρίς όρια ανοχής, συμπόνιας και δικαιολόγηση των πάντων (του “buonismo” σύμφωνα με μια πρόσφατη ορολογία, που χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένα αριστερά ρεύματα) είναι η προσπάθεια μιας πρακτικά χωρίς περιορισμούς ένταξης όλων των ατόμων στην κοινωνία, γιατί κάθε όρος ή περιορισμός συνιστά “διάκριση” και χαρακτηρίζεται ως “ρατσισμός” σε βάρος του ατόμου ή της ομάδας των ομοίων του που τον υφίσταται. Κάθε δε προσπάθεια θέσπισης περιορισμών οδηγεί σε συρρίκνωση της ελευθερίας των συγκεκριμένων ατόμων, αποκλεισμό των και – ύστατη κατάληξη – εγκλεισμό των σε “γκέττο” ή “άσυλα” (την “ασυλοποίηση” σύμφωνα με έναν όχι και τόσο εύηχο νεολογισμό) και περικλείει τον κίνδυνο καταχρηστικής εφαρμογής των.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η ανεκτικότητα, μόλις υπερβεί κάποια όρια, ισοδυναμεί με καταπίεση αυτών που την επιδεικνύουν. Περικλείει δε, με τη σειρά της, τον κίνδυνο αποθράσυνσης αυτών που την απολαμβάνουν με ενδεχόμενο είτε μια καταθλιπτική πίεση αυτών που υφίστανται τις παρενέργειες της παρεκβατικής συμπεριφοράς των πρώτων είτε μια βίαιη αντίδραση των δεύτερων. Και σε ένα άλλο επίπεδο, όπως στην περίπτωση του Λάφνερ, μια μοιραία κατάληξη. Η ευρωπαϊκή καθημερινότητα βρίθει από ανύποπτα και αθώα θύματα ξεσπασμάτων προβληματικών ατόμων ή ατόμων με διαταραγμένη προσωπικότητα, πολλά από τα οποία με βεβαρυμένο παρελθόν.
Ο τρίτος προβληματισμός αφορά τη σχέση ενός εμπρηστικού πολιτικού λόγου με πράξεις πολιτικής βίας. Περίσσεψαν οι σχολιαστές που αποδώσανε τη δολοφονική έκρηξη του Λάφνερ στα πύρινα κηρύγματα της αντιδραστικής κίνησης των Πάρτυ Τσαγιού (Tea Party) των ακραίων συντηρητικών Ρεπουμπλικάνων, που έχουν ενσταλάξει στη χώρα ένα ασυνήθιστα οξύ πολιτικό διχαστικό μίσος.
Είναι αλήθεια ότι, όπως αναλύει και η ανταποκρίτρια της «Le Monde» Κορίν Λεν, ο Λάφνερ ούτε τυπικός εκπρόσωπος του κινήματος είναι ούτε είχε διασυνδέσεις με αυτό. Πρόσθετα, είχε ήδη μια λογομαχία με την Γκίφορντς το 2007, δηλαδή προτού αναπτυχθεί το κίνημα.
Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι οι εμπρηστικές εκστρατείες του κινήματος κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για ένα φονικό ξέσπασμα αυτών που είχαν τη σχετική προδιάθεση. Η Σάρα Πέιλιν, η πρωτεργάτης και εμψυχωτής του κινήματος, είχε περιλάβει την Γκίφορντς στο κατάλογο των υποψηφίων που έπρεπε να ηττηθούν στις εκλογές του τελευταίου Νοεμβρίου. Η προτροπή εκφραζόταν με τον όρο “shoot them down”, που μπορεί να έχει την έννοια του “απορρίψτε τους”, “καταρρίψτε τους”, αλλά και “σκοτώστε τους”. Άλλωστε, στο χάρτη της ιστοσελίδας της η εκλογική περιφέρεια της Γκίφορντς και το όνομά της ήταν ανάμεσα στους στόχους που σημάδευε ένα όπλο με μια άλλη προτροπή: “Dont retreat, reload! (Μην αποσύρεστε, ξαναγεμίστε!)”. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν θέλει πολύ κάποιος να περάσει από την προδιάθεση στην πράξη.
Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που διαδηλωτές (που, παρά τη βιντεοσκόπηση του γεγονότος, κυκλοφορούν ακόμα ανενόχλητοι) ξυλοφόρτωσαν άγρια έναν από τους πιο ήπιους σε τόνους βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Κώστα Χατζηδάκη, την ώρα που προσερχόταν στη Βουλή.
