Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Πόλεμος ὅλων ἐναντίον ὅλων

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)

Οἱ ἀπεργίες ἔχουν γίνει ἐνδημικές. Σταμάτησαν γιά λίγο μέσα στήν ἀναμονή τῆς μετάβασης ἀπό Παπανδρέου εἰς Παπαδῆμο, ἀλλά τώρα μέ τά νέα μέτρα προβλέπεται νά ἐπαναληφθοῦν σέ μεγαλύτερη ἔνταση.
Φυσικό εἶναι μέσα στήν δεινή οἰκονομική κρίση νά προσπαθοῦν νά ὑπερασπισθοῦν τό βιοτικό τους ἐπίπεδο οἱ διάφορες ὁμάδες μέ ἀπεργίες. Ἀλλά κάθε μία ἀπό αὐτές γιά νά διεκδικήσει τίς ἀνάγκες της πλήττει τίς ἀνάγκες μιᾶς ἄλλης. Ὅταν ἀπεργοῦν οἱ ναυτεργάτες, δέν μποροῦν νά φέρουν τά προϊόντα τους στήν μεγάλη ἀγορά οἱ ἀγρότες. Ὅταν ἀπεργοῦν οἱ τραπεζικοί ὑπάλληλοι, οἱ καταθέτες δέν ἔχουν πρόσβαση στά χρήματά τους. Ὅταν ἀπεργοῦν οἱ δάσκαλοι, καθυστερεῖ ἡ ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν. Ὅταν ἀπεργοῦν οἱ ἐφοριακοί, τό κράτος δέν πληρώνει τούς μισθούς. Ὅταν ἀπεργοῦν οἱ γιατροί ὑποφέρουν οἱ ἄρρωστοι.
Τελικά, τήν ἀπερχία τήν πληρώνει τό σύνολο μέ τό νά ἀργεῖ ὁ παραγωγικός μηχανισμός καί νά μήν παράγει κατά τήν διάρκεια της. Τό κόστος της εἶναι διπλό, ὅταν καταβάλλονται στούς ἀπεργούς οἱ ἀποδοχές τοῦ χρόνου πού δέν ἐργάζονταν, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει τά τελευταῖα χρόνια.
Τό δικαίωμα τῆς ἀπεργίας ἔχει νομιμοποιηθεῖ στόν δυτικό κόσμο ὡς τρόπος ὑπεράσπισης τῶν συμφερόντων μιᾶς ὁμάδας ἐργαζομένων πού δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά ὑπερασπισθεῖ ἀλλοιῶς. Ὅπως ἔχουν ὅμως τώρα τά πράγματα σέ μᾶς, οἱ ἀπεργίες εἶναι καταστροφικές, γιατί ἐμποδίζουν τήν αὔξηση τῆς παραγωγῆς μας. Τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει ἀπό τό χάος, παρά τό νά παράγουμε περισσότερα καί φθηνότερα καί νά τά πουλᾶμε στούς ξένους καί νά εἰσάγουμε ἀπό αὐτούς λιγώτερα. Ἡ ἀπεργία αὐτήν τήν ἐποχή ἀποτελεῖ ἔγκλημα ἐναντίον τοῦ λαϊκοῦ συνόλου καί θά ἔπρεπε μιά ἱκανή καί ἰσχυρή κυβέρνηση νά τήν ἀπαγορεύσει.
Πῶς ὅμως ἀπό τήν μεριά τους νά συναινέσουν οἱ διάφορες ὁμάδες τῶν ἀπεργῶν στήν ἀναστολή τοῦ δικαιώματος των νά ἀπεργοῦν, ὅταν βλέπουν κόμματα, πολιτικούς ἀρχηγούς, ὑπουργούς καί βουλευτές νά μήν ἔχουν τό νοῦ τους στό καράβι πού βουλιάζει καί νά κυττάζει ὁ καθένας νά προωθήσει τό ἀτομικό του συμφέρον;
Βρισκόμαστε σέ ἕναν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων.

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Μια διαφορετική “αθηναϊκή τριλογία”

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)

Ερώτηση: - Τι κάνουν τρεις οργανισμοί και τρία ιστορικά αθηναϊκά κτήρια;
Απάντηση: - Τρεις παράλληλες “πονεμένες” ιστορίες!
Οργανισμός πρώτος: το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, ένα πάλαι ποτέ κάτι παραπάνω από εύρωστο ταμείο, το οποίο, είναι αλήθεια, το έφεραν σε δύσκολη θέση, μεταξύ άλλων, και κυβερνητικοί χειρισμοί πριν από κάπου είκοσι πέντε χρόνια. Μόνιμα, έκτοτε, είναι στη γύρα με το χέρι προτεταμένο σε αναζήτηση ενίσχυσης από τα κρατικά ταμεία για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους ασφαλισμένους του.
Οργανισμός δεύτερος: ο Οργανισμός Σχολικών Κτηρίων, μία ανώνυμη εταιρεία του ελληνικού δημοσίου, η οποία, με κρατική χρηματοδότηση, μεριμνά για τη στέγαση των σχολείων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, επειδή το κρατικό θησαυροφυλάκιο αποδείχθηκε “Πίθος των Δαναΐδων”, πρόσφατα άρχισε απ’τη μια να γλυκοκοιτάζει τα “όβολα” του ιδιωτικού τομέα και από την άλλη να “σφίγγει το ζωνάρι του” (συγχωνεύοντας και συστεγάζοντας σχολικές μονάδες).
Οργανισμός τρίτος: το Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το αρχαιότερα και μεγαλύτερο ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Χρηματοδοτείται κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό, του οποίου, όπως αποδείχθηκε τελευταία, οι δαπάνες για την ανώτατη παιδεία είναι, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., από τις μεγαλύτερες τις Ευρώπης, χωρίς τα ανάλογα αποτελέσματα σε εκπαιδευτικό έργο.
Τους οργανισμούς τους συνδέει ένα κοινό χαρακτηριστικό: και οι τρεις, ως “κουτσοί και στραβοί” του λαϊκού αποφθέγματος, προσφεύγουν στον “Άγιο Παντελεήμονα” του κρατικού κορβανά!
Κτήριο πρώτο: η Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου στη συμβολή των Οδών Πατησίων & Σκαραμαγκά. Πολυώροφο διατηρητέο κτήριο του μεσοπολέμου, στο οποίο το γεγονός ότι αποτέλεσε την επί οκταετία αθηναϊκή εστία της Μαρίας Κάλλας δίνει μια ιδιαίτερη ιστορική αίγλη και τη δυνατότητα να αποτελέσει – μέρος του τουλάχιστον – διεθνή πόλο έλξης τουριστών, με την κατάλληλη διαμόρφωση και προβολή φυσικά.
Κτήριο δεύτερο: η Βίλλα Αμαλία στη διασταύρωση των Οδών Χέυδεν και Αχαρνών. Προπολεμικό διατηρητέο και ιστορικό για την πόλη κτίσμα, καθώς φιλοξένησε για χρόνια το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων, από το οποίο αποφοίτησαν πολλές προσωπικότητες.
Κτήριο τρίτο: το πολυώροφο κτίριο στη συμβολή των Οδών Λέλας Καραγιάννη (πρώην Λήμνου) και Ιωάννου Δροσοπούλου. Πολυώροφο διατηρητέο κτήριο του μεσοπολέμου, ιδιαίτερα επιβλητικό λόγω της πανταχόθεν ελεύθερης δόμησής του.
Τα τρία κτήρια τα συνδέουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
α) Όλα έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια στην τύχη τους.
β) Ωστόσο, λόγω του μεγέθους των δεν είναι μόνο διατηρητέα, αλλά και διατηρήσιμα. Διαθέτουν, δηλαδή, τον ελάχιστο κρίσιμο όγκο που επαρκεί για να “ζωντανέψουν” ακόμα και χωρίς επιδοτήσεις και άλλες ελεημοσύνες.
γ) Όλα βρίσκονται στο έλεος “καταληψιών”, το πρώτο από το 2009, το δεύτερο από το 1990 και το τρίτο από το 1988! Μάλιστα, κατά καιρούς οργανώνονται και γιορτές για την επέτειο της “κατάληψής” των!
Μ’άλλα λόγια, συνθέτουν μια διαφορετική παραμελημένη “τριλογία” σε σχέση με την εμβληματική αρχιτεκτονική τριλογία της πρωτεύουσας (Ακαδημία – Πανεπιστήμιο – Βιβλιοθήκη).
Τους τρεις οργανισμούς τους συνδέει με τα τρία κτήρια το ιδιοκτησιακό καθεστώς: το πρώτο κτήριο ανήκει στον πρώτο οργανισμό, το δεύτερο στον δεύτερο και το τρίτο στον τρίτο. Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά στο καταπληκτικό φαινόμενο κρατικοδίαιτοι οργανισμοί να μην αξιοποιούν “φιλέτα” (κατά τον δημοσιογραφικό χαρακτηρισμό του συρμού) της ακίνητης περιουσία τους!
Και δεν είναι οι μοναδικές περιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες “καταλήψεις” τόσο στο κέντρο της πόλης, όσο και στα περίχωρά της. Αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Με τη φοβική αβουλία του κράτους, την ψοφοδεή σιωπή (αν όχι “αβάντα”) της κυρίαρχης ψευτο-διανόησης, την ηθική (και υλική;) συμπαράσταση μιας “αριστεράς” που δυσφημεί την αριστερά και την αμήχανη απραγία των ιδιοκτητών τους. Οι τελευταίοι, βέβαια, είναι οι πιο δικαιολογημένοι, καθώς θα ήταν παράλογο να τους ζητήσει κανείς να αναλάβουν κάποια πρωτοβουλία, αν δεν είναι δεδομένη η συμπαράσταση του κράτους και η προστασία των δυνάμεων ασφαλείας.
Ωστόσο, αυτή η εν τοις πράγμασι αδυναμία τους δεν νομιμοποιεί απόλυτα την πρόθεση του Προέδρου του Ν.Α.Τ. να διαπραγματευθεί με τους “καταληψίες”, όπως δήλωσε λίγο μετά την προσωρινή απελευθέρωση της Πολυκατοικίας Παπαλεονάρδου στις 29 Ιουλίου από την Αστυνομία. Γιατί η επίδειξη τόσης ενδοτικότητας θα “νομιμοποιήσει” τις διαπραγματεύσεις με κάθε παραβάτη του νόμου και θα ενθαρρύνει την κάθε λογής παραβατικότητα.
Όταν επικρατεί ένα τέτοιο κλίμα, δεν είναι τυχαίο ότι τη γενικευμένη υποχωρητικότητα των αρχών και την αδιαφορία για τους περίοικους εκμεταλλεύονται, φρονίμως ποιούντα για την πάρτη τους, τα ακροδεξιά στοιχεία.
Μήπως, λοιπόν, θα ήταν σκόπιμο την επόμενη φορά που οι εργατοπατέρες των ναυτεργατών κλείσουν λιμάνια, δρόμους και ο,τιδήποτε άλλο για τα αιτήματά τους, να τους ζητηθεί να απαλλάξουν την περιουσία του ταμείου τους από τα παρείσακτα στοιχεία και να την εκμεταλλευτούν; Και να συσταθεί στους “φοιτητοπατέρες” να πράξουν τα ανάλογα, μόλις ξαναζητήσουν περισσότερα κονδύλια για την Παιδεία; Και να παρακινηθούν οι διάφοροι τοπικοί σύλλογοι, που ζητάνε νέα σχολικά κτήρια, να πιέσουν για το εξωπέταγμα των “τρωκτικών” που ρημάζουν το βιός του οργανισμού που τα φτιάχνει;
Μήπως, τέλος, θα ήταν επίσης σκόπιμο να εξηγήσουν οι αρμόδιοι ποιοι επιβαρύνονται, σε εποχές κρίσης και λιτότητας, το κόστος των παροχών των οργανισμών κοινής ωφέλειας (φως και νερό) σε όλα αυτά τα “ευαγή ιδρύματα”;

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Ναυσιπλοΐα μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)