Είναι, μέχρι στιγμής, το τελευταίο σε μια σειρά κρουσμάτων βιαιοπραγιών, προπηλακισμού ή παρενόχλησης πολιτικών προσώπων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και η τελευταία παρενέργεια του κλίματος μίσους που καλλιεργείται από ορισμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές παρατάξεις, σε αγαστή συμπόρευση με τα γενικευμένη απαξίωση του πολιτικού κόσμου που καλλιεργούν οι πρωθιερείς του τηλεοπτικού λαϊκισμού. Ακόμα κοσμούν κατακόρυφες επιφάνειες επιθετικές αφίσες οργανώσεων (με διεύθυνση και τηλέφωνο για την περίπτωση που ενδιαφερθεί κανείς), οι οποίες είτε προτρέπουν σε χρήση βίας είτε καλλιεργούν τις προϋποθέσεις προσφυγής σε αυτήν, όπως αυτή της “Ανεξάρτητης Κίνησης Εργαζομένων Ο.Τ.Ε.”, που καταζητεί τους “banditos” που υπερψήφισαν το “Μνημόνιο”.
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί το ότι η ασύστολη τρομοκρατίας αναπτύχθηκε – κοινωνικά αδικαιολόγητα – στην Ελλάδα τη μεταπολιτευτική περίοδο, την περίοδο μιας πρωτόγνωρης δημοκρατίας και ευμάρειας. Όταν η Αλέκα Παπαρρήγα δηλώνει ότι η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, όταν τα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς και διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις καλλιεργούν με κάθε ευκαιρία το ταξικό μίσος, όταν τα γκρουπούσκουλα των αριστεριστών προπαγανδίζουν απροσχημάτιστα τη βία (και βρίσκουν άκοπα απολογητές), όταν οι περισσότερες πράξεις βίας παραμένουν ατιμώρητες, όταν η κοινωνία (δηλαδή η σιωπηρή πλειοψηφία) παραμένει κλεισμένη στο καβούκι της, είναι πολύ πιθανό τα χειρότερα να ην έχουν έλθει.
Άλλωστε, δεν έχασαν την ευκαιρία οι εξ επαγγέλματος αυτόκλητοι απολογητές της βίας στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική να αποδώσουν τον ξυλοδαρμό του βουλευτή στην αγανάκτηση των διαδηλωτών και να αμβλύνουν μ’αυτόν τον τρόπο το ειδεχθές της πράξης. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν δίστασαν να θεωρήσουν ως “casus belli” για τους “κατσαπλιάδες” των διαδηλώσεων την αποκοτιά του βουλευτή να πορευτεί προς την Βουλή διασχίζοντας τη μάζα των διαδηλωτών, αναγορεύοντας στην ουσία τους διαδηλωτές σε ρυθμιστές της ζωής των πολιτών!

Το τραγικό είναι ότι πολλοί από τους “καλοθελητές” είχαν χαρακτηρίσει “τραμπουκισμούς” και με άλλα κοσμητικά τους προπηλακισμούς στελεχών της παρα-κομμουνιστικής αριστεράς κατά τη διάρκεια επίσκεψής των, πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Αλλά και εκεί επικρατούσε “αγανάκτηση” και το πλήθος δεν αποτελούσαν αποκλειστικά ρατσιστές ή ακροδεξιοί, αλλά και απλοί πολίτες που υφίστανται τις παντοειδείς αρνητικές επιπτώσεις της εγκατάλειψης της γειτονιάς τους από τις κρατικές και δημοτικές αρχές επί δεκαετίες.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ: Η Νομική μπροστά στη Βιοηθική

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)
(click)


ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Μόνη της η βελτίωση των όρων δανεισμού...