Ἀπό μῆνες ἔθελγε τήν σκέψη τοῦ κ. Παπανδρέου ἡ ἰδέα ἑνός δημοψηφίσματος. Ὁ κ. Παπανδρέου δέν ἔχει ἱκανότητα στήν διακυβέρνηση, ἀλλά εἶναι ὑψηλῆς ἐπίδοσης δημοσιοσχεσίτης. Ἰδιαίτερα δέ στήν ἐπικοινωνία του μέ τήν κοινή γνώμη, τήν ὁποία βομβαρδίζει τακτικά μέ νέες ἐντυπώσεις.
Ἔτσι μιλοῦσε γιά ἕνα δημοψήφισμα σχετικά μέ μιά συνταγματική μεταρρύθμιση πρός ἐκσυγχρονισμό τοῦ δημόσιου βίου. Τώρα, τό πῶς θά μποροῦσαν τά πολυσχιδῆ θέματα τῆς συνταγματικῆς ρύθμισης νά ἀποκρυσταλλωθοῦν σέ συγκεκριμένα ἐρωτήματα καί τί ἀξία θά εἶχε θεσμικά τό ἀποτέλεσμα, εἶναι ἄλλη ὑπόθεση.
Τήν Κυριακή 30 Ὀκτωβρίου, ἔχοντας τήν ἀνάγκη νά ἀναβαπτισθεῖ στήν κοινή γνώμη, ἔπειτα ἀπό τόν καταεξευτελισμό τοῦ κράτους στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τῶν προηγούμενων ἡμερῶν, ἀνακοίνωσε, ὅτι θά κάνει δημοψήφισμα γιά τίς σχέσεις μας μέ τήν Εὐρώπη. Προκειμένου νά ἐγκριθεῖ ἀπό τόν λαό ἡ συμφωνία τήν ὁποία ἔκλεισε μέ τούς ἑταίρους μας στίς 26 Ὀκτωβρίου. Δημιούργησε ἔτσι θέμα κύρους τῆς συμφωνίας. Ὅτι αὐτά πού εἶχε συνομολογήσει δέν ἐδέσμευαν τήν χώρα μας, ἀφοῦ ὁ λαός θά μποροῦσε νά μήν τά ἐγκρίνει.
Ἀπό εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς τήν ἔκπληξη ἀκολούθησε ἀμέσως ἀγανάκτηση γιά τό περιεχόμενο της. Ἄν ὅσα συμφώνησε ἡ ἑλληνική κυβέρνηση, μποροῦσε νά ἀπορρίψει ὁ ἑλληνικός λαός, γιά τήν συνέχιση τῆς δανειοδότησης θά ἔπρεπε νά γίνει καινούργια διαπραγμάτευση. Μεταξύ δέ τῶν εὐρωπαίων ὑπάρχουν ἀρκετοί, πού θεωροῦν ὅτι ἡ Ἑλλάς τούς στοιχίζει πολύ ἀκριβά καί χρειάζεται νά σταματήσει ἡ στήριξή της.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συνάντησης τῶν G 20 στίς Κάννες, κάλεσαν τόν κ. Παπανδρέου οἱ προεξάρχοντες τῆς ὁμάδας τοῦ εὐρώ, Μέρκελ καί Σαρκοζύ, νά σπεύσει ἐκεῖ γιά ἐξηγήσεις, στήν πραγματικότητα γιά νά τοῦ ὑπαγορεύσουν τήν ἀλλαγή τῆς ἀπόφασης του. Τό τί ἐλέχθηκε ἀκριβῶς στίς ἰδιαίτερες συζητήσεις τους μ’αὐτόν, δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε. Ἡ ἀναστάτωση ὅμως στίς κυβερνήσεις τοῦ εὐρώ, στήν εὐρωπαϊκή κοινή γνώμη, στά χρηματιστήρια καί στίς παγκόσμιες ἀγορές ἦταν ἤδη συγκλονιστική. Ὁ κ. Παπανδρέου γύρισε ἀπό τίς Κάννες μέ τροποποιημένο τό ἐρώτημα τοῦ δημοψηφίσματος – εἶπε ὅτι αὐτό θά εἶναι «εὐρώ ἤ δραχμή» - διαμαρτυρούμενος ὅμως ὅτι ἡ πρώτη διατύπωσή του ἦταν ἐκείνη πού ἀνταποκρινόταν στήν κατάσταση, καί ὅτι ἡ δεύτερη ἦταν προϊόν ἀνάγκης νά μήν συγκρουσθεῖ μέ τήν Τρόϊκα.
Ἤδη πρίν ἀπό τίς συζητήσεις του στίς Κάννες, μέσα στό ΠΑΣΟΚ εἶχε ἐκδηλωθεῖ ζωηρότατη ἀντίδραση κατά τοῦ δημοψηφίσματος. Ὁ κυριώτερος συνεργάτης του στήν οἰκονομική πολιτική, ὁ κ. Βενιζέλος ἄφησε ἀδιάψευστες τίς πληροφορίες, ὅτι εἶχε ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ πρωθυπουργοῦ. Ἀπό τούς ὑπουργούς ὁ κ. Λοβέρδος ἐξέφρασε ἔντονη διαφωνία στό ἔκτακτο ὑπουργικό συμβούλιο πού εἶχε γίνει τήν 1η Νοεμβρίου, ἐνῶ καί οἱ κ.κ. Διαμαντοπούλου καί Ραγκούσης ἐκφράστηκαν καί αὐτοί ἀρνητικά. Ἀπό 6 μέλη τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου τοῦ ΠΑΣΟΚ, στενούς συνεργάτες τοῦ κ. Σημίτη ὅταν ἦταν πρωθυπουργός, τούς κ. Γ. Θωμᾶ, Εὐ. Μαλέσιο, Στ. Μανίκα, Δ. Μπατζελῆ, Γ. Νικολάου καί Μ. Σταυρακάκη, κυκλοφόρησε ἐπιστολή γιά τήν ἀνάγκη νά φύγει αὐτή ἡ κυβέρνηση γιατί ἡ πολιτική της «δημιουργεῖ ἀπραξία». Παρόμοιες ἀντικυβερνητικές δηλώσεις ἐκαναν καί ἄλλοι βουλευτές τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ἡ ἐντυπωσιακότερη ἐκδήλωση, ἦταν τῆς πρώην ὑφυπουργοῦ κ. Μιλένας Ἀποστολάκη, ἡ ὁποία ἀνεξαρτητοποιήθηκε περιορίζοντας στά 152 τά μέλη τῆς κοινοβουλευτικῆς ὁμάδας τοῦ ΠΑΣΟΚ.
Ἡ μεταστροφή τῆς Νέας Δημοκρατίας
Ἀπό τήν ἀντιπολίτευση ἐπαναλήφθηκαν, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, οἱ ἀξιώσεις γιά ἐκλογές. Ὁ κ. Σαμαρᾶς εἶπε, ὅτι θά ἀναλάβει πρωτοβουλίες γιά νά ἀποτρέψει πάση θυσία τήν διεξαγωγή τοῦ δημοψηφίσματος. Δήλωσε ὅμως τήν ἑπομένη, ὅτι τό κόμμα του δέν εἶναι κατά τῆς δανειακῆς σύμβασης - ἀλλά μόνο κατά τῶν οἰκονομικῶν μέτρων πού τήν συνοδεύουν. Καί ἀπό ἐκεῖ ἄρχισε μιά ἐντυπωσιακή μεταστροφή τῆς Νέας Δημοκρατίας. Ὁ κ. Σαμαρᾶς δέχθηκε νά στηρίξει μαζί μέ τό ΠΑΣΟΚ μιά προσωρινή μεταβατική κυβέρνηση μέ πρόσωπα κοινῆς ἀποδοχῆς, ὥστε ἀφοῦ ἐξασφαλισθοῦν συνθῆκες ὁμαλότητας καί ψηφισθεῖ ἡ δανειακή σύμβαση γιά νά ξεμπλοκαριστεῖ ἡ ἕκτη δόση, νά προκηρυχοῦν πρόωρες ἐκλογές.
Ἔτσι ὅμως ἄνοιξε τό δρόμο μιᾶς μακρότερης συγκυβέρνησης μέσω ἀντιπροσώπων, γιατί ἡ νέα δανειακή σύμβαση δέν φαίνεται νά μπορεῖ νά ἑτοιμαστεῖ ἀπό τήν Τρόϊκα μέσα σέ ἕξι ἑβδομάδες. Ἴσως μάλιστα, καθώς οἱ δανειστές μας βάζουν τό βάρος τῆς ἐπιδίωξης τους στήν προσέγγιση τῶν ἀντιλήψεων τῶν δύο μεγάλων κομμάτων, διά μιᾶς ἠθελημένης ἐπιβράδυνσης τῆς σύνταξης τῶν παραρτημάτων καί τῶν κωδικῶν τῆς σύμβασης, νά μεθόδευαν τήν καθυστέρηση τῶν ἐκλογῶν. Γιά νά παραταθεῖ ἡ συγκυβέρνηση.
Ὁ θρίαμβος τοῦ Γ. Παπανδρέου
Ἡ τριήμερη συζήτηση γιά τήν παροχή ψήφου ἐμπιστοσύνης πρός τήν κυβέρνηση, τήν ὁποία εἶχε ζητήσει ὁ πρωθυπουργός προτοῦ αἰφνιδιάσει τόν κόσμο μέ τήν δήλωση γιά τό δημοψήφισμα, ξεκίνησε τήν Πέμπτη 3 Νοεμβρίου, σέ ἀτμόσφαιρα μεγάλης ἀβεβαιότητας.
Εἶχε προηγηθεῖ νέα ἔκτακτη συνεδρίαση τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου καί κατόπιν συνεδρίαση τῆς κοινοβουλευτικῆς ὁμάδας. Σ’αὐτήν ἡ κ. Ἄννα Διαμαντοπούλου κατηγόρησε τόν κ. Παπανδρέου, ὅτι ἀποσιώπησε τίς δεσμεύσεις πού εἶχε ἀναλάβει στό ὑπουργικό συμβούλιο. Καί ἡ κ. Βάσω Παπανδρέου εἶπε πρός τόν πρωθυπουργό «Λυπᾶμαι γιατί ἔχετε πλήρη ἄγνοια τῆς κατάστασης στήν ὁποία ἔχετε φέρει τή χώρα. Περίμενα σήμερα τήν παραίτηση τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου, λυπᾶμαι γιά τήν παράταξη, λυπᾶμαι γιά τή χώρα». Προηγουμένως εἶχε ἀνεξαρτητοποιηθεῖ ἡ κ. Εὔα Καϊλῆ καί ἡ δήλωση τῶν κ.κ. Ἕλενα Παναρίτη καί Σ. Μερωνίτη, ὅτι δέν θά δώσουν ψῆφο ἐμπιστοσύνης.
Ρητή ἀνάκληση τῆς ἀπόφασης γιά τό δημοψήφισμα δέν ἔκανε στήν κοινοβουλευτική ὁμάδα ὁ κ. Παπανδρέου. Ἄφησε νά τό δηλώσει μέ παρέμβασή του ὁ ἀντιπρόεδρος τῆς κυβερνήσεως κ. Βενιζέλος. Πάντως αὐτό περιόρισε τήν ἔνταση μέσα στήν κοινοβουλευτική ὁμάδα, χωρίς ὅμως νά ἐξαφανίσει τήν δυσπιστία πρός τό πρόσωπο τοῦ ἀρχηγοῦ.
Στήν συζήτηση πού ξεκίνησε μέσα στή Βουλή γιά τήν ψῆφο ἐμπιστοσύνης ὁ κ. Σαμαρᾶς ἔκρινε σκόπιμο νά τονίσει τίς διαφορές του μέ τήν ἄποψη τοῦ ΠΑΣΟΚ ὡς πρός τήν κυβέρνηση πού θά ὑπογράψει τή νέα δανειακή σύμβαση. Κατόπιν χωρίς νά ἐξηγήσει τό λόγο πῆρε τήν ὁμάδα του καί ἔφυγαν ἀπό τήν αἴθουσα. Ἄφησε λοιπόν διόμισυ βράδια τόν κ. Παπανδρέου νά ἁλωνίζει. Ὀλέθριο σφάλμα.
Ὁ κ. Παπανδρέου καί οἱ φίλοι του ἀκούγονταν συνεχῶς. Ἡ Ν.Δ. δέν ἀπαντοῦσε. Ὁ κ. Παπανδρέου ἔπλεξε τό ἐγκώμιο του, τῆς οἰκογένειάς του καί τῶν ἐπιτευμάτων τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ὡς πρός τά τελευταῖα ἦταν σάν νά μιλοῦσε γιά τήν κυβέρνηση μιᾶς ἄλλης χώρας. Ἀναρρίπησε τό φιλότιμο τῶν βουλευτῶν του γιά ὅσα ἔκανε τό κόμμα τους ἀπό τότε πού ξεκίνησε καί ὑπενθύμισε τήν ἀποστασία τοῦ 1965, μέ τήν ἔμμεση ἀπειλή τῆς ρετσινιᾶς της γιά ὅσους τόν καταψηφίσουν. Φάνηκε πρόθυμος νά ἀμνηστεύσει ὅσους τόν εἶχαν κατακρίνει τίς τελευταῖες μέρες.
Ἀπουσιάζοντας ὁ κ. Σαμαρᾶς μέ τούς ὀπαδούς του μέχρι τήν στιγμή τῆς ψηφοφορίας, ἔχασε τήν δυνατότητα νά ἀναθερμάνει τίς ἀντιρρήσεις τριῶν τουλάχιστον πασοκικῶν βουλευτῶν, γιά νά μήν πάρει ἡ κυβέρνηση τίς 151 ψήφους καί νά πέσει. Ἄν εἶχε ἀλλάξει τήν ἀτμόσφαιρα μέ μιά φιλική στάση πρός τήν ἄλλη πλευρά - ὑπάρχουν ἄλλωστε πολλές ὑπηρεσίες πού ἔχει προσφέρει στόν τόπο ὁ κόσμος τοῦ Κέντρου – θά ἀποκτοῦσε τόν ἀέρα τῆς νίκης στήν ψηφοφορία καί θά ἔκανε νά συνταχθοῦν μαζί του ἡ κ. Ἔλσα Παπαδημητρίου καί ἡ κ. Μιλένα Ἀποστολάκη πού ἀπεῖχαν. Ἔτσι δέν θά ἔπεφτε ἁπλῶς ὁ κ. Παπανδρέου, ἀλλά ὁ κ. Σαμαρᾶς θά ἔπαιρνε σέ μερικές ἡμέρες διερευνητική ἐντολή σχηματισμοῦ κυβέρνησης.
Μέ τήν ἀναγγελία, ὅτι ἡ κυβέρνηση πῆρε 153 ψήφους, ἡ πλειοψηφία τῆς Βουλῆς ἐπεφύλαξε ἕναν θρίαμβο μέ διάρκεια ἄνευ προηγουμένου στόν ἀρχηγό της. Χειροκροτήματα, ἀγκαλιές κάι ἀσπασμοί πρός ἀπόδειξιν, ὅτι τό «ΠΑΣΟΚ εἶναι ἐδῶ, ἑνωμένο δυνατό».
Τά μετέπειτα
Μετά τήν ἐφιαλτική ἑβδομάδα τῆς ἀναγγελίας δημοψηφίσματος, τοῦ ἐξοργισμοῦ τῶν ἑταίρων μας, τῆς ἀναστάτωσης τῶν χρηματιστηρίων, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ περιεχομένου τοῦ δημοψηφίσματος καί τῆς ἄνοστης συζήτησης στήν Βουλή, ἡ κοινή γνώμη περίμενε τό Σάββατο, ὅτι οἱ ἀρχηγοί τῶν δύο μεγάλων κομμάτων θά συναντιόντουσαν γιά νά συμφωνήσουν γιά τήν νέα κυβέρνηση. Ὄχι πώς θά μᾶς ἔβγαζε ἀπό τόν κατήφορο, ἀλλά πώς θά ἔκανε τήν πτώση λιγώτερο ὀδυνηρή.
Οἱ κ.κ. ἀρχηγοί δέν ἐπείγονταν νά συναντηθοῦν. Λίγες οἱ ἄμεσες ἐπαφές τους καί συνεχεῖς διαπραγματεύσεις μέσω ἀντιπροσώπων. Ὁ καθένας ἀπό τούς δύο ἀρχηγούς βρέθηκε ἀνάμεσα σέ μιά ὁμάδα ὀπαδῶν του πού ἤθελε τήν συγκυβέρνηση καί σέ μιά ἄλλη πού τήν ἀπέρριπτε. Ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν γιά τίς καρέκλες τους. Στό παιγνίδι τους ἐμπλέχθηκε καί ὁ πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας.
Ἐντωμεταξύ τήν πρώτη ἀνακούφιση τῆς Τρόϊκας, ὅτι εἶχε ἀποφασισθεῖ ἡ συγκυβέρνηση, ἀκολούθησε νέο ξέσπασμα ὀργῆς της γιά τήν καθυστέρηση. Προστέθηκε καί ἡ αὔξηση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης στήν Ἰταλία καί δυνάμωσαν οἱ φωνές γιά τήν ἀπεμπλοκή τῆς Ε.Ε. ἀπό τήν Ἑλλάδα.
Τά μέσα ἐνημέρωσης ἔφεραν στό προσκήνιο τό ὄνομα τοῦ κ. Παπαδήμου. Καλλίτερη ἐπιλογή γιά τό πρόσωπο τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς μεταβατικῆς ἤ κυβέρνησης συνεργασίας ἤ ὅπως ἀλλοιῶς τήν ποῦμε δέν μποροῦσε νά ὑπάρξει. Ὁ κ. Λουκᾶς Παπαδῆμος, ὡς πρώην διοικητής τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος καί ἀντιπρόεδρος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κεντρικῆς Τράπεζας ἔχει ἀποδείξει καί μεγάλη διοικητική ἱκανότητα καί ἀποκτήσει τεράστια πείρα τῶν διεθνῶν οἰκονομικῶν χειρισμῶν. Χαρά πάλι στήν Εὐρώπη.
Ἐνῶ λοιπόν ἐκλήθησαν οἱ ἀρχηγοί τῶν κομμάτων πού θά ἐστήριζαν τήν νέα κυβέρνηση - ἤ τῶν ἀστικῶν, ὅπως ἔχει ἀρχίσει νά λέγεται στήν τηλεόραση – οἱ δύο δηλαδή καί ὁ κ. Καρατζαφέρης τό ὄνομα τοῦ κ. Παπαδήμου εἶχε ἀποσυρθεῖ. Ὁ κ. Παπανδρέου τόν εἶχε κρίνει ἀκατάλληλο - ὁ κ. Σαμαρᾶς ἔλεγε ὅτι ὁ νέος πρωθυπουργός δέν τόν ἀφορᾶ - καί ὁ κ. Παπανδρέου ἀφοῦ ἐξέτασε διάφορες ἄλλες ὑποψηφιότητες, κατέληξε στό ὄνομα τοῦ κ. Πετσάλνικου, τοῦ ἐπιστήθιου φίλου του.
Τήν κατάσταση ἐκείνη τήν στιγμή ἔσωσε ὁ κ. Καρατζαφέρης, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπό τήν συνάντηση, μόλις ἄκουσε ὅτι γιά Παπαδῆμο οἱ ἄλλοι μιλοῦσαν γιά Πετσάλνικο. Ἀλλά καί μέσα στό ΠΑΣΟΚ τό ὄνομα τοῦ προέδρου τῆς Βουλῆς, πού τό μοναδικό προσόν του εἶναι πώς εἶναι ἐπιστήθιος φίλος τοῦ κ. Παπανδρέου, προκάλεσε κῦμα ἀγανάκτησης.
Ἔτσι καταλήξαμε στήν ὁρκομωσία τοῦ κ. Παπαδήμου.

ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: Χρήμα… είναι και γυρίζει

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)

Θα είχε ενδιαφέρον να εξακριβωθεί από πότε επαναλαμβάνεται η διαπίστωση ότι: «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Όχι γιατί κάποιοι δεν πλουτίζουν αδιάκοπα, αλλά γιατί, αν ίσχυε γραμμικά τόσα χρόνια αυτό το απλοϊκό σχήμα, οι περισσότεροι σημερινοί φτωχοί θα έπρεπε να ήταν τότε αρκετά καλοστεκούμενοι και οι σημερινοί πλούσιοι φτωχαδάκια! Ωστόσο, υπάρχει ένας τομέας στον οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή τις τελευταίες δεκαετίες: ο αθλητισμός και δη τα ομαδικά αθλήματα και (δυο φορές) δη το ποδόσφαιρο.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει πέσει πολύ χρήμα στον αθλητισμό, ιδιαίτερα σε ορισμένα αθλήματα, χωρίς, ωστόσο, να αποβεί σε γενικές γραμμές υπέρ του αθλητισμού και του “αγνού πνεύματός” του, το οποίο έθελγε κάποιους παραδοσιακούς (και αφελείς για τα σημερινά δεδομένα) φίλαθλους. Όμως, η αφειδής ροή του χρήματος δεν είχε μόνο θετικά αποτελέσματα: μπορεί να απάλλαξε πολλούς αθλούμενους από το άγχος του βιοπορισμού, αλλά τελικά εκμαύλισε αθλητές, παράγοντες και παρατρεχάμενους και δεν απέβη υπέρ των αθλημάτων. Αντίθετα, άλλαξε ακόμα και τη φύση πολλών από αυτά, ενώ δημιούργησε σε κάθε άθλημα μία κατά τόπους ή γεωγραφικές ενότητες ασυναγώνιστη “ελίτ”, περιορίζοντας το ενδιαφέρον του φίλαθλου κοινού.
Η πηγή του κακού οφείλεται στο ότι το χρήμα που εισέρχεται στα ταμεία ομοσπονδιών και συλλόγων δεν προέρχεται μόνο από τις τσέπες των φιλάθλων, αλλά κατά κύριο λόγο από τη διαφήμιση. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, παραβιάζεται ένας βασικός νόμος της αγοράς που θέλει τον τελικό χρήστη ή καταναλωτή (και στην περίπτωση του αθλητισμού το φίλαθλο κοινό) ως τον εν δυνάμει αντικειμενικό παράγοντα διαμόρφωσης των αμοιβών. Με την παρεμβολή της διαφήμισης (και όχι μόνο στον αθλητισμό) κανείς δεν συναισθάνεται το πόσο καταβάλει στην πραγματικότητα για να στηρίζεται το επίπεδο αμοιβών κ.λπ. Ίσως, αν είχαν επίγνωση το τι πληρώνουν μέσα από την κατανάλωση διαφόρων προϊόντων ή τη χρήση διαφόρων υπηρεσιών όχι μόνο οι κοινοί καταναλωτές των, αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι φανατικοί οπαδοί, οι εξωφρενικές αμοιβές των κορυφαίων αστέρων του αθλητισμού να διαμορφώνονταν σε πολύ λογικότερη στάθμη. Κάτι που θα συνέβαινε και με τις αμοιβές των αστέρων και άλλων κλάδων, οι οποίοι χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά από τη διαφήμιση, όπως π.χ. οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές με τους ακριβοπληρωμένους αστέρες τους. Έτσι, δεν θα μπορούσε το φετινό Νο 1 του τένις, ο σέρβος Νόβακ Τζόκοβιτς, να έχει κάνει ρεκόρ ετήσιων αποδοχών με 10,6 εκατομμύρια δολλάρια, πριν καλά-καλά συμπληρωθούν τα δύο τρίτα της σαιζόν! Αποτελεί κοινωνική πρόκληση και είναι άξιος συγχαρητηρίων ο αφρο-αμερικανού πρώην καλαθοσφαιριστής του Π.Α.Ο. και γιός δασκάλας Ντρου Νίκολας, που ομολόγησε την αμηχανία του για την υψηλή μεν, αλλά υποδεέστερη πολλών άλλων, αμοιβή του (1 εκατομμύριο δολλάρια το χρόνο τότε): «Δεν σας κρύβω ότι μου είναι αρκετά δύσκολο αυτό. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, ακόμα και σε περιόδους που δεν υπήρχε αυτή η κρίση, γιατί θα πρέπει εγώ να παίρνω 50 φορές περισσότερα από έναν δάσκαλο, που, σε τελική ανάλυση, ασκεί ένα λειτούργημα και έχει σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνία, καθώς διαμορφώνει τους χαρακτήρες των παιδιών. Μου είναι πάντα δύσκολο να απαντήσω.»!
Βέβαια, το χρήμα δεν έρρευσε ομοιόμορφα σε όλα τα αθλήματα και, ως εκ τούτου, δεν προκάλεσε τις ίδιες στρεβλώσεις παντού. Υπάρχουν αθλήματα – παρίες, η εισροή στα οποία παραμένει περιορισμένη και των οποίων ακόμα και οι πρωταθλητές αμείβονται γλίσχρα, εκτός και αν οι τοπικές κυβερνήσεις επιδοτούν το άθλημα και τις επιτυχίες του για λόγους εθνικού γοήτρου.
Σε άλλα, ωστόσο, εισέρευσε πλουσιοπάροχα και, πέρα από την κοινωνική πρόκληση, δημιούργησε κάστες προνομιούχων, διευρύνοντας συνεχώς το χάσμα που τους χώριζε από αυτούς που έμεναν μακριά από την κορυφή, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός σ’αυτό το επίπεδο να περιορίζεται σε ένα σχεδόν κλειστό κύκλωμα τόσο στα ατομικά όσο και στα ομαδικά αθλήματα.
Ωστόσο, στα ατομικά αθλήματα η κατάσταση είναι πιο ρευστή. Μπορεί οι κορυφαίοι αθλητές, π.χ. του τένις, με τις αμοιβές που απολαμβάνουν να συντηρούν ένα πολύ καλύτερο “τημ” (προπονητές, γυμναστές, φυσιοθεραπευτές κ.λπ.), που τους επιτρέπει να διατηρούν την απόσταση που τους χωρίζει από αυτούς που τους ακολουθούν, αλλά οι πιθανοί τραυματισμοί, το αναπόφευκτο ντεφορμάρισμα και, κυρίως, η φυσική φθορά και μείωση των αποδόσεων λόγω ηλικίας επιτρέπουν τόσο τις ανακατατάξεις όσο και τη σταδιακή ανανέωση.
Αντίθετα, στα ομαδικά αθλήματα, με πρώτο και καλύτερο το (ευρωπαϊκό) ποδόσφαιρο, οι υψηλές αμοιβές κάποιων ομάδων, που καθιέρωσαν οι θεσμικές εξελίξεις ουσιαστικά των δύο τελευταίων δεκαετιών, συντελούν στη διαιώνιση της κυριαρχίας των, γιατί δεν εξασφαλίζουν μόνο τη διατήρηση καλύτερων υλικών υποδομών και προπονητικού “τημ”, αλλά επιτρέπουν και τον διαρκή εμπλουτισμό του “ρόστερ” της ομάδας (δηλαδή του έμψυχου υλικού της) με ό,τι καλύτερο προσφέρει η μεταγραφική αγορά. Έτσι, παρήλθε ανεπιστρεπτί η εποχή που “κάποια” Ίπσγουϊτς ερχόταν από το πουθενά και στεφόταν πρωταθλήτρια Αγγλίας, που “κάποια” Στεάουα (ή “κάποιος” Παναθηναϊκός) έφθανε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, “κάποια” Λάρισα έπαιρνε το πρωτάθλημα Ελλάδας. Δημιουργήθηκε ένα κατεστημένο κλειστό “κλάμπ”, του οποίου το περίβλημα μπορεί να διαρρήξει μόνο η παρεμβολή κάποιου ρώσου ολιγάρχη ή κάποιου άραβα εμίρη.
Δύο παράγοντες έχουν συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Ο πρώτος είναι η σχεδόν πλήρης απελευθέρωση των μετακινήσεων των παικτών. Τις “καλές εποχές” τις ομάδες στις περισσότερες χώρες συγκροτούσαν ομοεθνείς παίκτες με έναν σταθερό σκελετό. Λίγες ήταν οι περιπτώσεις ενίσχυσης του δυναμικού με αλλοδαπούς παίκτες, αλλά και οι κανόνες που ίσχυαν επιβάλλανε πολλούς περιορισμούς στις μεταγραφές. Οι εξαιρέσεις ήταν λίγες: για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του 1950 η Ρεάλ Μαδρίτης θύμιζε “Λεγεώνα των Ξένων”. Κάποια στιγμή αυτό άλλαξε· οι παίκτες θεωρήθηκαν ως κοινοί εργαζόμενοι που μπορούσαν να αλλάζουν σχεδόν κατά βούληση εργοδότη, κάτι που παρέβλεπε τελείως ουσιαστικές διαφορές στη φύση και τις συνθήκες της “εργασίας” τους. Αυτό ευνόησε κατ’αρχάς τις πιο πλούσιες ομάδες σε τοπικό επίπεδο που άρχισαν να απογυμνώνουν συστηματικά τις οικονομικά πιο αδύναμες ομάδες του κράτους των. Στη συνέχεια ήρθε η περίφημη κοινοτική οδηγία Μπόσμαν (από το όνομα του βέλγου παίκτη που την εκμαίευσε με την προσφυγή του στα ευρωπαϊκά δικαστήρια) που διεύρυνε το πεδίο της σχεδόν χωρίς περιορισμούς κινητικότητας σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Και ακόμα παραπέρα, καθώς αναπτύχθηκε η πρώτη “φάμπρικα” παράκαμψης της έννοιας του “κοινοτικού” με την αθρόα χορήγηση κοινοτικών διαβατηρίων (κυρίως από τις πρώην ανατολικές χώρες) σε παίκτες από τα πλέον εξωτικά μέρη. Έτσι, γκανέζοι παίζουν στην Ελλάδα με πολωνικά διαβατήρια, νιγηριανοί παίζουν στην Ισπανία με ουκρανικά διαβατήρια και δεν συμμαζεύεται… Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αναπτύχθηκε και μία από τις μάστιγες του σημερινού ποδοσφαίρου: το “παιδομάζωμα”. Αετονύχηδες ανακαλύπτουν ταλέντα σε φτωχές (κυρίως αφρικανικές) χώρες, τα παίρνουν για “ψίχουλα” από τη φαμίλια τους και τα εκπαιδεύουν σε ειδικά κέντρα. Όσα ανταποκριθούν στις βλέψεις τους, τους αποφέρουν πολλαπλάσια, αλλά καταξιώνονται και τα ίδια. Τα υπόλοιπα αφήνονται στην τύχη τους.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι εξαιρετικά υψηλές “αποζημιώσεις” των ομάδων που συμμετέχουν στο Champions League που αντικατέστησε το πάλαι ποτέ Κύπελλο Πρωταθλητριών. Για να χρηματοδοτηθούν , όμως, έπρεπε να αυξηθούν τα έσοδα και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν ο πολλαπλασιασμός των αγώνων και η συμμετοχή περισσότερων “πολύφερνων” ομάδων. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε με την αλλαγή της δομής της διοργάνωσης. Δεν μετείχαν πλέον σ’αυτήν μόνον οι πρωταθλήτριες των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά την κάθε χώρα εκπροσωπούσε ένας αριθμός ομάδων, ανάλογα με τη δυναμικότητά της. Μάλιστα, δεν έμπαιναν όλες μαζί στη μάχη, αλλά ορισμένες έπρεπε να περάσουν από μία επίπονη καλοκαιρινή δοκιμασία αποκλεισμών – προκρίσεων. Όσες προχωρούσαν και ανάλογα με τα αποτελέσματά τους μοιράζονταν ένα σημαντικό ποσό, κάπου το 80% από τα έσοδα της ευρωπαϊκής αρχής ποδοσφαίρου (η περίφημη U.E.F.A.) από διαφημίσεις, τηλεοπτικά δικαιώματα κ.ά. που τελευταία υπερβαίνει το 1 δισ. Ευρώ! Έτσι, ενώ μία ομάδα που “έμενε από λάστιχο” κατά την καλοκαιρινή δοκιμασία δεν έβγαζε καλά-καλά τα έξοδα των μετακινήσεών της, εκείνη που θα κατακτούσε το κύπελλο έβαζε στο ταμείο της τουλάχιστον 50 εκατομμύρια ευρώ! Στη μέση, κατά κανόνα αυτές που συμμετείχαν απευθείας στους “Ομίλους”, τσέπωναν κάπου 20 με 30 εκατομμύρια!
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, όσες ομάδες τα κατάφερναν μία φορά, ξεκινούσαν με ένα σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, που τους επέτρεπε να “αγοράζουν” καλύτερη πραμάτεια στο μεταγραφικό παζάρι. Έτσι, σε κάθε χώρα και ανάλογα με τη δυναμικότητά της, δημιουργήθηκε ένα μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο που έβαζε στο χέρι τίτλους και προνομιούχες θέσεις. Οι εκπλήξεις σχεδόν εξέλιπαν! Χώρια, που το σύστημα εξουθενώνει όσες παρείσακτες ομάδες επιχειρούν να αμφισβητήσουν τα πρωτεία του κατεστημένου, γιατί η συμμετοχή στους θερινούς αγώνες τις αφήνει στο τέλος της ποδοσφαιρικής περιόδου χωρίς δυνάμεις, καθώς, ξεκινώντας με το χάντικαπ του ποιοτικά και αριθμητικά ασθενέστερου δυναμικού, δεν έχουν περιθώρια να ξεκουράσουν με εναλλαγές στη σύνθεση και να κρατήσουν φρέσκιες τις μονάδες τους. Παράπλευρη παρενέργεια αυτής της εντατικής προσπάθειας είναι το “κάψιμο” των ποδοσφαιριστών, ακόμα και των ομάδων με το πλουσιότερο “ρόστερ”, από τη συσσωρευμένη κούραση. Ιδιαίτερα οι διεθνείς, δηλαδή αυτοί που μετέχουν και σε αγώνες εθνικών ομάδων, αναγκάζονται να υπερβούν κατά πολύ τον αριθμό των σαράντα με σαράντα πέντε αγώνων τη χρονιά, που θεωρείται ανεκτός. Η επανάληψη αυτής της καταπόνησης για σειρά ετών εξαντλεί ταχύτερα το απόθεμα της ικμάδας τους με αποτέλεσμα η λάμψη τους να διαρκεί πολύ λιγότερο απ’ότι των μεγάλων ταλέντων του παρελθόντος. Βέβαια, για αυτή την κατάσταση φέρουν ευθύνη και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές: τα αστρονομικά ποσά των αμοιβών που ζητούν (ακόμα και σε καιρό κρίσης) πρέπει να φέρουν ανάλογα έσοδα!
Πρόσθετα, αυτό το ανυπέρβλητο οικονομικό πλεονέκτημα ορισμένων ομάδων αποθαρρύνει τους επενδυτές που θα ήθελαν, ενδεχομένως, να ενισχύσουν μία άλλη ομάδα, γιατί βλέπουν ότι εξαρχής δεν θα ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους αντιπάλους τους. Έτσι η διαφορά συντηρείται, αν δεν μεγαλώνει, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει! Πέντε με έξι ομάδες πρωταγωνιστούν πια στις μεγάλες χώρες, δύο με τρεις στις μικρότερες, μία σε κάποιες. Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει η Ελλάδα. Μόνο που για τη διαμόρφωση της εδώ κατάστασης έπαιξε ρόλο και η ασυδοσία και ατιμωρησία της ντόπιας “παραγκούπολης”.
Παράλληλα, κυρίως το ποδόσφαιρο έπληξε και μία πρόσθετη εξέλιξη: το «στοίχημα», μία αρχικά βρετανική συνήθεια που σιγά-σιγά επεκτάθηκε σε όλη την υφήλιο. «Στοίχημα», χάρις στο οποίο ποντάρουν στη Σιγκαπούρη για αγώνες της ελληνικής τρίτης κατηγορίας! «Στοίχημα» για το τελικό αποτέλεσμα, «στοίχημα» για το αποτέλεσμα του πρώτου ημιχρόνου, «στοίχημα» για το πόσα τέρματα θα μπουν, για το ποια ομάδα θα σκοράρει πρώτη και πάει λέγοντας… «Στοίχημα» που αφενός μεν έφερε στο χώρο “κάθε καρυδιάς καρύδι” που έβλεπε το ποδόσφαιρο στην καλύτερη περίπτωση ως μέσο πλουτισμού και στη χειρότερη ως μέσο “ξεπλύματος μαύρου χρήματος”. «Στοίχημα» που άνοιξε “τον ασκό του Αιόλου” της χειραγώγησης αγώνων, όπως αποδείχθηκε σε πλείστες όσες χώρες, από τον εσμό των οποίων δεν μπορούσε όχι μόνο να λείψει, αλλά να φιγουράρει και σε περίοπτη θέση η Ελλάδα. Φυσικά, αρκετά κυκλώματα αποκαλύφθηκαν και ο πέλεκυς της αθλητικής δικαιοσύνης υπήρξε αμείλικτος, με τη θλιβερή εξαίρεση της χώρας της “φαιδράς πορτοκαλέας”, όπου, παρά τον πλούτο των στοιχείων, η “κάθαρση” κατέληξε σε φιάσκο! «Στοίχημα» που άλλαξε τη φύση του αθλήματος. Και μόνο το ότι, εξαιτίας του, καταργήθηκε ένας από τους βασικούς όρους ανεπηρέαστης έκβασης των αγώνων, η ταυτόχρονη διεξαγωγή των, αρκεί για να αποδείξει “του λόγου το αληθές”. Έτσι, αγωνιστικές σπάνε στα δύο, στα τρία ή και στα τέσσερα για να δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, το σύστημα (να παίζουν τα συνδρομητικά κανάλια της τηλεόρασης και να έχουν κοινό οι εκπομπές προγνωστικών και ενημέρωσης λεπτό προς λεπτό). Όμως, η γνώση του αποτελέσματος ενός αγώνος που έχει προηγηθεί αφαιρεί από την αγνότητα του αθλήματος, προσθέτει – ανάλογα – άγχος ή αυτοπεποίθηση και επιτρέπει τον εφησυχασμό ή την εγρήγορση, ανάλογα με την επιρροή που θα δείξουν τα κομπιουτεράκια των παραγόντων.

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ: Τό προσχέδιο τῆς ἔκθεσης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς γιά τό κόστος τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀσφάλισης

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)

Ὅλοι οἱ οἰκονομικοί παράγοντες πού διαμορφώνουν τό κόστος τῆς ἐργασίας ἐπιβάλλεται νά τεθοῦν ὑπό τόν μικροσκοπικό ἔλεγχο τῶν κοινωνικῶν ἑταίρων πρίν ἀπό τήν ὑπογραφή τῶν συλλογικῶν συμβάσεων, προειδοποιεῖ τό προσχέδιο τῆς ἔκθεσης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς γιά τά ἐργασιακά καί τά ἀσφαλιστικά μας ζητήματα. Χάριν συντομίας θά ἀναφέρεται ἀπό ἐδῶ καί κάτω μονολεκτικά: τό προσχέδιο.
Ἀναρτήθηκε πρόσφατα στό διαδίκτυο καί περιέχει ἕνα σαφές μήνυμα ὄχι μόνο πρός τήν ἐργοδοτική καί τήν συνδικαλιστική πλευρά, ἀλλά καί πρός τήν κυβέρνηση: Ὁ,τιδήποτε ἐπηρεάζει τό κόστος ἐργασίας, ἡμερομίσθια ἀνειδικεύτων, μισθοί ἐργατοτεχνιτῶν, γενικά οἱ ἀποδοχές ἐργασίας, τά διάφορα ἐπιδόματα καί τά ἄλλα «κεκτημένα» καθώς καί οἱ εἰσφορές τῆς κοινωνικῆς ἀσφάλισης πού ἐπιβαρύνουν τό μισθολογικό κόστος, πρέπει νά ἐπανεξετασθοῦν πολύ προσεκτικά.
Ἀπό τό προσχέδιο προκύπτει ἡ ἐπιθυμία τῶν Βρυξελλῶν νά προχωρήσει ἄμεσα ἡ κυβέρνηση στόν κοινωνικό διάλογο γιά τήν ἐπίτευξη μιᾶς «ἐθνικῆς τριμεροῦς συμφωνίας» γιά τήν τόνωση τῆς ἀπασχόλησης, τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί τῆς ἀνάπτυξης στήν Ἑλλάδα. Πηγή τῶν σκέψεων του εἶναι, ὅτι βασική προϋπόθεση γιά τήν προσέλκυση τῶν πολυπόθητων ξένων ἐπενδύσεων εἶναι ἡ κοινωνική εἰρήνη. Αὐτή ὅμως δέν μπορεῖ παρά νά ὑποστεῖ σκληρή δοκιμασία ἀπό τήν αὐξανόμενη ἀνεργία. Τό προσχέδιο τήν ὑπολογίζει νά ἀνέλθει τό 16% πού ἔφθασε ἐφέτος (ἕνα ἱστορικά ὑψηλό ποσοστό ἀνεργίας, λέει) στό 17,5% τό 2012. (Πολλοί Ἕλληνες λέμε, μακάρι νά μείνει ὡς ἐκεῖ, διότι ἡ αὐξητική τάση της εἶναι τρομακτική.)
Οἱ προβλέψεις τῶν Βρυξελλῶν παίρνουν ἕνα αἰσιόδοξο χρῶμα, ὅταν ἀναφέρονται στήν ἀπασχόληση τῶν ἐτῶν 2014 καί 2015. Προβλέπουν μιά μικρή κάμψη τῆς ἀνεργίας. Στό 16,8% τό 2014, στό 16,5% τό 2015.
Ὅτι ἀνέβηκε ἐφέτος στόν βαθμό αὐτό ἡ ἀνεργία, τό ἀποδίδει τό προσχέδο στήν ἄρνηση τῶν ὑπεύθυνων τῆς ἐργασιακῆς πολιτικῆς νά προβοῦν σέ σοβαρές ἀλλαγές στίς συνθῆκες τῆς ἀγορᾶς της. Ὁ θεσμός τῆς ΕΓΣΕΕ (Ἐθνικῆς Γενικῆς Συλλογικῆς Σύμβασης Ἐργασίας) τίθεται φανερά στό στόχαστρο τοῦ προσχεδίου. Ἀσκεῖ αὐστηρή κριτική, ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ αὐξήσεις στούς κατώτατους μισθούς κατά 1,6 τόν περασμένο Ἰούλιο, ὅπως ὅριζε ἡ τριετής ΕΓΣΕΕ 2009-2011, εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν αὔξηση τῆς ἀνεργίας. Συγκεκριμένα τονίζει, ὅτι «ἡ αὔξηση αὐτή δέν συνάδει μέ τίς οἰκονομικές συνθῆκες καί τούς κινδύνους γιά περαιτέρω ἐπιδείνωση καί διόγκωση τῆς ἀνεργίας τῶν ἐργαζομένων χαμηλῶν προσόντων».
Εἴπαμε ἤδη ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ προσχεδίου ἐλπίζουν ὅτι τό 2013 θά εἶναι ἔτος μεταβατικό, ἐκκίνηση μιᾶς δειλῆς πορείας γιά ἀνάκαμψη. Ἀλλά πῶς; Μέ τήν μείωση τοῦ κόστους ἐργασίας, (ἄρα καί τῶν ἀποδοχῶν) λόγω τῆς συνεχιζόμενης διεθνοῦς ὕφεσης καί τῶν πρωτοφανῶν δημοσίων παρεμβάσεων μέ στόχο τίς μισθολογικές δαπάνες.
Οἱ ἐφαρμογή τοῦ νέου μισθολογίου γιά τόν δημόσιο τομέα, τό ὁποῖο μέ τήν κατάργηση τῶν εἰδικῶν μισθολογίων καί τήν ἐνσωμάτωση στόν μισθό τῶν διαφόρων ἐπιδομάτων, προβλέπεται ὅτι θά μειώσει τίς ἀποδοχές τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων κατά 17% στά ἑπόμενα τρία χρόνια.
Τά συνταξιοδοτικά
Τό δεύτερο σκέλος τοῦ προσχεδίου ἐπικεντρώνει τό ἐνδιαφέρον του σέ ἕνα ἄλλο μεγάλο κοινωνικό θέμα πού ἀφορᾶ τό βιοτικό ἐπίπεδο τῶν συνταξιούχων τῆς χώρας: Τίς ἐπικουρικές συντάξεις. Προτείνει τήν ἀναμόρφωση τοῦ συστήματος τῶν ἐπικουρικῶν συντάξεων. Ἀναγνωρίζει, ὅτι στό χῶρο τοῦ συνταξιοδοτικοῦ συστήματος ἔχουν σημειωθεῖ θετικά βήματα τίς τελευταῖες δεκαετίες. Τονίζει τήν μείωση τῶν δαπανῶν πού προῆλθαν ἀπό τίς ἑνοποιήσεις τῶν διαφόρων ταμείων, τόν ἐξορθολογισμό τῶν ἰατροφαρμακευτικῶν δαπανῶν, τήν καταπολέμηση τῆς εἰσφοροδιαφυγῆς. Ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ κυβερνήσεις πρέπει νά ὑλοποιήσουν τίς δεσμεύσεις τους ὅσον ἀφορᾶ τό κόστος τῶν ἀναπηρικῶν συντάξεων καί τόν βαρύ φάκελο τῶν ΒΑΕ (βαρέα καί ἀνθυγιεινά ἐπαγγέλματα). Οἱ ἀναπηρικές συντάξεις πρέπει νά περιορισθοῦν στό 10% τῶν συνταξιούχων, ἀντί τοῦ 14% στό ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ σήμερα.
Μετά τίς ἀναπηρικές συντάξεις ἡ προσοχή τῶν κυβερνήσεων εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπικεντρωθεῖ στό σύστημα τῶν ἐπικουρικῶν συντάξεων. Τά ἀποτελέσματα τῶν ἀναλογιστικῶν μελετῶν πού ἔχουν ἐκπονήσει διάφοροι ὀργανισμοί βρίσκοντα στήν διάθεση τῆς κυβέρνησης γιά νά προχωρήσει στήν ἀναγκαία μείωση τῶν ταμείων τῆς συμπληρωματικῆς ἀσφάλισης καί τόν περιορισμό τῶν ἐλλειμμάτων.
Οἱ συντάκτες τοῦ προσχεδίου «φωτογραφίζουν» τά «εὐγενῆ» ταμεῖα διαφόρων κλάδων, ὅπως τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος, καί προβάλλουν στίς διοικήσεις αὐτῶν τῶν ὀργανισμῶν, ὅτι εἶναι καιρός νά καταθέσουν νέες προτάσεις. Οἱ ὁποῖες νά ὁρίζουν ἕνα συνταξιοδοτικό καθεστώς πού νά μήν ξεφεύγει πολύ, ὅπως συμβαίνει σήμερα, ἀπό τά ἰσχύοντα στόν πρῶτο συνταξιοδοτικό φορέα τῆς χώρας, τό ΙΚΑ-ΤΕΑΜ.
Τό «διά ταῦτα» πρός τήν κυβέρνηση ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπικουρική ἀσφάλιση εἶναι σαφές καί ξεκάθαρο: «νά ἐγγυηθεῖ τήν δημοσιονομική οὐδετερότητα τῶν συμπληρωματικῶν συνταξιοδοτικῶν συστημάτων μέσω μιᾶς αὐστηρῆς σύνδεσης εἰσφορῶν καί παροχῶν».
Ὡς πρός τίς ἐκκρεμότητες τοῦ ὑπουργείου γιά τήν κοινωνική ἀσφάλιση, ἀνησυχεῖ γιά τήν καθυστέρηση μιᾶς λίστας βαρέων καί ἀνθυγιεινῶν ἐπαγγελμάτων, καί τονίζει ὅτι τό νέο καθεστώς τῶν ΒΑΕ, τό ὁποῖο δέν θά καλύπτει στό μέλλον πάνω ἀπό τό 10% τῶν ἐργαζομένων, ἐπείγει νά πραγματοποιηθεῖ.
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ προσχεδίου τῆς ἔκθεσης, πού δέν θά ἀργήσει ἀσφαλῶς νά γίνει ἡ ἴδια ἡ ἔκθεση, δέν εἶναι εὐχάριστη. Ἀλλά ἐκεῖ πού φθάσαμε, ὅλες οἱ γνωριμίες μέ τήν πραγματικότητα εἶναι θλιβερές.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Πρέπει νά ἀλλάξουμε δρόμο