από την Τρόικα δεν θα μας σώσει
("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)


(click)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΕΛΙΝΟΣ: Η διόδιος ακολουθία

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)
 
Πριν από μερικά χρόνια ο Αλέκος Αλαβάνος είχε προσβάλει σε ευρωπαϊκά δικαστήρια τη σύμβαση της “Αττικής Οδού” με το επιχείρημα ότι δεν εφαρμοζόταν στα διόδιά της η αρχή της αναλογικότητάς των διοδίων της προς την απόσταση που κάλυπτε το κάθε όχημα. Το επιχείρημά του ήταν προσχηματικό. Κίνητρό του δεν ήταν να καταγγείλει τα ενιαία διόδια, αλλά να υπονομεύσει την ίδια τη σύμβαση, γιατί γνώριζε (και δεν ήταν δυνατόν να μην το αντιλαμβάνεται) ότι δεν ήταν εφικτή η ανατροπή των όρων της χωρίς κατάρρευσή της. Και αυτό ας μείνει κρατούμενο για τη συνέχεια.
Αν ήταν ειλικρινής θα τα είχε βάλει πρώτα με τα ενιαία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών που υποχρεώνουν τον επιβάτη που παίρνει το τρόλλεϋ στην Πλατεία Κολιάτσου και κατεβαίνει στην Πλατεία Αμερικής να πληρώνει όσο ο επιβάτης που μετακινείται από τη Λαμπρινή ως τον Ερυθρό Σταυρό, ή με τα ενιαία (τότε) διόδια του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας που επιβάρυναν εξίσου αυτόν που έπαιρνε την Εθνική Οδό στην Ελευσίνα και την εγκατέλειπε στα Μέγαρα με αυτόν που έφτανε ως την Κόρινθο. Αλλά αυτές οι “αδικίες” δεν τον προβλημάτιζαν, προφανώς γιατί “εισπράχτορας” ήταν το δημόσιο.
Η πρωτοβουλία του, ωστόσο, έπεσε στο κενό γιατί οι υπηρεσίες που προσέφερε ο (τότε) νεός αυτοκινητόδρομος και η οικονομική ευφορία της εποχής δεν του επιτρέψανε να βρει ανταπόκριση στην κοινωνία.
Το ίδιο ανειλικρινείς είναι και οι επίγονοί του που υποκινούν τις κινήσεις άρνησης καταβολής διοδίων στους νέους ή υπό κατασκευή αυτοκινητοδρόμους. Είναι, όμως, πιο τυχεροί: βρίσκουν ανταπόκριση γιατί η πληρωμή διοδίων είναι πιο επαχθής σε καιρούς οικονομικής κρίσης.
Τα διόδια δεν είναι ούτε κάποια ελληνική πρωτοτυπία, ούτε κάποια τελευταία επινόηση. Όπως και σε πλήθος άλλες χώρες εισπράττονται και στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Μέχρι τώρα δε στα καθ’ημάς “τάιζαν” ένα δημόσιο ταμείο χωρίς εμφανή ανταπόδοση σ’αυτούς που καταβάλλανε το αντίτιμο, αφού μέχρι πρόσφατα δεν τα δικαιολογούσαν ούτε το επίπεδο του οδικού δικτύου, ούτε η συντήρησή του, ούτε κάποια (έστω και στα χαρτιά) επέκταση αυτού. Κι όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν!
Περιέργως πως, αλλ’όχι ανεξήγητα, οι αντιδράσεις ξεκίνησαν μόλις έγινε σαφές και χειροπιαστό ότι τα διόδια θα συμβάλουν στη χρηματοδότηση ενός πλήρους εθνικού δικτύου αυτοκινητοδρόμων, σε εφαρμογή μιας μεθόδου παραγωγής έργων υποδομής, στην οποία προσφεύγουν μέχρι και οικονομικά εύρωστες χώρες για να μην επιβαρυνθούν οι οικονομίες τους με δάνεια. Τότε επιστρατεύτηκαν ως και τα πιο ανερμάτιστα επιχειρήματα για να μην καταβάλλονται διόδια. Όπως το ότι είναι παράλογο επειδή τα έργα δεν έχουν ξεκινήσει ή παραδοθεί – κι όμως δεν τους ενοχλούσε όταν οι οδηγοί πλήρωναν διόδια χωρίς καν να διαφαίνεται προοπτική έργων. Ή το ότι δεν είναι επιτρεπτό να πληρώνουν οι χρήστες ενός δρόμου για κάποιον άλλο που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν – ενώ, στην πραγματικότητα, οι μεν χρήστες πληρώνουν για τη χρήση του δρόμου που χρησιμοποιούν, ενώ το πλεόνασμα των εσόδων διατίθεται για δρόμους, των οποίων η μεν κίνηση δεν επιτρέπει την αυτοχρηματοδότησή των, η δε κατασκευή αφενός μεν εξυπηρετεί αναπτυξιακούς σκοπούς, αφετέρου μεταφέρει πόρους από πιο πλούσιες σε πιο φτωχές περιοχές της χώρας. Και πάει λέγοντας.