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 156/Οκτώβριος 2011)

Οἱ εὐρωπαῖοι ἑταῖροι μας καί τό Δ.Ν.Τ., τό ὁποῖο ρυμουλκοῦν κινήθηκαν πάνω σέ λανθασμένη βάση. Νά μᾶς δανείζουν γιά νά πάρουν πίσω αὐτά πού τούς χρωστᾶμε, ὥστε μέ τήν ἐξυγείανση τῆς οἰκονομικῆς θέσης μας νά μποροῦμε νά δανειστοῦμε ἀπό τίς ἀγορές μέ χαμηλούς τόκους, γιά νά πραγματοποιήσουμε νέες ἐπενδύσεις καί νά σταθοῦμε στά πόδια μας.
Ἡ κυβέρνησή μας ἄργησε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ¨ὑπάρχουν τά λεφτά¨, μέ τό ὁποῖο τό κόμμα της εἶχε κερδίσει τίς ἐκλογές. Καθυστέρησε νά διαπραγματευθεῖ μέ τήν Τρόϊκα καί δέχθηκε τελικά ὅσα τῆς ἀξίωναν, ἄσχετα μέ τό κατά πόσον ἦρθαν ὀρθά καί πραγματοποιήσιμα. Ἐνφανιζόταν στούς ξένους, ὅτι συμμορφώνεται σ’αὐτά πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ καί στούς Ἕλληνες ὅτι πασχίζει νά μήν τά ἐφαρμόσει.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά αὐξάνουν συνεχῶς οἱ δαπάνες τοῦ κράτους καί νά μειώνονται τά ἔσοδά του. Ἔτσι ἔχει καταλήξει ἡ κυβέρνηση νά βάζει διαρκῶς κανούργιους φόρους (στό σημεῖο καί ἀπό μέσα ἀπό τίς τάξεις τους νά ἀκούγεται πώς δέν ¨πάει ἄλλο¨ ) καί νά κινδυνεύει συγχρόνως νά κάνει στάση πληρωμῶν.
Εἶναι φανερό πώς ἡ ὑπόθεσή μας πρέπει νά ἀλλάξει πορεία. Τό νά διακόψουμε τήν σχέση μας μέ τήν Τρόϊκα, νά γυρίσουμε στήν δραχμή καί ἄλλα παρόμοια, θά μᾶς ἔφερνε σέ μιά φριχτή φτώχεια, σέ πλήρη ἀποδυνάμωση τῆς κρατικῆς μας ὀντότητας, σέ ἄγριες κοινωνικές ταραχές.
Χρειάζεται ἑπομένως μιά γενναία ἀναπροσαρμογή.
Τό νά ἀλλάζαμε τήν εὐρωπαϊκή πολιτική ἡγεσία δέν περνᾶ ἀπό τό χέρι μας. Τό νά ἀλλάξουμε τήν δική μας μποροῦμε.
Ὁ μοχλός γιά τήν ἀλλαγή εἶναι ἡ κοινή γνώμη. Αὐτή μπορεῖ νά δώσει στούς πολιτικούς νά καταλάβουν, ὅτι μέ τίς κοντόφθαλμες (μέ στόχο τίς ἑπόμενες ἐκλογές) ἐπιδιώξεις τους, ἡ χώρα δέν μπορεῖ νά ὀρθοποδήση. Καί ὅτι ἀπό τήν καταστροφή θά βγοῦν χαμένοι καί οἱ ἴδιοι. Ὥστε νά ἀναγκαστοῦν νά δώσουν τήν ἐξουσία σέ ἕνα πρόσωπο, ἔξω ἀπό τούς ἀνταγωνισμούς τους, καί νά τό στηρίξουν ἀνεπιφύλακτα στήν ἀποστολή του νά μᾶς βγάλει ἀπό τήν κρίση.
Μέ τήν πνοή τοῦ ἐνθουσιασμοῦ πού θά προκαλέσει στήν κοινή γνώμη ἡ ἀλλαγή, αὐτός θά μπορέσει νά σταματήσει τίς ἀπεργίες, τίς καταλήψεις καί ὅ,τι ἄλλο ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τῆς παραγωγῆς μας πού εἶναι τό κλειδί τῆς ἀνόρθωσής μας. Καί μέ τό κῦρος του θά μπορέσει νά ἐπαναδιαπραγματευθεῖ τήν σχέση μας μέ τήν Τρόϊκα σέ σωστή βάση.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Ἡ κρίσιμη κατάσταση ἀπαιτεῖ μιά ἀσυνήθιστη διαδικασία

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 156/Οκτωβρίου 2011)

Ἔχει ξαναγραφτεῖ σ’αὐτήν τήν Ἐφημερίδα, ἀλλά ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι τόσο βασική, πού πρέπει νά ἐπαναλαμβάνεται μέχρι νά γίνει κοινό κτῆμα:
Μέ τίς συνηθισμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουμε εἶναι τόσο μεγάλα καί πολυσχιδῆ, πού οἱ διαχειριστές τῆς ἐξουσίας μόνο σέ πρόχειρους, εὔθραστους καί προσωρινούς συμβιβασμούς μποροῦν νά συμφωνήσουν. Διαβάσαμε γιά ἕνα ὑπουργικό συμβούλιο, στό ὁποῖο ὁ πρωθυπουργός ἐπί ἐννέα ὧρες ἀγωνίστηκε νά φέρει σέ κοινό τόπο τίς ἀντίθετες ἀπόψεις τριῶν ὁμάδων ὑπουργῶν του. Μιά κυβέρνηση συνασπισμοῦ αὔριο, ὑπέρ τῆς ὁποίας ἔχει ἐκδηλωθεῖ ὁ κ. Πάγκαλος καί τήν ζητοῦν πολλοί βουλευτές καί δημοσιεύματα στόν τύπο, θά εἶναι ἀκόμη πιό δύσκολο νά φτιάχνει κοινή γραμμή.
Μιά κυβέρνηση τῆς Ν.Δ., ἄν γίνουν πρόωρες ἐκλογές καί τίς κερδίσει ἀποκτῶντας αὐτοτελῆ πλειοψηφία (πρᾶγμα πλέον ἤ ἀμφίβολο) θά ἔχει τίς ἴδιες δυσκολίες μέ τήν σημερινή. Γιατί σέ κανένα σοβαρό ζήτημα δέν ὑπάρχει μία μονοσήμαντη λύση. Σέ καθένα ἀπό αὐτά ἄλλοι θά βλέπουν τήν ἀνάγκη νά προτιμηθεῖ ἡ τάδε σκοπιμότητα καί ἄλλοι ἡ δείνα,
Πέραν αὐτῶν, ὑπάρχουν τά προσκόμματα πού φέρνουν οἱ βουλευτές, μεταφέροντας τίς ἀντιρρήσεις τῶν ψηφοφόρων τους καί ἡ ἀντίφαση τῆς συμμόρφωσης στίς ὑποδείξεις τῆς Τρόϊκας καί τῆς ἱκανοποίησης τῶν αἰτημάτων τῆς κοινῆς γνώμης.
Σ’αὐτήν τήν ζοφερή καί ἐκρηκτική κατάσταση πού ἔχουμε φθάσει, ἡ μόνη λύση πού μπορεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπό τά ἀδιέξοδα εἶναι νά παραδώσουν οἱ βουλευτές ὅλη τήν ἐξουσία πού παρέχει τό Σύνταγμα στήν Βουλή καί τήν Κυβέρνηση, σέ ἕναν ἄνθρωπο. Γιά νά μᾶς κυβερνήσει μέ σιδηρά πυγμή μέχρι νά βγοῦμε ἀπό τόν σπειροειδῆ καθοδικό φαῦλο στόν ὁποῖον ἔχουμε ἐμπλακεῖ.
Ξαναθυμίζω τό πρότυπο τοῦ Αἰσυμνήτη, πού οἱ ἀρχαῖοι μας, ὅταν οἱ διαφωνίες τῶν πολιτικῶν μερίδων ἔθεταν σέ κίνδυνο τήν συνοχή τῆς πόλης, ψήφιζαν γιά νά ἐπαναφέρει μέ τά μέτρα πού θά ἔπαιρνε κατά τήν κρίση του, τήν συναίνεση πού εἶναι ἀπαραίτητη στόν δημοκρατικό βίο.
Αἰσυμνήτης ὑπῆρξε ὁ Πιττακός ὁ Μυτιληναῖος, ἕνας ἀπό τούς ἑπτά σοφούς. Στήν οὐσία καί ὁ Σόλων, ἄν καί δέν ἀποδυναμώθηκε τυπικά αὐτή ἡ ὀνομασία, ὁ ὁποῖος ὅταν κατέθεσε τήν ἐξουσία του εἶχε ἐφοδιάσει τήν Ἀθήνα μέ ἕνα δημοκρατικό σύνταγμα.
Ἡ ἀναφορά μου στόν Αἰσυμνήτη καί στόν δικτάτορα τῆς Ρώμης τῶν δημοκρατικῶν χρόνων, ἡ ὁποία μετέφερε ἀπό τήν Ἑλλάδα αὐτόν τόν θεσμό, ξεσήκωσε φωνές, ὅτι ὑποστηρίζει τήν διάσωση τῆς χώρας μέσω ἑνός δικτατορικοῦ καθεστῶτος, ἔστω κάι προσωρινοῦ χαρακτήρα – τό ὁποῖο ὑπάρχει κίνδυνος νά μονιμοποιηθεῖ.
Ἀλλά ἀκριβῶς ἡ πρότασή μου νά ἐπιλέξει ἡ Βουλή ἕναν Αἰσυμνήτη ὡς πρωθυπουργό, τόν ὁποῖο νά στηρίζει καθ’ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀποστολῆς του, συνεχίζοντας φυσικά τήν ὕπαρξή της, ἀποκλείει τήν ἐκτροπή του σέ δικτάτορα τοῦ τύπου τῶν δικτατόρων τῆς παρακμῆς τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, οἱ ὁποῖοι σοφίσθηκαν τόν καταξιωμένο τίτλο.
Γιατί νά συμφωνήσουν
Στήν ἰδέα γιά τόν Αἰσυμνήτη ἔχω ἀκούσει πολλές φορές νά ἀντιπροβάλλεται τό ἐρώτημα «Γιατί νά δεχθοῦν οἱ βουλευτές ἔστω καί πρόσκαιρα νά στερηθοῦν τίς γλύκες τῆς ἐξουσίας, τίς μπάζες τους ; κλπ κλπ»
Ἡ ἀπάντηση εἶναι «Γιατί καί οἱ βουλευτές εἶναι ἄνθρωποι». Πρῶτον, ἀνάμεσα σ’αὐτούς ὑπάρχουν – κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀρνηθεῖ - εὔορκοι καί ἔντιμοι δημόσιοι λειτουργοί. Δεύτερον, ὑπάρχει τό φυσικό ἔνστικτο τοῦ πατριωτισμοῦ. Αὐτό ἦταν πού ἔκανε κοτζαμπάσηδες ἀρχιερεῖς καί φαναριῶτες, πού ἦταν καλά βολεμένοι μέ τό καθεστώς τοῦ σουλτάνου, ὅταν ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση νά ἁδράξουν τή σημαία της. (Ὅτι οἱ σημερινοί εἴμαστε ἀλλοιώτικοι ἀπό τούς παλιούς, παραγνωρίζει τά συστατικά τῆς ἀνθρώπινης φύσης). Τρίτον, ὁ κίνδυνος εἶναι ἄμεσος καί μεγάλος γιά ὅλους.
Ὅσες μπάζες καί ἄν ἔχουν διοχετευθεῖ στό ἐξωτερικό καί ὅσες ἐναλλακτικές σταδιοδρομίες καί ἄν προσβλέπονται στήν μετανάστευση, ἄν ἡ Ἑλλάδα καταρρεύσει, ὅ,τι διαθέτει ὁ καθένας μας σ’αὐτόν τόν τόπο, θά τεθεῖ στήν διάθεση μιᾶς ξένης κυριαρχίας. Ὅσοι θά παραμείνουν ἐδῶ, θά γίνουν ραγιάδες.
Μιλᾶμε γιά ἕναν ὑποστασιακό κίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τό πλῆρες ξεπέρασμα τῶν ἀδυναμιῶν μας.
Ἡ διεθνής θέση τῆς χώρας μας
Ὁ κόσμος μετά τήν νίκη τῆς Ἀμερικής ἐπί τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης ἔγινε πολύ ἀσταθής. Ἡ Ρωσία ἔγινε κομμάτια. Ἡ Γιουγκοσλαυϊα διαλύθηκε. Ἡ Σλοβακία πῆρε διαζύγιο ἀπό τήν Τσεχία. Ἡ ἑνότητα τοῦ Βελγίου συρρικνώθηκε. Τό Σουδάν διασπάστηκε. Στίς διάφορες ἀραβικές χῶρες ἔχουν ξεσπάσει ἐμφύλιοι πόλεμοι. Πολλές κυβερνήσεις στήν νοτιοανατολική Ἀσία δέν ἐλέγχουν τούς στρατούς τους. Οἱ εὐκαιρίες ξένων ἐπεμβάσεων ἀφθονοῦν.
Ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν Τουρκία μιάν ἀπειλή πού μπορεῖ νά σημάνει τό τέλος τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πέρα ἀπό τίς βλέψεις της στήν Θράκη, τό Αἰγαῖοι καί τήν Κύπρο καλλιεργεῖ τίς ἐπεκτατικές διαθέσεις τῆς Ἀλβανίας καί τῶν Σκοπίων. Ὁ νεο-οθωμανισμός εἶναι μιά ἰδεολογία ὁμογενοποίησης τοῦ χώρου πού τήν περιβάλλει.
Ποιά εἶναι τά δικά μας στηρίγματα στήν ἀπειλή; Τό ΝΑΤΟ ἔχει δηλώσει ἐπίσημα, ὅτι δέν θά εἶναι στό πλευρό μας σέ τουρκική ἐπίθεση. Ἡ Ἀμερική, ἰδιαίτερα, ρυθμίζει τήν στάση της ἀνάλογα μέ τά συμφέροντά της πού ἐξυπηρετεῖ κατά φορά ἡ Τουρκία. Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση εἶναι μέν ἀντίθετη στήν τουρκική ἔνταξη, ἀλλά ἡ πρακτική ἀλληλεγγύη της μέ μᾶς εἶναι περιορισμένη.
Μέ τήν οἰκονομική κρίση καί τήν συνακόλουθη κοινωνική ἀναταραχή, πού μᾶς μαστίζουν, ἡ δύναμη ἀντίστασης μας στήν τουρκική ἀπειλή εἶναι μειωμένη.
Καί αὐτό εἶναι ἄλλος ἕνας λόγος, καίριος, νά χρειάζεται νά ξεφύγουμε ἀπό τά στεῖρα παιγνίδια μεταξύ τῶν κομμάτων καί νά περάσει ἡ ἐξουσία σέ ἱκανά καί ἀποτελεσματικά χέρια.
Μιά πολύτιμη πρόταση
Στό ¨Βῆμα¨ τῆς 18ης Σεπτεμβρίου τό κύριο ἄρθρο μέ τίτλο ¨Στήν ἐντατική ἤ στό νεκροτομεῖο - Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τούς κ.κ. Γιῶργο Παπανδρέου, Ἀντώνη Σαμαρᾶ¨ ἔκανε μιά σημαδιακή ὑπόδειξη γιά τήν πορεία πού πρέπει νά ἀκολουθήσει ἡ χώρα.
Μετά μιάν ἐπισκόπηση τοῦ πῶς ἔφεραν τά δύο μεγάλα κόμματα τήν Ἑλλάδα στόν διεθνῆ διασυρμό καί τήν οὐσιαστική πτώχευση, ἔλεγε ὁ κ. Σταῦρος Ψυχάρης στούς ἀρχηγούς τους, ἐν ὄψει τῆς διάσκεψης πού θά γινόταν τήν ἑπομένη στίς Βρυξέλλες, ὅτι ὀφείλουν νά πᾶνε μαζί σ’αὐτήν καί νά δώσουν ἀπό κοινοῦ τήν τελική μάχη: «Καί ἄν χρειάζεται, παραμερῖστε καί ἀναθέσετε μέ κοινή ἀπόφαση σας τήν ἐκπροσώπηση τῆς χώρας σέ τεχνοκράτη πού ΔΕΝ πολιτεύεται, καί ΔΕΝ θά πολιτευθεῖ.»
Ἡ ὑπόδειξη ἦταν ὑπό τήν αἵρεση ¨ἄν χρειάζεται¨ καί ἀφοροῦσε τήν ἐπαναπροώθηση σέ συγκεκριμένη διάσκεψη. Ἐάν ὅμως ἡ ἀνάθεση τῆς ἐκπροσώπησης τῆς χώρας δινόταν σέ ἕνα πρόσωπο ἐκτός πολιτικῆς, ἑπόμενο θά ἦταν νά δοθεῖ στό ἴδιο ἡ ἐπίβλεψη τῆς ἐφαρμογῆς τῶν συμφωνηθέντων μέ τήν Τρόϊκα καί ἡ συναφής διακυβέρνηση τῆς χώρας κατά τήν διάρκεια τῆς κρίσης.
Τά δύο ΔΕΝ πού ἔγραψε ὁ κ. Ψυχάρης μέ κεφαλαῖα γιά τόν τεχνοκράτης παραπέμπουν κατ’εὐθείαν στόν Αἰσυμνήτη, ὅπως τόν περιέγραψε αὐτή ἡ Ἐφημερίδα. Ἐκπρόσωπο ἐκτός τοῦ πολιτικοῦ προσωπικοῦ χώρας καί τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιτυχία δέν θά ἐμβάλλει σέ φόβο τούς πολιτικούς, ὅτι θά ἀποκτήσουν ἕναν ἀκαταγώνιστο ἀντίζηλο.
Ἐν ὄψει τῆς ἐπιρροῆς πού ἀσκεῖ στά πολιτικά τό ¨Βῆμα¨ περίμενα μέ ἀγωνία τά ἑπόμενα ἄρθρα του. Ὅτι θά προωθήσει τήν σκέψη πού πρόβαλε. Δυστυχῶς, τίς δύο Κυριακές πού ἀκολούθησαν ὁ κ. Ψυχάρης ἀσχολήθηκε μέ ἄλλα, νά προετοιμάσει καλά προγράμματα στά κόμματα, τήν ¨ἀνεργία¨ τῶν ὑπουργῶν κλπ. κλπ.
Ὅλα σώζονται ἀκόμη - Τό ζήτημα δέν ἔχει κλείσει.
Ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι ἀσφυκτιοῦν μέ τήν κατάσταση. Μέ τά λαϊκά εἰσοδήματατα πού συρρικνώνονται. Μέ τήν ἐπικέντρωση τῆς Τρόϊκας στό πῶς θά πάρει πίσω τά λεφτά πού τῆς χρωστοῦμε καί τήν παραγνώριση ἐκ μέρους της τῆς ἀνάγκης γιά οἰκονομική ἀνάπτυξη. Μέ τά ἀλλοπρόσαλλα μέτρα τῆς κυβέρνησης. Μέ τήν ἀνομία πού ἐξαπλώνεται.
Ἡ λέξη ¨δικτατορία¨ ἀπό καταραμένη κυκλοφορεῖ εὐρύτατα πλέον ὡς ἐλπίδα ἀπολύτρωσης.
Προσοχή ὅμως: Ἡ δικτατορία ἐκ μέρους ἑνός πού θά διαθέτει ὡς κυριώτερο ἐφόδιο τήν δύναμη τῶν ὅπλων γιά τήν ἐπιβολή της, θά εἶναι καταστροφική. Θά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἄλλου εἴδους καί μεγαλύτερες περιπέτειες. Σέ συγκρούσεις μέ τίς ὁμάδες τῶν θιγομένων, σέ κλώτσημα ἀπό τήν Τρόϊκα, πού πολλοί πίσω της ζητοῦν νά πεῖ ¨ὅτι χάσαμε, χάσαμε¨ καί νά σταματήσει νά μᾶς δίνει.
Χρειαζόμαστε τόν Αἰσυμνήτη, μέ τά προσόντα πού ἔχουν περιγράψει αὐτές οἱ στῆλες, πού νά ἔχει τήν στήριξη τῆς Βουλῆς καί τήν ¨ἔξωθεν καλή μαρτυρία¨ στήν κοινή γνώμη.
Ὅλα σώζονται ἀκόμη, ἀρκεῖ ἡ κοινή γνώμη νά πείσει τήν Βουλή γιά τήν αἰσυμνητεία προτοῦ νά ἐπέλθει ἡ καταστροφή.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Νέο Δ.Σ. του Κ.Σ.Μ.


Κατά την Γενική Συνέλευση των μελών του Κέντρου Σοσιαλιστικών Μελετών της 12ης Δεκεμβρίου 2011 επανεξελέγη το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο, δηλαδή οι:
Πρόεδρος: Λέανδρος Σλάβης
Αντιπρόεδρος: Γιάννης Ζαχαρίου
Γενικός Γραμματέας: Γιάννης Καούνης
Ταμίας: Χαρίκλεια Μαυρομμάτη
Υπεύθυνος Συγκεντρώσεων: Λουκάς Θεοχαρόπουλος
Υπεύθυνος Τύπου: Λουκάς Θεοχαρόπουλος
Υπεύθυνος Εφημερίδας: Αντώνης Δροσόπουλος

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΕΛΙΝΟΣ: Μέτρων Πακέτο VS Γκέττο

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 156/Οκτώβριος 2011)

«Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη και Βιέννη, μπρος στην Αθηνά καμιά, μα καμιά σας δεν βγαίνει!», έλεγε ένα τραγούδι της εποχής της ακμής της ελαφράς μουσικής. Μπρος στην Αθήνα καμιά τους ούτε έβγαινε τότε, ούτε βγαίνει τώρα. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Τότε, τουλάχιστον κατά την άποψη του στιχουργού, δεν έβγαιναν μπροστά στο ιοστεφές άστυ σε ομορφιές και ζεστασιά. Τώρα, αντίθετα, δεν βγαίνουν μπροστά του σε ασχήμια και απώθηση!
Είναι κάτι το αναμενόμενο σε έναν τόπο όπου το μόνο που διδάσκει η ιστορία είναι το ότι δεν διδάσκει τίποτε! Αυτό αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, δύο ανακοινώσεις που συνέπεσαν με την αιχμή των αντιδράσεων, αλλά και των εκτρόπων, που ακολούθησαν τη δολοφονία από μετανάστες ενός ανύποπτου έλληνα οικογενειάρχη, κάτοικου ενός από τα γκέττο της πρωτεύουσας. Με την πρώτη ανακοινωνόταν ότι βρισκόταν στην τελική ευθεία το άνοιγμα του Ξενοδοχείου των Απόρων στην Οδό Πατησίων, κάπου μεταξύ της Πλατείας Αμερικής – Πλατεία Αφρικής την αποκάλεσε μετανάστρια από την Ουκρανία (!) – και της Πλατείας Κολιάτσου. Με τη δεύτερη ότι πρόκειται να λειτουργήσει Ξενώνας Αστέγων απέναντι από το Σταθμό Λαρίσης! Ανακοινωνόταν, μ’άλλα λόγια, το άνοιγμα δύο επιπλέον πόλων έλξης φορέων προβλημάτων στις προβληματικές περιοχές που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης ακριβώς λόγω της υπερβολικής συγκέντρωσης μιζέριας σε αυτές. Μάλιστα, μόλις λίγες μόλις βδομάδες μετά τη λήξη της φιλοξενίας των μεταναστών, που είχαν καταλάβει τη Νομική Σχολή, στο αναξιοποίητο περικαλλές αρχιτεκτόνημα της Βίλλας “Υπατία” της περιοχής του Αρχαιολογικού Μουσείου, που, σε άλλες πόλεις, θα αποτελούσε ένα από τα τοπόσημά τους.
Μάλιστα, στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε (τυχαία άραγε;) και η απόφαση – στο πλαίσιο ευρύτερων ανακατατάξεων – της υποβάθμισης και διοικητικής υπαγωγής σε άλλες μονάδες των δύο μοναδικών δημόσιων φορέων περίθαλψης της περιοχής του Γενικού Νοσοκομείου Πατησίων και της ιστορικής “Παμμακαρίστου”.
Με την πρώτη ματιά οι επιλογές φαίνονται εύλογες· τα κέντρα υποδοχής θα στηθούν εκεί όπου βρίσκεται το κέντρο βάρους του προβλήματος που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Άμα το καλοεξετάσει κανείς, όμως, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει ότι το επακόλουθο των συγκεκριμένων επιλογών θα είναι ο φαύλος κύκλος της περαιτέρω “γκεττοποίησης” των “κοινωνικών χωματερών” της πόλης. Δηλαδή, η περαιτέρω υποβάθμιση των περιοχών, η οποία αποβαίνει σε βάρος τόσο των παλιών κατοίκων τους – δηλαδή εκείνων που εγκλωβίστηκαν σε αυτές και δεν μπορούν να φύγουν ή δέθηκαν με αυτές και αρνούνται να τις εγκαταλείψουν – όσο και των μεταναστών που αντικατέστησαν αυτούς που την “κοπάνησαν” (όσο ήταν καιρός).
Πρόκειται για μία πανομοιότυπη πρακτική, με αντίθετο όμως στόχο, με αυτή που εφαρμόζεται εδώ και τρεις – τέσσερις δεκαετίες στην πρωτεύουσα: την πλαισίωση με έργα βιτρίνας των περιοχών που αποτελούσαν τη βιτρίνα της πόλης. Γιατί κάθε παρέμβαση στην πόλη συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας δυναμικής ως πολλαπλασιαστής της τάσης που εκπροσωπεί. Με αυτόν τον τρόπο η πόλη είχε χωριστεί σε τομείς δύο ταχυτήτων: ο ένας εκσυγχρονιζόταν και εμπλουτιζόταν με έργα βελτίωσης της υποδομής και διευκόλυνσης της ζωής των κατοίκων του, ο άλλος όχι μόνο παρέμενε στάσιμος, αλλά, εξαιτίας της όλο και μεγαλύτερης ποιοτικής απόστασης που τον χώριζε από τον πρώτο, απωθούσε όλο και περισσότερο τους ιθαγενείς του.
Ενώ, όμως, μέχρι πρότινος η ψαλίδα άνοιγε με ένα συγκρατημένο ρυθμό, επειδή το ένα σκέλος της ξέφευγε προς τα πάνω, τελευταία ο ρυθμός επιταχύνθηκε, επειδή άρχισε το δεύτερο σκέλος της να ωθείται παράλληλα προς τα κάτω. Μία τάση που αναπτύχθηκε αφότου η παντελής έλλειψη μέριμνας για αυτές κούμπωσε με την ανοχή (αν όχι ενθάρρυνση) στη συγκέντρωση σε αυτές όλων των οχληρών πτυχών της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο νέοι χώροι υποδοχής θα γειτνιάζουν με τις δύο μακροβιότερες καταλήψεις (ιστορικών και περίτεχνων) κτηρίων, ο μεν με την κατάληψη στη γωνία των Οδών Λ. Καραγιάννη – Ι. Δροσοπούλου (που τίμησε προ καιρού το αργυρό ιωβηλαίο της!) και ο δε με την κατάληψη της πάλαι ποτέ περίφημης Βίλλας “Αμαλία”. Ούτε το ότι, μεσοκαλόκαιρο, αφέθηκε στο έλεος των καταληψιών, μετά από μια “επίσκεψη αβροφροσύνης” των αστυνομικών δυνάμεων κατά την απουσία τους, μία τρίτη κατάληψη, της προπολεμικής διατηρητέας και ιστορικής (επειδή σ’αυτήν έζησε κάποια χρόνια η Μαρία Κάλλας) Πολυκατοικίας “Παπαλεονάρδου”, στην Οδό Πατησίων, στο ίδιο τετράγωνο με τη Βίλλα “Υπατία”! Όπως δεν είναι τυχαίο και το ότι οι εκάστοτε καταληψίες προτιμούν στόχους αυτών των περιοχών· γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν είχαν προτιμήσει εξίσου προσιτά κτήρια άλλων περιοχών θα είχαν εκπαραθυρωθεί κλωτσηδόν μέχρι να πουν κύμινο!
Όλες αυτές οι ενέργειες (και παραλείψεις) που επιχειρούνται και συγκλίνουν προς ένα αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα: την επιλεκτική υποβάθμιση συγκεκριμένων περιοχών της πρωτεύουσας! Το ότι συνάδουν, μάλιστα, με σχέδιο συγκέντρωσης όλων των αλλοδαπών σε συγκεκριμένη περιοχή της πόλης, το οποίο δημοσιεύματα αποδίδουν στη δημοτική αρχή, ενδέχεται να υποδεικνύει το ότι η διαίρεσή της πρωτεύουσας σε γειτονιές πατρικίων και πληβείων δεν οφείλεται σε συρροή συμπτώσεων, ούτε αποτελεί ευφάνταστο σενάριο συνωμοσιολογίας. Ας σημειωθεί δε ότι μια τέτοια επιλογή δεν είναι καν λυσιτελής σε μια πόλη με διάτρητα εσωτερικά όρια. Η περιοχή που θα θυσιαστεί θα αποτελέσει πόλο έλξης, με αποτέλεσμα να αναζητηθεί για το πλεόνασμα ζωτικός χώρος στις όμορες της περιοχές. Άραγε οι ανεγκέφαλοι ή κακόβουλοι εισηγητές μιας τέτοιας επιλογής προτίθενται να αποζημιώσουν τους κατοίκους των που θα δουν τις περιουσίες τους να χάνουν ό,τι έχει απομείνει από την αξία τους; Οι απεχθείς βολονταρισμοί αυτού του είδους ευδοκιμούσαν μέχρι τώρα μόνο σε καθεστώτα τύπου Τσαουσέσκου ή Ναζαρμπάγεφ!
Αυτή, όμως, η τάση, η οποία, στην περίπτωση της Αθήνας ευνοείται από τα μέτρα κρατικών και δημοτικών αρχών, δεξιών τε και αριστερών αντιλήψεων, είναι στο στόχαστρο αριστερών τε και δεξιών αρχών σε άλλες χώρες που προσπαθούν να αποτρέψουν ή να ανατρέψουν μία de facto δημιουργία συνοικιών προνομιούχων, οι οποίες, στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, παίρνουν ακόμα και τη μορφή περιτειχισμένων νησίδων (“gated communities”). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αποτρεπτικές προσπάθειες στέφονται με επιτυχία πάντοτε και παντού. Αλλά, τουλάχιστον, αναλαμβάνονται.
Είναι χαρακτηριστικά τα (όχι πάντοτε αποτελεσματικά) μέτρα των γαλλικών αρχών για την επίτευξη του “κοινωνικού ανακατώματος” ή της “κοινωνικής μείξης” (“mixité sociale”) που επιδιώκουν τη συμβίωση ποικίλων οικονομικό-κοινωνικών πολυφυλετικών στρωμάτων μέσα στα όρια ετερογενών συνοικιών ή προαστίων και την διάρρηξη του ιστού των προνομιούχων νησίδων (“enclaves dorées”). Σ’αυτά συμβάλλουν κοινωνικοί φορείς, όπως πολιτικά κόμματα και η εκκλησία, οργανώσεις πολιτών, αλλά και επιχειρήσεις (με την πολιτική προσλήψεων που εφαρμόζουν). Μέχρι και νομοθετική ρύθμιση έχουν στη διάθεσή τους (αρκετά έγκαιρα, από το 1991)! Στο πλαίσιο αυτής οι δημοτικές αρχές των πλούσιων προαστίων οφείλουν να αναπτύξουν σε ιδιόκτητά τους οικόπεδα κατοικίες, με προκαθορισμένο ποσοστό στο σύνολο του δυναμικού των κατοικιών του Δήμου, όπου θα στεγάσουν με χαμηλό νοίκι οικονομικά ασθενή νοικοκυριά. Αντίστροφα, και αυτό όχι μόνο στη Γαλλία, σε περιοχές που έχουν παρακμάσει χωροθετούνται υποδομές που θα τους προσδώσουν ακτινοβολία για αναστρέψουν τη δυναμική τους.
Αντίθετα, στην Ελλάδα σχεδόν ευνοείται o διαχωρισμός, η “γκεττοποίηση”. Μάλιστα, πολύ συχνά με τις ευλογίες μιας ανεγκέφαλης αριστεράς! Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει πρωτοστατήσει στον αποκλεισμό από προνομιούχες περιοχές οχληρών μεν, πλην όμως απαραίτητων λειτουργιών, οι οποίες, στη συνέχεια, εγκαθίστανται αναγκαστικά στις γειτονικές “κοινωνικές ή περιβαλλοντικές χωματερές”. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η απουσία αντίδρασης εκ μέρους της σε καταστάσεις που απολήγουν σε ανάλογο αποτέλεσμα. Είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικό το γεγονός ότι όλες οι σώφρονες φωνές, οι οποίες υποστήριξαν τη μερική μετατροπή της έκτασης του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού σε “τράπεζα γης” προς όφελος όλων των περιοχών – και, κατά κύριο λόγο, των πιο αδικημένων – του Λεκανοπεδίου, προήλθαν από άλλους πολιτικούς χώρους. Αντίθετα, η εν λόγω αριστερά ματαιοπονούσε – όπως αποδείχθηκε – στην προάσπιση του αντιοικονομικού φαραωνικού έργου του “μητροπολιτικού πάρκου”. Κι όμως, με την εκμετάλλευση αυτού του αποθέματος γης θα μπορούσαν να αποκτήσουν λίγο (παραπάνω) πράσινο οι συνοικίες της Αθήνας που το στερούνται περισσότερο και να πάψουν οι δρόμοι τους να είναι πρωταθλητές στη συσσώρευση κάθε είδους ρύπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, στις πρώτες θέσεις του σχετικού πίνακα για το 2010 βρέθηκαν και με διαφορά οι Οδοί Πατησίων και Αριστοτέλους, στην καρδιά των κοινωνικών και, συνάμα, περιβαλλοντικών χωματερών της πόλης. Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Πρόκειται, άραγε, για αδιαφορία ή έλλειψη διορατικότητας αυτής της αριστεράς; Εκτός και αν πρόκειται για μια υστερόβουλη πολιτική (που εφαρμόζεται και σε άλλους τομείς) με στόχο τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων στα γκέττο και την απόσπασή τους από τη σφαίρα επιρροής της εξουσίας. Αν και, σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για μία ασύγγνωστη εθελοτυφλία, γιατί όπως αποδείχθηκε επανειλημμένα στο απώτερο παρελθόν στο εξωτερικό και στο πρόσφατο στη χώρα, δεν είναι ούτε η αριστερά ούτε η δημοκρατία που επωφελούνται από αυτές τις καταστάσεις.
Αν δεν γίνουν κατανοητές αυτές οι στοιχειώδεις διαπιστώσεις, δεν έχουν ελπίδες ευόδωσης ούτε η περιλάλητη επιστροφή των Αθηναίων στο ιστορικό κέντρο ούτε η μετατροπή της πόλης σε τουριστικό προορισμό “city breaks”, όπως οραματίζονται κυβερνητικές και δημοτικές κεφαλές.
Για να επανακάμψουν οι κάτοικοι στις συνοικίες που εγκαταλείψανε θα πρέπει να αρθούν οι αιτίες που τους οδήγησαν στη μετοικεσία (και όχι να επιδεινώνονται). Για να αποφασίσει να επιστρέψει στο κέντρο της πόλης αυτός που, για παράδειγμα, απαύδησε ψάχνοντας κάθε βράδυ θέση για να σταθμεύσει το αυτοκίνητό του, θα πρέπει να πεισθεί ότι, πλέον, θα βρίσκει. Πως, όμως, όταν εντεταλμένα «τάγματα εφόδου» σαμποτάρουν κάθε σχετική απόπειρα; Πρόσθετα, θα πρέπει να πεισθεί ότι η θέση που θα βρει θα του παρέχει τα εχέγγυα ότι δεν θα βρει την επομένη το αυτοκίνητό του “καλοκαιρινό”. Με ποια λογική αναμένεται ότι κάποια νεαρά ζευγάρια θα προτιμήσουν να εγκατασταθούν στο κέντρο, για να επωφεληθούν από κάποιες φορολογικές απαλλαγές, όταν το αντίτιμο αυτής της εγκατάστασης θα είναι επαχθέστερο; Γνωρίζουν ότι, αν δεν προηγηθεί η αναβάθμιση των δημόσιων σχολείων κάθε βαθμίδας στη νέα γειτονιά τους, μόνο το ιδιωτικό σχολείο, στα πέρατα του κόσμου, στο οποίο θα αναγκαστούν να στείλουν τα γεννήματά τους, θα τους στοιχίσει κάτι παραπάνω από την φορο-ελάφρυνση. Και δεν θα πάρουν τη μεγάλη απόφαση αν πρόκειται, εξαιτίας της, είτε να κλειδαμπαρώνουν τους γόνους τους μέσα στους τέσσερις τοίχους, είτε να ζουν με το άγχος των κινδύνων που θα τους περιμένουν μόλις ξεμυτίσουν μόνοι τους στο δρόμο.
Από την άλλη και παρά το ότι, από άποψη υποδομών και δραστηριοτήτων, η πρωτεύουσα έχει καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου που τη χώριζε από τους παραδοσιακούς προορισμούς αστικού τουρισμού, δεν θα κερδίσει εύκολα την προτίμηση των καλοπερασάκηδων πιστών του. Δεν πρόκειται να συρρεύσουν επειδή θα μπορούν να προμηθευτούν μια ενιαία κάρτα χρήσης των συγκοινωνιών και επίσκεψης των μουσείων, αν δεν νιώθουν καλοδεχούμενοι και ασφαλείς στους δρόμους της πόλης. Και, κυρίως, αν δεν νιώθουν ελεύθεροι να περιπλανηθούν σ’αυτήν οπότε έχουν όρεξη, αντί να ασφυκτιούν μέσα από τα αόρατα κάγκελα των ελάχιστων προσπελάσιμων περίκλειστων οάσεων. Γιατί, μπορεί η ανασφάλεια να μην είναι προνόμιο της Αθήνας, αλλά σε άλλους προορισμούς δεν έχουν παρά να αποφεύγουν ορισμένες κακόφημες συνοικίες και κάποιες μόνο ώρες.