Το μόνο επιχείρημα που στέκει είναι ότι κάποιοι πολίτες αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν ένα δρόμο με διόδια χωρίς να διαθέτουν εναλλακτική επιλογή. Αλλά, αυτό ακριβώς το επιχείρημα φέρνει στην επιφάνεια τα ανομολόγητα κίνητρά τους. Αν, όντως, τους ενδιέφεραν αυτοί οι πολίτες, θα ζητούσαν να ληφθεί πρόνοια για να αρθεί αυτή η αδικία (και σε αυτό θα έπρεπε να κατατείνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης και η καλή θέληση των αναδόχων) και όχι να καταργηθούν τα διόδια. Άλλωστε, οι πρώτες οργανωμένες κινητοποιήσεις κατά των διοδίων είχαν ξεκινήσει, με πρωταγωνιστές οργανώσεις του Κ.Κ.Ε., το 2008, δηλαδή πριν από την κρίση, και είχαν στο στόχαστρο έργα που είχαν ολοκληρωθεί και έναντι των οποίων υπήρχαν εναλλακτικές επιλογές!
Για μια ακόμα φορά ο μύχιος στόχος είναι να υπονομευθούν τα έργα και, κυρίως, οι συμβάσεις τους. Το πρόβλημά των υποκινητών των κινητοποιήσεων δεν είναι το – συγκριτικά ακόμα και με άλλες μεσογειακές χώρες φτηνό – διόδια ή κάποιες (θεραπεύσιμες) αδυναμίες, αλλά η αφαίρεση αρμοδιοτήτων από το κράτος, η δυσμενής σύγκριση με το επίπεδο των αντίστοιχων δημοσίων υπηρεσιών και η ανάπτυξη που συνεπάγονται τα έργα. Γιατί έτσι αφενός μεν μειώνεται η δυνατότητα όχλησης/ομηρίας της κοινωνίας από τις συντεχνίες, τις οποίες ελέγχουν και οι οποίες διαφεντεύουν τα κρατικά μονοπώλια, αφετέρου δε στερούνται δύο θεμελιώδη εργαλεία της πολιτικής τους: τον εκθειασμό της υπεροχής της κρατικοποίησης των πάντων και – κυρίως – τη δυνατότητά τους να επενδύουν πολιτικά στην υπανάπτυξη και την εξαθλίωση των συνθηκών διαβίωσης. Οδηγός τους είναι το δόγμα «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» (για τους κομματικούς τους στόχους εννοείται). Σ’αυτό το ξεχαρβάλωμα αποβλέπουν και όλες οι παροτρύνσεις τους για ανυπακοή, απείθεια κ.λπ., όπως η άρνηση πληρωμής εισιτηρίου σε λεωφορεία και μετρό (που λειτουργούν και προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες!), η οποία – και αυτή – έχει τις ρίζες της σε προ “μνημονίου” κινήματα. Άλλωστε, το σήκωμα της μπάρας στους σταθμούς διοδίων και το σφράγισμα των ακυρωτικών μηχανημάτων των εισιτηρίων υπακούουν στην ίδια “φιλοσοφία”.
Πάντως, δεν θα πρέπει να μην αναφερθεί η τεράστια ευθύνη της ηγεσίας (κ.κ. Ρέππας και Μαγκριώτης) του αρμόδιου υπουργείου (Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων) που ρίχνει νερό στο μύλο των κινημάτων κατά των διοδίων. Και οι δύο δεν χάνουν ευκαιρία να ενοχοποιούν για τα προβλήματα τις «συμβάσεις που έχουν υπογραφεί επί υπουργίας Σουφλιά» με διάφορες παραλλαγές του ίδιου μοτίβου, δίνοντας την εντύπωση ότι, αν ήταν στο χέρι τους, οι όροι των συμβάσεων θα ήταν διαφορετικοί. Με αυτόν τον τρόπο περνάνε το μήνυμα ότι και εκείνοι, κατά βάθος, δεν συμφωνούν με τις συμβάσεις.