ΑΡΗΣ ΓΚΡΙΝΙΑΡΗΣ: Λόγων και πράξεων συνέπεια…

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 156/Οκτώβριος 2011)

«Στις 18 σοσιαλισμό»! Με αυτή τη μαγική συνταγή, που κυριαρχούσε ως ιαχή σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σάρωσε στις εκλογές του Οκτώβρη του 1981. Ωστόσο, οι εμπνευστές του ποτέ δεν είχαν εξηγήσει προκαταβολικά ούτε ποιο “σοσιαλισμό” ούτε ποιες “18” εννοούσαν, γιαυτό και ο καθένας αντιλαμβανόταν το κατευθυντήριο της μετέπειτα πορείας σύνθημα όπως τον βόλευε. Αυτό εξηγεί κατά μεγάλο μέρος την προεκλογική απήχηση του συνθήματος. Αλλά και τη μετεκλογική απογοήτευση μέρους του εκλογικού σώματος που είχε πιστέψει ότι την επαύριο των εκλογών θα έπιαναν δουλειά τα ντόπια “σοβιέτ”. Έτσι παρασύρθηκαν – για να μην ξεχνιόμαστε – και οι “λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις” και άλωσαν, σε συνεργασία με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., κάθε πτυχή δημόσιου βίου στη χώρα και την κομματικοποίησαν. Βέβαια, στη συνέχεια, όταν οι “πρασινοφρουροί” απέκτησαν την αναγκαία δύναμη για να κάνουν κουμάντο μόνοι τους, παραγκωνίστηκαν και άρχισαν τις σπαραξικάρδιες οιμωγές, ως απατημένες σύζυγοι!
Σήμερα, έχουν αρχίσει πια να ξεδιαλύνονται ορισμένα από τα σκοτεινά σημεία του συνθήματος. Τουλάχιστον ως προς το ποιο “σοσιαλισμό” υπονοούσε. Επρόκειτο για έναν τριτοκοσμικό (ψευδο)σοσιαλισμό, επί της ουσίας μονοκομματικό, κατά το παράδειγμα των ειδώλων της εποχής, όπως του “φίλου” Καντάφι, ο οποίος – κατά δήλωσή του – είχε βοηθήσει και είχε εγκρίνει το κίνημα. Βέβαια, θα διατηρούσε ένα προσωπείο πολυκομματισμού, αφενός μεν για να ρίχνει στάχτη στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων, των οποίων τα όβολα ήταν αναγκαία για τη χρηματοδότηση του στησίματος του κομματικού κράτους, αφετέρου δε για να εξασφαλίζει τις κυβερνητικές παρενθέσεις, στις οποίες θα φορτωνόταν κάθε κακώς κείμενο και οι οποίες θα το διευκόλυναν να λούζεται, ως “Ήρα”, στην Πηγή της Κανάθου και να ξαναβρίσκει το κίνημα την (πολιτική) παρθενία του.
Ο (ψευδο)σοσιαλισμός που θα εκμαίευε το “κρίνο” της “αλλαγής” θα διασφάλιζε και την κληρονομική μεταβίβαση της υπέρτατης εξουσίας, κατά το παράδειγμα του σοσιαλισμού των οικογενειών Κιμ, Άσσαντ, αλλά και άλλων, τις οποίες τις πρόλαβαν τα γεγονότα και των οποίων τα μεγαλεία και την δόξαν είχε ζηλώσει! Βέβαια, θα ήταν ανεκτό να μεσολαβούν και κάποιες παρένθετες καταστάσεις, όταν είτε η διαδοχή δεν ήταν έτοιμη είτε η παραλαβή του “δακτυλιδιού” της αρχηγίας της φατρίας δεν εξασφάλιζε και την παραλαβή του “στέμματος” της πρωθυπουργίας.
Πρόσθετα, θα έστηνε το γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο είναι απαραίτητο για την αδιατάρακτη επιβίωσή του και αποτελεί “conditio sine qua non” για κάθε (ψευδο)σοσιαλισμό που σέβεται τον εαυτό του. Επίσης, θα ξεχώριζε την “ήρα” (δηλαδή τους πληβείους του ιδιωτικού τομέα) από το “στάρι” (δηλαδή τους πατρίκιους του δημόσιου τομέα), με την εξαίρεση βέβαια εκείνων από τους πρώτους που θα χρημάτιζαν “δεκανίκι” της εξουσίας του και θα είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πρώτη θέση της (ψευδο)σοσιαλιστικής κοινωνίας των δύο ταχυτήτων που θα διαμορφωνόταν. Για τους υπόλοιπους επιφύλασσε την τύχη που επιφύλαξαν στο παρελθόν και μέχρι την κατάρρευσή τους οι “σοσιαλισμοί” του Χότζα και των συν αυτώ: την προλεταριακή εξαθλίωση! Ίσως δε, η κρίση να του έδωσε την ευκαιρία να πετύχει και αυτόν τον στόχο χωρίς πολύ προσπάθεια, γιαυτό και έκανε τόσα τέρμινα να πάρει μπρος και να αντιδράσει.
Αντίθετα, όμως, προς τον “σοσιαλισμό” του συνθήματος ακόμα δεν διευκρινίστηκε επακριβώς το ποιες “18” είχε κατά νου το κίνημα! Πάντως, δεν επρόκειτο να ανταποκρίνεται στην ετέρα ατάκα της εποχής, το «εδώ και τώρα» (ή «ατάκα κι επί τόπου» σύμφωνα με ασμάτιον του συρμού ελαφρολαϊκής αοιδού της εποχής, την οποίαν εκτιμούσε δεόντως ο πατήρ του κινήματος και του σημερινού ηγέτη του). Αυτό αποσκοπούσε , απλά, να φενακίζει κάποιους ανυπόμονους.
Όπως φαίνεται, ωστόσο, θα διαφανεί οσονούπω και το ποιες “18” κρύβονταν πίσω από το προ τριακονταετίας κυρίαρχο σύνθημα. «Ελήλυθεν η ώρα», καθώς πληρούνται ένα-ένα όλα τα προαπαιτούμενα. Αρωγός η πρωτοφανής κρίση. Χάρις σ’αυτήν και για να διαφυλαχτεί “ως κόρη οφθαλμού” η γραφειοκρατία του συστήματος και βασικός στυλοβάτης του – με κάποιες αβαρίες είναι αλήθεια, αλλά ας μην τα θέλει όλα δικά του – εξοντώνεται ο ιδιωτικός τομέας. Με τον ρυθμό που υποσκάπτεται ο τελευταίος (για να συντηρηθεί ο πρώτος) σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε για δείγμα ιδιωτικής επιχείρησης στη χώρα. Όλες θα μεταναστεύσουν από τον τόπο τον φθονερό: άλλες σε τόπο καρπερό και άλλες σε τόπο χλοερό. Θα απομείνουν λίγες είτε ως εξαιρέσεις του κανόνα είτε ως μουσειακό έκθεμα ιδιάζουσας αντοχής και προσαρμοστικής ικανότητας κατά την ερμηνεία μιας δαρβινικής οικονομικής κοινωνιολογίας.
Παράλληλα, θα εξαφανισθεί και η ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας και δη (ακόμα και πρώτης) κατοικίας, καθώς στα μάτια του πασοκικού κατεστημένου (όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες φοροεπιδρομές του) η ιδιοκτησία από ανδράποδο ισοδυναμεί με έγκλημα καθοσίωσης. Κάποιοι πάλαι ποτέ ιδιοκτήτες τη ρευστοποίησαν πριν από μια ντουζίνα χρόνια («τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», για να μην ξεχνιόμαστε ακόμα μια φορά) για να επενδύσουν στο “πολύφερνο” χρηματιστήριο και να μείνουν μετ’ολίγον “ταπί”. Κάποιοι άλλοι, αδύναμοι οικονομικά, σπεύδουν να απαλλαγούν άρον-άρον από αυτήν γιατί δεν αντέχουν πια να πληρώνουν το ένα “χαράτσι” μετά το άλλο. Οι υπόλοιποι, που δανείστηκαν για να την αποκτήσουν, τελικά, έχασαν «και τα αυγά και τα πασχάλια». Δεν πρόλαβαν να τη χαρούν και τους την παίρνουν πίσω οι τράπεζες.
Οι οποίες, με τη σειρά τους, είναι ετοιμόρροπες εξαιτίας της έκθεσής τους στη στήριξη του κράτους. Το οποίο, όπως διακήρυξε ο από κάθε άποψη πληθωρικός “μέγας αυλάρχης” του, διατίθεται να τις βοηθήσει (με τα λεφτά που δεν έχει και απομυζά από τα υποζύγια), με την προϋπόθεση μετατροπής σε μετοχές της βοήθειας! Έτσι, το κίνημα «πετυχαίνει μ’ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»! Κρατικοποιεί, έστω και μερικά, τις τράπεζες και βάζει στο χέρι τόσο τις ιδιοκτησίες, οι οποίες έμειναν αμανάτι στις τράπεζες από τους ιδιοκτήτες “του ενός φεγγαριού” που δεν μπόρεσαν να εξοφλήσουν τα δάνειά που πήραν για να τις αποκτήσουν, όσο και τις επιχειρήσεις, οι οποίες περιήλθαν στους πιστωτές τους μετά από τέτοιας έκτασης και διάρκειας κεσάτια!
Κάπως έτσι, δηλαδή μέσα στην ασάφεια, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν εφείσθη προσπαθειών για να κάνει πραγματικότητα και άλλες εξαγγελίες εκείνης της ηρωικής εποχής, αλλά και της πιο πρόσφατης. Όπως το περίφημο «Έξω οι βάσεις του θανάτου»! Το πότε δεν διευκρινιζόταν. Έτσι, ο αγώνας δικαιώθηκε και οι βάσεις έμειναν μέχρι νεωτέρας, ωσότου, δηλαδή, τους στέρησε το λόγο ύπαρξης το “σιδηρούν παραπέτασμα”, που αποδείχθηκε “πύργος στην άμμο”.
Όπως και το «Έξω από την Ε.Ο.Κ. και από το Ν.Α.Τ.Ο.», τα δύο μέλη του ίδιου συνδικάτου, του μόνου που δεν κατάφερε να καπελώσει το κίνημα! Από το Ν.Α.Τ.Ο. δεν φύγαμε, αλλά και που μένουμε δεν έχει πια τόσο σημασία. Ούτε από τη μεταλλαγμένη σε Ενωμένη Ευρώπη Ε.Ο.Κ. φύγαμε μέχρι στιγμής μόνοι μας, αλλά ίσως δεν θα αργήσει η στιγμή που θα μας εκπαραθυρώσουν κακήν- κακώς!
Όπως, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, και το «Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Ξεχαρβάλωσε μεν ευθύς εξαρχής ιεραρχίες και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της άλωσής των από το κόμμα και τη γραφειοκρατία του, αλλά δεν είχε ξεκαθαρίσει ότι αυτοί που θα καπάρωναν τις εξουσίες δεν ήταν ο οποιοσδήποτε “λαός”, μα κάποιοι άλλοι (εργατοπατέρες, φοιτητοπατέρες, αγροτοπατέρες και δε συμμαζεύεται) στο όνομά του αλλά για την πάρτη τους. Και αν ο πραγματικός “λαός” δεν ανέβηκε στο θρόνο της εξουσίας, έφτασε, σε αντιστάθμισμα, ο “ΛΑ.Ο.Σ.” να της “κάνει τα γλυκά μάτια” από τα προπύλαιά της!
Όπως, τέλος, και με το «Λεφτά υπάρχουν!». Δεν ψευδόταν· λεφτά υπήρχαν. Αλλά δεν είχε εξηγηθεί ούτε το “που” υπήρχαν, ούτε το “πως” (δηλαδή με τι αντίτιμο) θα τα έπαιρναν, ούτε το “που” θα πήγαιναν.
Ίσως, τελικά, να πρόκειται για το μοναδικό στα χρονικά ελληνικό κόμμα που τήρησε πιστά τις εξαγγελίες του και, φευ, πέτυχε να τις υλοποιήσει. Έστω και ετεροχρονισμένα, όπως είχε χορηγήσει τις αλήστου μνήμης Α.Τ.Α. (αυτόματες τιμαριθμικές αναπροσαρμογές) των μέσων της δεκαετίας του 1980.
Όμως, το μέγιστο επίτευγμά του ήταν άλλο: το γεγονός ότι κατάφερε από τη μια να “εκπασοκίσει” σχεδόν το σύνολο του πολιτικού φάσματος που έχει τα φόντα να αναλάβει την εξουσία στο ορατό μέλλον και από την άλλη να “εκπασοκίσει” την ίδια την κοινωνία, η οποία πασχίζει να ξαναβρεί τον εαυτό της τώρα που έφτασε ένα βήμα πριν από τον γκρεμό. Ή, μήπως, ένα βήμα πάνω από τον γκρεμό, στον οποίο δεν κατρακυλά ωσότου συνειδητοποιήσει την κατάστασή της, όπως οι αρνητικοί ήρωες στις ταινίες κινουμένων σχεδίων;

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Γειτονιές στο απόσπασμα

("Νέα Αγχίαλος" τεύχος 72/Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2011)