Είναι, όμως, τουλάχιστον ενοχλητική η εμμονή τους γιατί όπως θα έπρεπε να ήξεραν (και αν δεν το ήξεραν θα έπρεπε να το είχαν εξακριβώσει), όπως και όσα "παπαγαλάκια" αναπαράγουν για τους δικούς του λόγους το καθένα την άποψή του, ότι η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Κατ’αρχάς η άρνηση πληρωμής διοδίων έχει επεκταθεί και σε «συμβάσεις που είχαν υπογραφεί επί υπουργίας Λαλιώτη» και οι οποίες περιέχουν περίπου αντίστοιχες διατάξεις. Δεύτερον, ότι τους νόμους που τις επικύρωσαν τους είχε υπερψηφίσει και το κόμμα τους (και οι ίδιοι δηλαδή), χωρίς να διατυπωθεί η οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξη. Και τούτο διότι οι αρχές, επί των οποίων βασίστηκε η σύνταξη των επίμαχων συμβάσεων «που έχουν υπογραφεί επί υπουργίας Σουφλιά», είχαν διατυπωθεί εδώ και δέκα χρόνια, «επί υπουργίας Λαλιώτη» δηλαδή, ενώ η σύμβαση – φάρος, στην οποία στηρίχτηκαν οι μεταγενέστερες, αφενός μεν συντάχθηκε σε αρχική μορφή «επί υπουργίας Λαλιώτη», αφετέρου σχεδόν οριστικοποιήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές του 2004 «επί υπουργίας Παπανδρέου». Έκτοτε, ιδίως στο θέμα των διατάξεων που διέπουν την επιβολή και είσπραξη διοδίων, μόνο λεπτομέρειες άλλαξαν και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί ο κάθε «Σουφλιάς» δεσμευόταν από τα κείμενα που κληρονόμησε και οποιαδήποτε ουσιώδης αλλαγή θα οδηγούσε σε ακύρωση το σχετικό διαγωνισμό! Οι ίδιες διατάξεις θα ίσχυαν ακόμα και να δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική αλλαγή του 2004.
Ωστόσο, η κύρια ευθύνη του υπουργικού διδύμου δεν είναι τόσο ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά, όσο το ότι εκθέτει τη χώρα και υπονομεύει την αξιοπιστία της σε μια κρίσιμη συγκυρία. Οι εκπρόσωποι του διεθνούς επιχειρηματικού και τραπεζικού δικτύου που εμπλέκονται στις σχετικές συμβάσεις γνωρίζουν πολύ καλά την ιστορία τους και (δεν μπορεί παρά να) κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους για μια χώρα, της οποίας κυβερνητικά στελέχη βάζουν πάνω απ’όλα τις μικροκομματικές σκοπιμότητές τους!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΥΔΟΥΜΗΣ: Το χρέος του Γ. Παπανδρέου

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)
(click)

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Μπάμπης Πρωτοπαπάς - Χαρά ζωής

("ΑΥΓΗ", 26 Ιουνίου 2011)
 
Μια τυπική ημέρα του Μπάμπη στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας ξεκινούσε με το να φύγει πολύ νωρίς από το σπίτι του, να πάει να ανοίξει το οικογενειακό μαγαζί στην οδό Αθηνάς και να το διευθύνει για δύο ώρες, μέχρι να πάρει τη θέση του η μητέρα του, που είχαν αρχίσει να τη βαραίνουν τα χρόνια.
Μετά ανέβαινε τη Γεωργίου Γενναδίου, στα γραφεία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ένωσης (ΣΔΕ), να κάνει τη φασίνα της. Από την αποστολή ανακοινώσεων στις εφημερίδες μέχρι τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων. Την "επαναστατική μικροδουλειά", όπως έλεγε ο Βίκτορ Άντλερ, ο πατέρας της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, αντιδιαστελλόμενος ειρωνικά με τους συντρόφους που συμμετείχαν μόνο στις μεγάλες, επίσημες, πολιτικές πράξεις.Τις πρώτες απογευματινές ώρες πάλευε στο Πρωτοδικείο να σώσει από τη χρεωκοπία έναν αδέκαρο φίλο του, ο οποίος είχε πέσει έξω στις επιχειρήσεις, ενώ ήταν φτιαγμένος για τη συμφωνική μουσική. Κατόπιν πάλι ΣΔΕ, συνεδριάσεις και συγκεντρώσεις μέχρι αργά. 
Αν τελειώναμε κάποτε νωρίτερα, πηγαίναμε σε ταβερνάκι ή στον κινηματογράφο, τον οποίο αγαπούσε εξαιρετικά.
Τις γιορτινές ημέρες κάναμε γλέντια. Στο σπίτι του, όπου οι πέντε αδελφές του και ο μικρότερος αδελφός του συνέβαλλαν πολύ αποφασιστικά, ή σε άλλα σπίτια της παρέας. Ο Μπάμπης ήταν καλός τραγουδιστής και μεγάλος χορευταράς. Παθιασμένος με το τσάρλεστον.
Πίσω από την αυστηρή έκφρασή του της καθημερινότητας, έβραζε η χαρά της ζωής. Με τόση δραστηριότητα και τόση χαρά ζωής είναι περίεργο πώς δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά. Έμεινε δεμένος στην πατρική οικογένεια φροντίζοντας σαν δεύτερος πατέρας όλα τα μέλη της. Και σε μια ευρύτερη οικογένεια, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού -μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ήταν μειλίχιος και συμβιβαστικός με αυτούς με τους οποίους συνεργαζόταν. Για την επιτυχία της προσπάθειας πρόβαλλε πάντοτε στην πρώτη θέση έναν άλλον -την Αγνή Ρουσοπούλου στην προεδρία του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου, τον Στρατή Σωμερίτη στην προεδρία της ΣΔΕ, τον Γεώργιο Μαγκάκη στην "Πρωτοβουλία για Δημοκρατία και Σοσιαλισμό"- και αυτός ζωνόταν την "επαναστατική μικροδουλειά". Ασυμβίβαστος ήταν μόνο με τον εαυτό του και στη διάθεση των φυσικών του δυνάμεων για τις ιδέες και τις αξίες του.
Όταν επί χούντας άρχισε να ξηλώνεται η Δημοκρατική Άμυνα, στην οποία είχε ενταχθεί, οι αστυνομικοί ανέβηκαν μια νύχτα στο πλυσταριό της οικογενειακής κατοικίας του στην οδό Φαναριωτών και τον πήραν σηκωτό. Πήγαν και στο δικηγορικό γραφείο του, στην οδό Μαυρομιχάλη, και έκαναν φύλλο και φτερό τα βιβλία του για να βρουν αποκαλυπτικά έγγραφα. Δεν βρήκαν τίποτα, γιατί ο Μπάμπης είχε τηρήσει προσεκτικά τους συνωμοτικούς κανόνες. Στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας τον υπέβαλαν σε άγρια βασανιστήρια. Φάλαγγα, εικονική εκτέλεση, στέρηση τροφής και νερού. Δεν έδωσε κανένα όνομα...
Όταν κάποτε επικοινώνησε με τη μητέρα του -υπό την επίβλεψη ασφαλιτών- την ρώτησε με υπονοούμενα τι γίνομαι. Είχαμε ήδη συνεννοηθεί με τον Πίτερμαν, τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όταν ήρθε με κλιμάκιό της στην Αθήνα λίγο μετά τη δικτατορία για να παρέμβει υπέρ των κρατουμένων, να βγω στο εξωτερικό για να κάνω, με τη στήριξη της Διεθνούς, αντιδικτατορική προπαγάνδα.
Με τη σύλληψη του Μπάμπη έκρινα πως δεν έπρεπε πλέον να αναβάλλω την αναχώρησή μου -και χάρις στο ότι δεν έδωσε κανένα όνομα όταν τον βασάνιζαν-, πέτυχα να φύγω χωρίς να με σταματήσουν. Η μητέρα του στη συνάντηση τού το είπε, πάλι με υπονοούμενα, και ο Μπάμπης την κοίταζε με ανακούφιση.
Πέραν από αλλεπάλληλες δίκες και καταδίκες. Στις φυλακές του Κορυδαλλού ένα αποήμερο αρρώστησε βαριά (ως συνέπεια, πιστεύω, των κακουχιών που είχε υποστεί) και οι δεσμοφύλακες αρνούνταν να τον στείλουν στο απέναντι νοσοκομείο. Οι άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι σήκωσαν τη φυλακή στο πόδι. Ο Μπάμπης μεταφέρθηκε τελικά στον Ευαγγελισμό -που δεν ήταν νοσοκομείο κρατουμένων-, χωρίς να υπογράψει αίτηση για ανήκεστο βλάβη.