Είναι αναπόφευκτο: όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, έτσι και οι κοινωνίες ακμάζουν και παρακμάζουν. Ενίοτε δε εξαφανίζονται! Αλλά και αναγεννιούνται! Μάλιστα, σ’αυτές τις μεταπτώσεις δεν υπόκεινται μόνο κοινωνίες με την ευρεία έννοια, δηλαδή σε επίπεδο μείζονος γεωγραφικής ενότητας, αλλά και τοπικές κοινωνίες, σε επίπεδο χωριού, πόλης ή ακόμα και γειτονιάς. Γιατί, κατά κάποιο τρόπο, κάθε οικιστική ενότητα αποτελεί ένα ζωντανό κύτταρο. Και δεν χρειάζεται κάποια εμβριθής επιστημονική ανάλυση για να γίνει αντιληπτό: αρκεί να ρίξει μια ματιά όποιος διατηρεί αμφιβολίες σε τόπους που είτε κάποτε ακτινοβολούσαν και σήμερα φυτοζωούν στο περιθώριο, είτε κάποτε δεν ήταν άξιοι για μια κουκκίδα στον χάρτη και σήμερα είναι γραμμένοι με έντονα γράμματα και κοσμούνται με (συχνά ακατάληπτα) πικτογράμματα, χωρίς αυτό να αποκλείει την αντίστροφη πορεία σε κάποιο μακρινό ή και κοντινό μέλλον.
Είναι η “μοίρα” τους να υφίστανται τις συνέπειες των αλλαγών που επηρεάζουν την εξέλιξή τους. Ήταν για παράδειγμα φυσιολογικό να ακμάζουν στην Ελλάδα της εποχής του Τρικούπη οι περιοχές παραγωγής και τα λιμάνια εξαγωγής της σταφίδας, την οποία ορέγονταν οι κάτοικοι της Γηραιάς Αλβιώνος για τις πουτίγκες τους και η οποία αποτελούσε τότε το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας. Και να παρακμάσουν (συγκριτικά τουλάχιστον) όταν η συμβολή των αγροτικών προϊόντων γενικότερα και του συγκεκριμένου προϊόντος ειδικότερα στην οικονομική δραστηριότητα υποχώρησε ραγδαία.
Αλλά η “μοίρα” δεν διαμορφώνεται πάντα από αναπόφευκτες εξελίξεις. Ο διακεκριμένος γάλλος γλωσσολόγος Louis-Jean Calvet υποστήριζε, σε κείμενό του σχετικά με τον κίνδυνο εξαφάνισης σημαντικού αριθμού από τις γλώσσες του πλανήτη, ότι υπάρχουν γλώσσες που πεθαίνουν κι άλλες που τις σκοτώνουν. Είναι πρόδηλο αυτό που ήθελε να πει. Από τη μία κάποιες γλώσσες πεθαίνουν γιατί οι φυλές ή εθνότητες που τις μιλούν συρρικνώνονται πληθυσμιακά, γιατί τα μέλη τους μεταναστεύουν και απορροφώνται από τις τοπικές κοινωνίες, γιατί τα άτομα που τη μιλούν στρέφονται προς την κυρίαρχη γλώσσα της περιοχής… Από την άλλη, όμως, κάποιες γλώσσες τις σκοτώνουν πολιτικές ή αποφάσεις, όπως η απαγόρευση της χρήσης τους με στόχο την επίτευξη μιας γλωσσική ομοιογένειας του πληθυσμού, η παράλειψη διδασκαλίας τους, η πλύση εγκεφάλου που επιχειρείται με το γλωσσικό μονοπώλιο στα πολιτιστικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης…
Κάπως έτσι, δηλαδή με επιλεκτικές ενέργειες ή παραλείψεις, “σκοτώνονται” και περιοχές μιας χώρας ή μιας πόλης. Σε αυτή δε τη πρακτική μεγαλουργεί η φαυλεπίφαυλη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας! Κάτι απόλυτα αναμενόμενο στην πατρίδα της θεωρητικής καταξίωσης του “Μπάρμπα στην Κορώνη”! Πόσες και πόσες περιοχές της χώρας δεν νιώθουν ακόμα και σήμερα μια, όχι πάντα αδικαιολόγητη, πικρία για την αρνητικά μεροληπτική αντιμετώπισή τους από την κεντρική εξουσία. Αν όμως η διακριτική μεταχείριση περιοχών αποτελεί παραδοσιακό στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας, νεότευκτο στοιχείο αποτελεί η συστηματική απαξίωση συνοικιών μέσα στα όρια μιας και της αυτής πόλης. Και όχι μόνο στην πρωτεύουσα και τη συμπρωτεύουσα, των οποίων το μέγεθος και η εμβέλεια της εικόνας στην υπόλοιπη χώρα προσδίδουν βάρος στο φαινόμενο, αλλά και σε πόλεις της περιφέρειας. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται και τα διάφορα νεόκοπα ελληνικά “γκέττο”.
Είναι αλήθεια ότι ακόμα και αυτή η πρακτική δεν είναι καινούργια. Δεν είναι τυχαία τα λόγια που έβαζε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο γνωστός ελβετός συγγραφέας Μαξ Φρις στο στόμα του Βάλτερ Φάμπερ, ήρωα του έργου του «Homo Faber», τη στιγμή που ο τελευταίος αναζητεί απελπισμένα ένα νοσοκομείο καθώς φθάνει οδικά από την Πελοπόννησο στην Αθήνα, όπου κορυφώνεται η πλοκή: «Όλα τα νοσοκομεία βρίσκονται στην άλλη άκρη της Αθήνας». Η, αδιανόητη για ευρωπαίο, μονόπατη χωροθέτησή τους “έβγαζε (και εξακολουθεί να βγάζει) μάτια”.
Έκτοτε και με ιδιαίτερη ένταση στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, πολλαπλασιάστηκαν οι ενέργειες ή παραλείψεις που ευνοούν τη “γκεττοποίηση” στις ελληνικές πόλεις. Έτσι, στη μία πλευρά εγκαθίστανται ιδρύματα και οργανισμοί που της προσδίδουν ζωή και αίγλη, ενώ η άλλη υποδέχεται ό,τι κοινωνικά ενοχλητικό απόβλητο που διώχνει τους παραδοσιακούς κατοίκους … Με αποτέλεσμα η ψαλίδα ανάμεσά τους να διευρύνεται διαρκώς. Δεν είναι, ως εκ τούτου, τυχαίο το ότι θλιβερές δραστηριότητες, όπως η υπαίθρια πορνεία και η διακίνηση – κατανάλωση ναρκωτικών, εξωθούνται προς τις ίδιες γειτονιές, παρέα, μάλιστα, με τις “καταλήψεις”. Οι “εγκέφαλοί” τους γνωρίζουν καλά ότι σ’αυτά τα λημέρια δεν θα ενοχληθούν πέρα από όσο χρειάζεται για να ριχτεί στάχτη στα μάτια των δύσμοιρων περιοίκων, ενώ, αν ξεμυτίσουν πέρα από τη νοητή γραμμή που χωρίζει τα “γκέττο” των πληβείων από εκείνα των πατρικίων, οι συνέπειες της αποκοτιάς τους δεν θα είναι αμελητέες.
Αν αυτό συνέβαινε τυχαία, θα αντιμετωπιζόταν ως μία ατυχής εξέλιξη. Όταν, όμως, ευνοείται από ενέργειες ή παραλείψεις αρμοδίων, κάτι άλλο συμβαίνει. Ίσως να οφείλεται σε συμπτώσεις. Ίσως είναι το αποτέλεσμα μιας νοοτροπίας που δεν μεταβάλλεται λόγω κεκτημένης ταχύτητας ή/και αδράνειας: με αυτόν τον γνώμονα διαμορφώνονταν οι αποφάσεις τόσον καιρό, με τον ίδιο διαμορφώνονται και τώρα. Ακόμα, όμως, και αν είναι έτσι, άντε, όμως, να πεισθεί ένας οπαδός των “θεωριών συνωμοσίας” ότι πίσω από αυτές δεν κρύβεται κάποιο σχέδιο.
Βέβαια, το αντίδοτο σ’αυτήν την τάση δεν θα ήταν η απαγόρευση των οχληρών λειτουργιών και δραστηριοτήτων, η οποία, στην ακραία της μορφή, θα μπορούσε να πάρει μορφές διόλου συμβατές με τις αποδεκτές σε μια ανοικτή και ανεκτική κοινωνία, όπως η ασύμμετρη καταστολή ή ο εγκλεισμός σε άσυλα κ.λπ. Άλλωστε, η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να αποχωριστεί ορισμένες από αυτές, όπως, για παράδειγμα, τους χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας.
Το αντίδοτο, θα ήταν η ισόρροπη κατανομή οχληρών και μη λειτουργιών και δραστηριοτήτων σε όλες τις περιοχές μιας πόλης και η υποβοήθηση των μετακινήσεων από τη μία στην άλλη για ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κάτι που φαίνεται να αγνοούν ή να υποτιμούν οι ελληνικές αρχές, αριστερές και δεξιές με αγαστή σύμπνοια, οι οποίες, ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους, συνεργούν στον κοινωνικό κατακερματισμό. Αφήνουν να εξελίσσεται μία κατάσταση που θα οδηγήσει σε δημιουργία συνοικιών προνομιούχων, με μορφή περιτειχισμένων νησίδων (“gated communities”), όπως οι αντίστοιχες των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να εφαρμόσουν μία πολιτική ανάλογη με τη γαλλική του “κοινωνικού ανακατώματος” ή της “κοινωνικής μείξης” (“mixité sociale”), που επιδιώκει τη διάρρηξη του ιστού των προνομιούχων νησίδων (“enclaves dorées”), με τη συνεργασία κοινωνικών φορέων, οργανώσεων πολιτών, αλλά και επιχειρήσεων κ.λπ., και υποστηρίζεται από νομοθετική ρύθμιση έχουν από το 1991. Στα πλαίσιά της οι δημοτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να αναπτύξουν μέσα στα όριά τους προκαθορισμένο ποσοστό κατοικιών για τα οικονομικά ασθενή κοινωνικά στρώματα.
Το ισχυρότερο, όμως, όπλο στη φαρέτρα των κυβερνήσεων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης είναι η ισόρροπη χωροθέτηση υποδομών που είτε προσδίδουν ακτινοβολία και αναβαθμίζουν μία περιοχή είτε την υποβαθμίζουν. Ας θυμηθούμε την εύστοχη παρατήρηση των Frédéric Edelmann και Emmanuel de Roux εδώ και κάπου δεκαπέντε χρόνια: «Την παραμονή της τρίτης χιλιετίας το μουσείο έχει λοιπόν μετατραπεί σε έναν πολυσυλλεκτικό πολιτιστικό θεσμό. Δίπλα στα μόνιμα εκθέματα βρίσκονται αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, ομιλιών και προβολών, πωλητήρια και εστιατόρια. Σχολές τέχνης με περιεχόμενο ανωτέρου επιπέδου και λαϊκό προορισμό, αποτελούν επίσης μέρος των υποχρεωτικών τουριστικών διαδρομών και με αυτό τον τρόπο είναι γενεσιουργός αιτία μίας όχι αμελητέας οικονομικής δραστηριότητας. Συνιστούν, όπως λέγεται, πόλους ικανούς να αναγεννήσουν γειτονιές ή να σταματήσουν την παρακμή πόλεων.». Αυτό που διαπιστώνουν για τα μουσεία ισχύει εξίσου για ένα χώρο συναυλιών, μια βιβλιοθήκη, ένα άλσος κ.λπ. Και δεν είναι λίγες οι πόλεις ανά τον πλανήτη που επιδίωξαν (και πέτυχαν) να αναβαθμίσουν προβληματικές περιοχές με την εγκατάσταση σ’αυτές ενός αξιόλογου ιδρύματος), κάτι που είναι πολύπλευρα επιβεβλημένο.
Από τουριστική (και οικονομική) άποψη γιατί θα διέσπειρε τους εσμούς των τουριστών σε νέες περιηγήσεις και θα τους ανάγκαζε να παρατείνουν ή να επαναλάβουν την παραμονή τους. Από πολιτιστική άποψη γιατί έτσι θα βοηθούσε να αναδειχθούν γειτονικά αξιοθέατα, που, απομονωμένα, δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον. Αλλά και γιατί θα φέρουν κοντά στο πολιτισμικό γίγνεσθαι πολίτες που δεν έχουν στον περίγυρό τους τα απαραίτητα ερεθίσματα. Από εκπαιδευτική άποψη γιατί η ευρύτερη παιδευτική τους αποστολή προϋποθέτει την επαφή με το ευρύ κοινό. Από πολεοδομική άποψη γιατί θα κατένειμε ισόρροπα τις μετακινήσεις. Από κοινωνική άποψη γιατί θα άμβλυνε, εξαιτίας των παραμέτρων που αναφέρθηκαν, τη διάκριση των πολιτών σε προνομιούχους και μη. Και από οικονομική άποψη γιατί θα αποτελούσε έναυσμα για περαιτέρω τοπική οικονομική ανάπτυξη. Γιατί το τι θα εγκατασταθεί σε μια συνοικία επηρεάζει τόσο τις αξίες των ακινήτων, όσο και τις δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν στον περίγυρο. Έτσι, προς άλλη κατεύθυνση θα κινηθούν οι τιμές των ακινήτων αν στη γειτονιά τους διαμορφωθεί ένα άλσος και προς άλλη αν στηθεί ένας σταθμός μεταφόρτωσης απορριμμάτων. Άλλες μονάδες εστίασης θα ανοίξουν δίπλα σε ένα πνευματικό κέντρο που φιλοξενεί εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου και άλλες πλάι σε ένα κέντρο σίτισης αστέγων.
Αυτό δε το εργαλείο δεν αποδεικνύεται χρήσιμο μόνο στο επίπεδο ενός πολεοδομικού συγκροτήματος. Μπορεί να προσφέρει και σε επίπεδο περιφερειακής πολιτικής. Κι όμως, το αγνοούν επιδεικτικά οι αρμόδιοι, οι οποίοι επιμένουν σε αποφάσεις που φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Με τις ευλογίες ανθρώπων της διανόησης, όπως, για παράδειγμα, του εικαστικού Π. Τσέτη, που διαμαρτύρεται γιατί τα αθηναϊκά μουσεία δεν στριμώχνονται ακόμα περισσότερο σε μία γειτονιά! Τη δική του εννοείται!
Έτσι φτάσαμε στο σημείο στις περισσότερες ελληνικές πόλεις μουσεία, πνευματικά ιδρύματα, πράσινο, υπερσύγχρονες νοσηλευτικές μονάδες κ.λπ. να στοιβάζονται στις επιλεγμένες “βιτρίνες” των προνομιούχων και άσυλα, “καταλήψεις”, κέντρα περίθαλψης προβληματικών ατόμων κ.λπ. να συγκεντρώνονται στα “μπαντουστάν” των αποκλήρων! Έτσι θυσιάζεται αδιαμαρτύρητα η πολιτιστική κληρονομιά, που είχε την ατυχία να βρεθεί σε περιοχές που δεν κινούν το ενδιαφέρον του κοινωνικού σουσουδισμού και του πνευματικού/καλλιτεχνικού σνομπισμού.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Συμπερ-άσματα (η σημασία μιας μουσικής επιλογής)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 155/Αύγουστος 2011)