Από τη Βιέννη ήρθε σταλμένος από τη Σοσιαλιστική Διεθνή ειδικός γιατρός για να δώσει συμβουλές για τη θεραπεία του. Η Σοσιαλιστική Διεθνής τον είχε κάνει ήδη εμβληματικό ήρωά της. Είχα την αλησμόνητη εμπειρία να δω σε συνέδριο της Διεθνούς όλους τους συνέδρους να σηκώνονται και να χειροκροτούν όταν λέχθηκε το όνομά του.
Μετά το Κίνημα του Ναυτικού, όταν το χουντικό καθεστώς προσπάθησε να ανασυνταχθεί και έδωσε αμνηστία, ο Μπάμπης πήρε διαβατήριο και βγήκε στο εξωτερικό. Γύρισε διάφορες πρωτεύουσες, μίλησε σε συγκεντρώσεις, έδωσε συνεντεύξεις και συζητούσε με την ηγεσία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς για τον αγώνα που θα δινόταν στην "ελεγχόμενη δημοκρατία" των Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη.
Με το πραξικόπημα, όμως, του Ιωαννίδη αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να επιστρέψει. Για ένα διάστημα συγκατοίκησε μαζί μου στο διαμέρισμα τού ενός δωματίου, που μου είχε διαθέσει ο Δήμος της Βιέννης. Πέρασε πάλι από νοσοκομείο, γιατί η υγεία του παρέμενε πλέον πάντοτε επιβαρυμένη. Κατόπιν μια παρέα νεαρών Αυστριακών σοσιαλιστών, των οποίων είχε γίνει ίνδαλμα για την αγωνιστική του ιστορία, τον εγκατέστησαν στο κοινόβιό τους και απολάμβαναν τη χαρούμενη διάθεσή του, μέχρι που έπεσε η δικτατορία.
Από τότε που γνώρισα τον Μπάμπη, στις αρχές της δεκαετίας του '50, μέχρι τέλους κινηθήκαμε στους ίδιους ή σε πολύ κοντινούς δρόμους. Όταν βρεθήκαμε πάλι μαζί στο ΚΟΔΗΣΟ το 1979, ήταν στην ιδρυτική παρέα του Κέντρου Σοσιαλιστικών Μελετών, της ομάδας εργασίας για την ιδεολογική διάσταση του κόμματος.
Στις πολλές δεκαετίες της φιλίας μας υπήρξαμε μεγάλα διαστήματα απόλυτα ομόγνωμοι, κατά εποχές όμως είχαμε σοβαρές πολιτικές διαφωνίες. Η φιλία μας δεν κλονίστηκε ποτέ. Ήταν κάτι παραπάνω από συγγένεια.
Συνοψίζοντας τη ζωή του Πρωτοπαπά, σημειώνω ότι ήταν σοσιαλιστής, δημοκράτης και πατριώτης.
Για τη σοσιαλιστική πορεία του έγραψα αρκετά. Για τη δημοκρατική υφή της προσωπικότητάς του, θέλω να προσθέσω, ότι, όταν τον Δεκέμβριο του 1944 πήγε η ΟΠΛΑ σπίτι του να τον συλλάβει και δεν τον βρήκε, ο Μπάμπης δεν κατέφυγε στη "Σκομπία" να περιμένει αστράτευτος, μια και ήταν αγύμναστος, μέχρι να τελειώσει το κίνημα. Κατατάχθηκε εθελοντής στον στρατό για να πολεμήσει την απειλή μιας σταλινικής δικτατορίας.
Για τον πατριωτισμό του σημειώνω ότι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του '50 ξεκίνησε ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, εντάχθηκε -καίτοι είχε αρχίσει να μετρά το όνομά του στην πολιτική- σαν απλό στρατιωτάκι σε μια οργάνωση υποστήριξης του κυπριακού αγώνα.
Καθ' όλα άξιος για μια τέτοια ζωή, περιβλήθηκε το φέρετρό του την ελληνική σημαία, στρατιωτικό απόσπασμα απέδωσε τιμές στην εκφορά του, πάνω από τον τάφο του ήχησε η σάλπιγγα και έπεσαν ριπές πυροβολισμών. Και ομολογώ ότι για πρώτη φορά αισθάνθηκα μια συμπάθεια για την παρούσα κυβέρνηση που του απέμεινε αυτές τις τιμές.