Πέρασε απαρατήρητη, αλλά ίσως να έχει ευρύτερη σημασία από αυτή που φαίνεται με πρώτη ματιά η ψήφος της χώρας στο φετινό διαγωνισμό της “Eurovision”, παρά την απαξίωσή του θεσμού. Είναι αλήθεια ότι η ακτινοβολία του διαγωνισμού πόρρω απέχει από αυτήν των δεκαετιών του 1960 και 1970. Μετά από αυτές, άρχισε μία κατρακύλα, την οποία επιτάχυνε η μαζική συμμετοχή των χωρών που προέκυψαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και, κυρίως, η διαμόρφωση της ψήφου κάθε χώρας αποκλειστικά από τα τηλεφωνικά μηνύματα του κοινού. Με αυτήν ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς οι χώρες με συμπαγείς μειονότητες εκτός συνόρων, μειονότητες που, απ’ό,τι φαίνεται, ψήφιζαν “μονοκούκι” υπέρ της συμμετοχής του “εθνικού κέντρου”. Αυτό ήταν το μυστικό της κυριαρχίας των και όχι κάποια υποθετική συμπαιγνία κρατών που κάποτε συμβίωναν σε κοινό κρατικό μόρφωμα ή τα κατάλοιπα συναισθηματικών δεσμών των κοινωνιών τους, όπως, αφελέστατα, συμπέραιναν διάφοροι τηλεοπτικοί φωστήρες. Ως αντίδοτο αυτής της στρέβλωσης, αποφασίστηκε τελευταία να συνυπολογίζονται με ισοδύναμο βάρος η ψήφος του κοινού μιας χώρας και εκείνη της αντίστοιχης εθνικής επιτροπής.
Με αυτό το δεδομένο, η φετινή ελληνική ψήφος αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί, κατά μία όχι αβάσιμη ερμηνεία, αποτελεί ένδειξη απελευθέρωσης της ελληνικής κοινωνίας από τα στερεότυπα που τη δυνάστευαν μεταπολιτευτικά και απαλλαγής της από το φόβο που προκαλούσε η ιδεολογική τρομοκρατία των κυριάρχων ρευμάτων. Αν κάτι τέτοιο συνέβη πραγματικά και η δυναμική του το προορίζει να εκφρασθεί και σε άλλους τομείς, θα πρόκειται για κοσμογονική ανατροπή των δεδομένων.
Η Ελλάδα, λοιπόν, έδωσε το “δωδεκάρι” της, δηλαδή την ανώτατη βαθμολογία, στη συμμετοχή της Γαλλίας, το τραγούδι “Sognu” που ερμήνευσε ο νεαρός επαγγελματίας τενόρος Amaury Vassili. Δεδομένου, λοιπόν, ότι οι προτιμήσεις του κοινού μέτρησαν 50% στη διαμόρφωση της ελληνικής ψήφου, είναι προφανές ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του ελληνικού νεανικού κοινού έδωσε με τα “sms” του την ψήφο του σε ένα τραγούδι που εκινείτο μεταξύ ενός σύγχρονου “belcanto” και μιας άριας! Φαίνεται, λοιπόν, ότι, παρά την πολυετή πλύση εγκεφάλου που υφίσταται και τη συνακόλουθη έλλειψη (στην ουσία απόκρυψη) των σχετικών ερεθισμάτων, η νεολαία δεν έχει στρέψει τα νώτα ούτε στην κλασική, ούτε στην ελαφρά μουσική! Συμπέρασμα που ενισχύει τόσο η συμμετοχή νεαρών ηλικιών σε αναβιώσεις των ακουσμάτων των δεκαετιών του 1950 και 1960, όσο και η ενασχόληση νέων ταλαντούχων μουσικών με αυτά. Και ας παραμυθιάζουν με το αντίθετο την κοινή γνώμη οι περισπούδαστοι “αποδομιστές” της μουσικής ιστορίας της χώρας.
Εδώ και μισό περίπου αιώνα η ελληνική μουσική ζωή (και όχι μόνο) υφίστατο τη διπλή επιρροή μιας πλύσης εγκεφάλου και μιας ιδεολογικής τρομοκρατίας, την «εγχώρια πολιτιστική τρομοκρατία» που διαπίστωνε ο μουσικός Γιάννης Σταυρόπουλος, ο οποίος εξαιρούσε την Ελλάδα από τον «ελεύθερο μουσικά κόσμο». Οι στόχοι αυτής της κατευθυνόμενης απαξίωσης ήταν σχεδόν όλα τα μουσικά ιδιώματα που είτε είχαν τις ρίζες τους στη δυτική μουσική παράδοση είτε είχαν δεχτεί επιρροές από αυτήν. Με πρώτες και καλύτερες την κλασική και την ελαφρά μουσική. Η υπονόμευσή τους άρχισε στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, όταν κυριαρχούσαν η απαιδευσιά και ο εκχυδαϊσμός. Τότε, σε ό,τι αφορά τη μουσική ζωή του τόπου, «Η χούντα ενδυνάμωσε μια τάξη δίχως κουλτούρα, τους μεγαλοπελάτες των πρώτων σκυλάδικων.».
Έτσι, όμως, προλειάνθηκε το έδαφος για τον λαϊκισμό, που ακολούθησε: «Μετά τη μεταπολίτευση», επισημαίνει ο Σταυρόπουλος, «άρχισε η πραγματική κατρακύλα, όταν επικράτησε το "δόγμα του Σκυλάδικου": βάλτε έναν λαό να κλαίει, να είναι σκυμμένος και να μη σηκώνει κεφάλι.». Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσουν ορισμένα μουσικά ιδιώματα. Γιατί στην αποδοχή ενός προϊόντος, ιδιαίτερα δε ενός πολιτιστικού προϊόντος, παρεμβαίνουν και άλλοι παράγοντες, πέρα από την (υποτίθεται ελεύθερη) επιλογή του ατόμου ή τις τάσεις μιας κοινωνίας, με συνέπεια η "επιτυχία" του να μην είναι συχνά παρά ένα είδος “αυτο-εκπληρούμενης προφητείας”. Εν προκειμένω, τόσο κατά την περίοδο του μονοπωλίου των κρατικών μέσων, όσο και κατά την περίοδο της επικράτησης των ιδιωτικών μέσων, μονοπώλησαν τη ραδιοτηλεοπτική προβολή ορισμένες μουσικές εκφράσεις. Στην μεν πρώτη επειδή αυτό επέβαλλαν οι ιδεοληψίες και ο λαϊκισμός της εποχής, στη δε δεύτερη επειδή σ’αυτά προστέθηκε το κυνήγι του κέρδους των καναλιών και των σταθμών, η επιτυχία του οποίου εξαρτιόταν από τις μετρήσεις ακροαματικότητας και τηλεθέασης.
Η ελαφρά μουσική
Τη μεγαλύτερη διαβολή την υπέστη η ελαφρά μουσική. Ίσως γιατί αυτή απευθυνόταν στα περισσότερα, πολυπληθέστερα, αλλά και πιο ευάλωτα στο συρμό κοινωνικά στρώματα, τα οποία αποτελούσαν και το εν δυνάμει κοινό των ρευμάτων της ιδιότυπης “λαϊκής” μουσικής που αναδυόταν ως κυρίαρχο είδος μεταπολεμικά. Ασφαλώς, όμως, γιατί την χαρακτήριζαν τα ίδια εγγενή “κουσούρια” που στιγμάτιζαν και την οπερέτα. «Η οπερέτα έπεσε θύμα του αστικού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού της, τα οποία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα την κατέστησαν ανεπιθύμητη.», αποφαινόταν, μάλλον δίκαια, ο (νεαρός σχετικά) σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης.
Στο ξεκίνημα του εγχειρήματος αποκαθήλωσης της ελαφράς μουσικής είχαν συμβάλει μέχρι και οι δύο κορυφαίοι μουσικοί μας, την εποχή που η λαϊκή μουσική προσπαθούσε να σπάσει το κατεστημένο της ελαφράς μουσικής και εκείνοι πίστευαν ότι μπορούσαν να την αναβαθμίσουν από τα μέσα. Δήλωνε ο Μάνος Χατζηδάκης: «Γύρω μου υπήρχε το λεγόμενο ελαφρό ελληνικό τραγούδι, ανόητο, αισθηματολογικό, ψεύτικο και τυποποιημένο.» και σιγοντάριζε ο Μίκης Θεοδωράκης: «Το ελαφρό τραγούδι είναι συνώνυμο στον τόπο μας με τη μίμηση του ευρωπαϊκού ή του αμερικάνικου τραγουδιού. Ίδια μελωδική γραμμή, ίδιοι ρυθμοί, ίδιος τόνος. Μόνο τα λόγια είναι ελληνικά, όμως, λόγια σχεδόν χωρίς περιεχόμενο και ειπωμένα με τέτοια άρθρωση που νομίζεις ότι ακούς ξένη γλώσσα. Έτσι ολοκληρώνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για ξένο τραγούδι.». Ανάλογες απόψεις διατύπωναν και άλλοι άνθρωποι του πνεύματος, όπως ο Χρήστος Μαλεβίτσης: «Η "ελαφρά μουσική"», έγραψε, «καλύπτει τις ανάγκες μουσικής έκφρασης του απλού ανθρώπου της πόλεως. Οι αηδείς μεταφορές τέτοιας μουσικής από ξένα πρότυπα, από παράξενες ψυχολογίες και από αλλότριες γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές στιγμές, πραγματοποιήθηκαν εξ αιτίας της κουφότητας των μουζικάντηδων και της κενότητας των απαλλοτριωμένων αστών.».
Βέβαια, στη συνέχεια, και οι δύο μεγάλοι μουσουργοί άλλαξαν στάση. Ο μεν πρώτος περισσότερο στην πράξη με τα αριστουργηματικά του ελαφρά τραγούδια με έντονο ελληνικό “χρώμα”, ο δε δεύτερος με δηλώσεις όπως η ακόλουθη: «Ο Μιχάλης Σουγιούλ μαζί με τον Γιαννίδη είναι αυτοί που έγραψαν πραγματική ελληνική μουσική, πραγματικό ελληνικό τραγούδι, πραγματικά ελληνικές μελωδίες, γεμάτες πρωτοτυπία και έμπνευση… Εγώ σαν μουσικός, λοιπόν, πρέπει να άντλησα από αυτές τις μελωδίες ένα πολύ μεγάλο μέρος από τη ρίζα της έμπνευσής μου… Περιέργως, στα τελευταία μου τραγούδια, αυτά που λέω "Λυρικός βίος",… γυρίζω με νοσταλγία προς εκείνες τις μελωδίες. Δηλαδή είμαι πολύ περισσότερο επηρεασμένος πια από τον Σουγιούλ και τον Κώστα Γιαννίδη, παρότι στα προηγούμενα έργα ήμουν επηρεασμένος από το λαϊκό τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι κ.λπ. Κατά κάποιον τρόπο, γυρίζω στις ρίζες μου και είμαι ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα, να αποκαταστήσω μια μεγάλη αλήθεια και να εκπληρώσω ένα χρέος».
Άλλωστε, από την άποψη του κοινού, στο οποίο ασκούσε επιρροή πριν παρακμάσει το ελαφρό ελληνικό τραγούδι, ξεπερνούσε κατά πολύ τους «απαλλοτριωμένους» αστούς. Είχε ψυχαγωγήσει γενιές και γενιές ελλήνων όλων ανεξαιρέτως των κοινωνικών τάξεων και, ως εκ τούτου, αφενός μεν είχε αποκτήσει μία γνήσια “λαϊκή” διάσταση και είχε δικαιωματικά αποτελέσει μέρος της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Πρόσθετα, με τον καιρό και με τον περιορισμό της μεταγλώττισης ξένων πρωτοτύπων υπέρ της εγχώριας παραγωγής ενσωμάτωσε και τα απαραίτητα στοιχεία που του έδιναν την ιδιαίτερη ελληνική χροιά του «το ελαφρό τραγούδι, παρά την καταγωγή του και τις διάφορες μουσικές επιμειξίες που είχε με τα δυτικά πρότυπα, προσαρμόστηκε σιγά σιγά στα δικά μας ήθη και απέκτησε με την πάροδο του χρόνου τον δικό του, ελληνικό χαρακτήρα. Διαφοροποίησε τα στοιχεία που κληρονόμησε από την περιπλάνησή του σε κόσμους ξένους προς το δικό μας μουσικό ιδίωμα και διαμόρφωσε το δικό του πρόσωπο. Αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε από το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού και κυρίως από τον πληθυσμό των αστικών κέντρων, κυριαρχώντας για πολλά χρόνια στις προτιμήσεις του.», διαπιστώνει ο συνθέτης Κώστας Μυλωνάς. Πρόσθετα, χάρισε στη χώρα μερικές ανεπανάληπτες διεθνείς επιτυχίες.
Η λαϊκή μουσική
Κανείς δε δεν αρνήθηκε τις δυτικοευρωπαϊκές καταβολές και τα εκείθεν (και καθ’όλα νόμιμα και δηλωμένα) δάνεια της ελαφράς μουσικής. Αντίθετα, ενδεικτική της εμπάθειας των αντιπάλων της, είναι η “συνομωσία της σιωπής” γύρω από τις καταβολές και τα ανομολόγητα “δάνεια” – μ’άλλα λόγια “κλεψίτυπα” – της λαϊκής μουσικής. Έπρεπε να περάσει μισός αιώνας για να αποτολμήσουν κάποιοι (και, συγκεκριμένα οι Μανουήλ Τασούλας και Ελένη Αμπατζή στο βιβλίο τους «Ινδοπρεπών αποκάλυψη») να αποκαλύψουν αυτό που άλλοι μεν γνώριζαν και σιωπούσαν, άλλοι δε ψυλλιάζονταν: ότι, δηλαδή, οι «Μαντουβάλες», οι «Μαγκάλες» και οι υπόλοιπες «Ζιγκουάλες», τα μεγάλα σουξέ της λαϊκής μουσικής των δεκαετιών του ’50 και ’60, ήταν εξελληνισμένες στιχουργικά μεταγραφές τραγουδιών από την Ινδία, αλλά και άλλες εγγύτερες γεωγραφικά χώρες της Ανατολής! Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Βασίλη Αγγελικόπουλου από ένα άκουσμά του στην Αίγυπτο: «Καθόμασταν σ’ένα κήπο του Νείλου βράδυ. Πιο’κει παίζουν παλιά, παραδοσιακή αιγυπτιακή μουσική κάτι γλυκύτατα όργανα. Ξαφνικά μια μελωδία κάτι θυμίζει έντονα. “Χόρεψε Μπουρνόβαλιά μου…”, πιο αργό, πιο λάγνο, η μελωδία ατόφια όμως. Τρέχα γύρευε τι έχουμε χάψει ως ελληνικό στο τραγούδι μας…»!
Για ποια, ωστόσο, λαϊκή μουσική πρόκειται; Ασφαλώς όχι της ελληνικής υπαίθρου: τα δημοτικά, τα νησιώτικα κ.ά., τα οποία, άλλωστε, δεν μπορούσαν πια να καλύψουν τις ανάγκες ακόμα και του αγροτικής προέλευσης πληθυσμού που συνέρρεε στις πόλεις με το κύμα της μεταπολεμικής αστυφιλίας. Αλλά για ένα μουσικό ιδίωμα που αναπτύχθηκε στις παρυφές των μεγάλων πόλεων, με έντονες επιρροές από τα “ρεμπέτικα”, των οποίων η αξία μόλις αναγνωριζόταν, αλλά και από μουσικές νοσταλγίες μέρους του προσφυγικού στοιχείου. Το φτηνό κόστος παραγωγής του και η εξασφαλισμένη κρίσιμη μάζα κοινού παρακίνησαν τις εταιρείες να καλλιεργήσουν αρχικά τη διάδοσή του και, στη συνέχεια, κάθε αποδοτική εκτροπή. Αρωγό στην επιτυχία του εγχειρήματός τους βρήκαν το μετεμφυλιακό κλίμα που είχε εκχωρήσει την αποκλειστική νομιμοποιητική δικαιοδοσία σε ένα νεφελώδη «κοινωνικά απροσδιόριστο, κυριαρχούμενο και μονίμως προδομένο Λαό», που αναφέρει ο Φίλιππος Ηλιού, ο οποίος εντοπιζόταν (και επιλεγόταν κατά βούληση) στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα των πόλεων, στα οποία βρήκαν αρχικά ανταπόκριση τα προϊόντα της νέας μουσικής τεχνοτροπίας. Αρωγό βρήκαν και στα παντοειδή ρεύματα λαϊκισμού, που ταλάνισαν έκτοτε τη χώρα. Τόσο της αριστεράς, που “πατρονάριζε” ό,τι ερχόταν σε σύγκρουση με την αστική κοινωνία, όσο και της δεξιάς. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, όταν η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου εξοστράκιζε από την κρατική ραδιοφωνία τη συγκεκριμένη μουσική, τη διάδοσή της αναλάμβανε ασμένως και μονοπωλιακά ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων!
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η μεν ελαφρά μουσική απαξιώθηκε και, στη θέση της, κυριάρχησε η καινοφανής λαϊκή μουσική. Η οποία υπηρετήθηκε και από αξιολογότατους μουσικούς που την εξελλήνισαν με τη μετάγγιση στα έργα τους ελληνικών ηχοχρωμάτων και με την περιθωριοποίηση των αντιγραφών ασιατικής παραγωγής πρωτοτύπων. Άλλωστε, η μονοκρατορία της, για να διατηρηθεί, την υποχρέωνε να καλύψει τις ανάγκες κοινωνικών ομάδων που δεν βρίσκονταν στον σκληρό πυρήνα του κοινού της. Αλλά και να ανταποκριθεί στην (ισοπεδωτική, δυστυχώς, προς τα κάτω) πολιτισμική ομογενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας που ακολούθησε την εξουθένωση της προπολεμικής μεσαίας τάξης, την υποκατάστασή της από μια νέα (πολιτισμικά ανερμάτιστη λόγω της ετερογένειάς της) και πολυπληθέστερη (ως επακόλουθο της αστυφιλίας και του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους) μεσαία τάξη και όλες τις κοινωνικές ανακατατάξεις της εποχής, που ευνοούσαν κάθε μορφής λαϊκισμό. «Από αισθητική και αισθηματική άποψη την πολιτισμική ομογενοποίηση την πραγματοποίησε, εκτός από τη ραγδαία εξάπλωση του Kitch, πρώτα η “ανακάλυψη” και κατόπιν ο μουσικός εξευγενισμός του “λαϊκού” τραγουδιού.», έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης, «Το τραγούδι αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία, και μάλιστα στις δεκαετίες τις κρίσιμες για την κοινωνική καμπή που εξετάζουμε εδώ, ακριβώς επειδή κινήθηκε σε κλίμακα τόσο ευρεία, ώστε μπορούσε να απευθυνθεί ταυτόχρονα σε όλα τα στρώματα μιας κοινωνίας που μόλις άφηνε πίσω της τους πατριαρχικούς διαχωρισμούς και έμπαινε στη χοάνη μιας κινητικότητας πρωτόφαντης ίσαμε τότε – ήτοι μιας κοινωνίας που ζητούσε μεγάλους κοινούς παρονομαστές.». Πράγματι, το “λαϊκό” τραγούδι προσπάθησε να ικανοποιήσει όλα τα γούστα, να “μιλήσει” σε όλους. Έτσι προέκυψαν τα “βαριά” λαϊκά, τα ελαφρο-λαϊκά, τα “βλαχορόκ”, αλλά και τα “έντεχνα” (προσδιορισμός ολότελα ανεπιτυχής γιατί, με την αντιδιαστολή που επιχειρεί, υποδηλώνει ότι τα υπόλοιπα υπο-είδη είναι “άτεχνα”).
Η κλασική μουσική
Δεύτερο θύμα αυτού του ιδεοληπτικού και “ρατσιστικού” μουσικού πογκρόμ ήταν η κλασική μουσική, προφανώς εξαιτίας των ευρωπαϊκών αστικών στοιχείων με τα οποία ήταν μπολιασμένη. Βέβαια, εδώ δεν τέθηκε ζήτημα απαξίωσης, γιατί, όπως λέει και ο γάλλος (εραστής του ελληνικού πνεύματος) φιλόσοφος Ζαν-Φρανσουά Ματτεΐ, πέρα από τις “μουσικές του κόσμου”: «υπάρχει μία μουσική στον κόσμο, αυτή που διδάσκεται από τη Σχολή Τζούλλιαρντ της Νέας Υόρκης ως το Ωδείο της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης και το Ωδείο Μουσικής της Σαγκάης.». Τέθηκε, όμως, ζήτημα “ασυμβίβαστου” με την ελληνική μουσική παράδοση, λες και η τελευταία είναι ένα εσωστρεφές και περίκλειστο απολίθωμα! “Ασυμβίβαστο” που καταρρίπτει η ποικιλία συνθέσεων με μοτίβα της γνήσιας ελληνικής παραδοσιακής μουσικής από έλληνες, αλλά και επιφανείς ξένους (Γκλαζούνωφ, Ραβέλ κ.ά.), συνθέτες.
Πολύ σωστά δε αναρωτιέται ο συνθέτης Μιχάλης Βρόντος: «Ποια είναι η ελληνική μουσική παράδοση; Γιατί η Βουλγαρία και η Αλβανία έχει παράδοση στην όπερα και στο μπαλέτο; Είναι περισσότερο δυτικές χώρες από μας;… Γιατί οι Κορεάτες και οι Κινέζοι, που είναι τόσο μακριά από την Ευρώπη, βγάζουν τόσους βιολιστές και πιανίστες; Είμαστε εμείς πιο ανατολίτες από τους Κορεάτες;». Ασφαλώς όχι! Απλά, τόσο στις χώρες της Άπω Ανατολής, όσο και στις υπόλοιπες χώρες που υπέστησαν τον οθωμανικό ζυγό δεν επικράτησε ο εμπαθής αντιευρωπαϊσμός και η ομφαλοσκόπηση που κυριάρχησαν στην Ελλάδα και θέλησαν να αποξενώσουν την ελληνική κοινωνία από ένα πνευματικό κληροδότημα που ανήκει σ’όλο τον κόσμο, όπως διατείνεται πολύ ορθά ο διεθνούς φήμης νέος έλληνας πιανίστας Πάνος Καράν (που ξεκίνησε πρόσφατα μια εκστρατεία διάδοσης της κλασικής μουσικής ως και στις πιο απομονωμένες κοινωνίες ιθαγενών): «Ένα Πρελούδιο και Φούγκα του Μπαχ ή ένα κονσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ ανήκουν εξίσου στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου όσο και στη σκηνή του Κάρνεγκι Χολ.»! Προφανώς, για ορισμένους, με την εξαίρεση της ζώνης επιρροής των “σκυλάδικων” και των “ελληνάδικων” στην “καθ’ημάς ανατολή”!
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αντίθετα με την εντύπωση που επιχειρείται να δοθεί, η ελληνική κοινωνία δέχθηκε από πολύ νωρίς και με ενθουσιασμό τη δυτική μουσική. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συνθέτης Κώστας Μυλωνάς σχετικά με το ανέβασμα της όπερας «Λουκία ντε Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι το 1838: «Ο θαυμασμός που προκάλεσε στο κοινό η ιταλική όπερα άγγιξε τα όρια του παραληρήματος. Από γραπτά ντοκουμέντα γνωρίζουμε ότι οι μαθητές πωλούσαν ακόμα και τα βιβλία τους για να πάνε στο θέατρο· σκηνές μάχης διαδραματίζονταν για την εξασφάλιση μιας θέσης·»! Η μετέπειτα ιστορία από την επτανησιακή μουσική σχολή ως το ρεπερτόριο του θεάτρου “Απόλλων” της Ερμούπολης του 19ου αιώνα τον δικαιώνει.
Πρόσθετα, δικαιώνει και τον Νίκο Δήμου που ισχυριζόταν εδώ και μια γενιά, δηλαδή στο φόρτε της πλύσης εγκεφάλου, ότι: «Όσο κι αν φανεί παράξενο, υπάρχουν πράγματι άνθρωποι στην Ελλάδα που ο προπάππος τους έπαιζε πιάνο – κι όχι μπαγλαμά. Που η προ-προγιαγιά τους υποτονθόριζε άριες του Ντονιζέττι κι όχι τσιφτετέλια.». Και αυτό δεν αφορά ούτε κάποια περιθωριακή μειοψηφία ούτε κάποια τοπική κοινωνία. Αντίθετα, ισχύει και για τους “τουρκομερίτες”, στους οποίους ορισμένοι προσάπτουν ατεκμηρίωτα ότι αποτέλεσαν τη μαγιά για την επιβολή των “ανατολίτικων” σκοπών. «Η μητέρα μου», έχει γράψει ο Τηλέμαχος Μαράτος, «με νανούριζε με μια άρια από τη δεύτερη πράξη της Τραβιάτας (Di Provenza) που είναι ένα γλυκό τραγουδάκι. Είναι σημαντικό νομίζω γιατί η μητέρα μου ήταν από την Καλλίπολη της Θράκης και όλη της η οικογένεια από την Πόλη. Ωστόσο, όσα χρόνια τν θυμάμαι δεν την είχα ακούσει να τραγουδήσει αμανέ. Οι αδελφές της έπαιζαν βιολί και πιάνο.». Από το σόι της δε αναδείχθηκαν και άλλοι μουσικοί. Άλλωστε, όπως γράφει ο Σαράντος Καργάκος για τους έλληνες στρατιώτες που αποβιβάστηκαν το 1919 στη Σμύρνη (που διέθετε από ετών λυρικό θέατρο): «Νομίζουμε πως άκουγαν αμανέδες και γιαρέδες. Κι όμως άκουσαν για πρώτη φορά ίσως Ενρίκο Καρούζο.».
Οι διαθέσιμες μαρτυρίες πιστοποιούν την αίγλη της κλασικής μουσικής ακόμα και ανάμεσα στους αγωνιστές των ηττημένων του Εμφυλίου και “λαϊκούς ήρωες” των επιγόνων τους. «Η θέση μας ήταν δραματική κι όμως η Έλλη και ο Νίκος είχαν το κουράγιο να οργανώσουν “ψυχαγωγικό πρόγραμμα”.», αφηγείται ο Τάκης Λαζαρίδης. «Είχα αναλάβει το “μουσικό μέρος”. Σφύριζα δηλαδή από το παραθυράκι διάφορες μελωδίες, ελαφριές αλλά και κλασικές. Το “πλεζίρ ντ’αμούρ”, τη Σερανάτα του Σούμπερτ, τους Ουγγρικούς χορούς του Μπραμς. Ελπίζω και οι δυο να μη μου κρατούν κακία για την “εκτέλεση”.». Οι συγκρατούμενοί του, στους οποίους αναφέρεται, ήταν η Έλλη Ιωαννίδου και ο Νίκος Μπελογιάννης. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, είχε αναφέρει σε ραδιοφωνική του μαραθώνια συνέντευξη ότι, ως κρατούμενος τη 10ετία του 1940, ψυχαγωγούσε μια ντουζίνα συγκρατούμενους (αλλά και έναν δεσμοφύλακα!), με δική τους επιθυμία μάλιστα, με το “Ρέκβιεμ” του Μότσαρτ.
Αλλά και ανάμεσα στους αστέρες της λαϊκής μουσικής. «Συνήθως έχω κι ένα ραδιοφωνάκι μαζί μου. Τρίτο πρόγραμμα ακούω. Το ψάρεμα δεν θέλει λαϊκά και τέτοια.», δηλώνει η διαχρονική “μούσα” του είδους, Mαρινέλλα!
Συμπεράσματα
Με δεδομένο, λοιπόν, το ιδεοληπτικό κλίμα της εποχής δεν προκαλούσε έκπληξη το ότι, για παράδειγμα, μία φεστιβαλική εκδήλωσης (“Μουσική στους αιώνες”) του 1999 είχε εξοστρακίσει από τις “δύο χιλιετίες” της ελληνικής μουσικής κρητικές μαντινάδες και ελαφρά τραγούδια, επτανησιακές και αθηναϊκές καντάδες και ό,τι άλλο δυτικότροπο ή/και αστικό άκουσμα. Όμως, το λάθος αυτών που καλλιεργούσαν αυτό το κλίμα ήταν πολλαπλό. Πρώτον, γιατί επί της ουσίας υποτιμούσαν τον ίδιο τον “λαό”, που ήθελε να κολακέψει, θεωρώντας ότι δεν τον αγγίζουν οι αποδιοπομπαίες μουσικές. Δεύτερον, γιατί απαξίωναν σημαντικό μέρος της μουσικής παράδοσης (και, συγκεκριμένα, της αστικής) του τόπου. Γιατί κάτι που ριζώνει και αναδεικνύει “δάσκαλους” που δημιουργούν “σχολή” εντάσσεται στην παράδοση μιας κοινωνίας. Τρίτον, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να διαγράψουν έτσι απλά αυτό το μέρος της μουσικής παράδοσης. Ίσως γιατί αγνοούσαν τα λόγια του Ευάγγελου Παπανούτσου: «Θέλοντας και μη ανήκουμε στην παράδοση που έχει συσσωρευτικά δημιουργηθεί μέσα στην κίνηση και από την κίνηση της ιστορίας. Δεν ανοίγουμε εμείς το δρόμο· τον βρίσκουμε ανοιχτό μπροστά μας και θα πορευτούμε προς την διεύθυνση που δηλώνει, ακόμα και όταν (όπως κάνουν όλοι οι παθιασμένοι ριζοσπάστες) αποφασίζουμε να τον εγκαταλείψουμε παραπέρα. Αλλά και τότε, αν η απόπειρά μας ευοδωθεί, αν η δοκιμή επιτύχει, θα γίνει και το δικό μας έργο μέρος της παράδοσης και με το δικό της όνομα και κύρος θα μεταδοθεί και θα τιμηθεί, θα αφομοιωθεί από τους μεταγενέστερους.».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η προπαγάνδα τόσων δεκαετιών δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ότι απελευθερώνονται δυναμικές που είχαν καταπιεσθεί, η μουσική παράδοση της χώρας ξαναβρίσκει τη πολυμορφία της και τον πλούτο της και η ελληνική κοινωνία ξαναβρίσκει την ελευθερία, όχι μόνον των επιλογών (που ίσως να μην είχε εγκαταλείψει ποτέ), αλλά και της δημόσιας έκφρασης αυτών, την οποία της είχε στερήσει η τρομοκρατία των ιδεοληψιών του “μουσικώς ορθού”. Από τη μια, τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιασθεί εκθετικά οι συναυλίες και τα ρεσιτάλ κλασικής μουσικής. Και έχουν ξεφύγει από τα όρια του “αστικού κοινού” της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας. Η δε συμμετοχή του εκάστοτε τοπικού κοινού είναι εντυπωσιακή. Από την άλλη, πληθαίνουν οι εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ένας συρμός “ρετρό” για την ελληνική ελαφρά μουσική των δεκαετιών του 1950 και 1960 και παλαιοτέρων, με υστέρηση κάποιων 10ετιώνσε σχέση με τον αντίστοιχο συρμό για τη διεθνή ελαφρά μουσική.
Βέβαια, η επαναφορά στο προσκήνιο (και στις δεδηλωμένες προτιμήσεις του κοινού) της ελαφράς και της κλασικής δεν συνεπάγεται απόρριψη της λαϊκής μουσικής. Αυτή, όπως εξελίχθηκε, έχει αφήσει πλέον επάξια το αποτύπωμα της στο μουσικό DNA του νεοέλληνα. Και συνυπάρχει (και θα συνυπάρχει) με όλα τα άλλα μουσικά ιδιώματα που έχουν ήδη αφήσει (και) το δικό τους αποτύπωμα σ’αυτό ή θα το αφήσουν στο μέλλον! Άλλωστε, ο καθένας μας μπορεί να είναι οπαδός και θαυμαστής τόσο της Σωτηρίας Μπέλλου, όσο και της Μαρίας Κάλλας, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος δεν έβλεπε «τίποτε το “ανωμάλο” σ’αυτό»!