("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 157/Δεκέμβριος 2011)
Θα είχε ενδιαφέρον να εξακριβωθεί από πότε επαναλαμβάνεται η διαπίστωση ότι: «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Όχι γιατί κάποιοι δεν πλουτίζουν αδιάκοπα, αλλά γιατί, αν ίσχυε γραμμικά τόσα χρόνια αυτό το απλοϊκό σχήμα, οι περισσότεροι σημερινοί φτωχοί θα έπρεπε να ήταν τότε αρκετά καλοστεκούμενοι και οι σημερινοί πλούσιοι φτωχαδάκια! Ωστόσο, υπάρχει ένας τομέας στον οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή τις τελευταίες δεκαετίες: ο αθλητισμός και δη τα ομαδικά αθλήματα και (δυο φορές) δη το ποδόσφαιρο.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει πέσει πολύ χρήμα στον αθλητισμό, ιδιαίτερα σε ορισμένα αθλήματα, χωρίς, ωστόσο, να αποβεί σε γενικές γραμμές υπέρ του αθλητισμού και του “αγνού πνεύματός” του, το οποίο έθελγε κάποιους παραδοσιακούς (και αφελείς για τα σημερινά δεδομένα) φίλαθλους. Όμως, η αφειδής ροή του χρήματος δεν είχε μόνο θετικά αποτελέσματα: μπορεί να απάλλαξε πολλούς αθλούμενους από το άγχος του βιοπορισμού, αλλά τελικά εκμαύλισε αθλητές, παράγοντες και παρατρεχάμενους και δεν απέβη υπέρ των αθλημάτων. Αντίθετα, άλλαξε ακόμα και τη φύση πολλών από αυτά, ενώ δημιούργησε σε κάθε άθλημα μία κατά τόπους ή γεωγραφικές ενότητες ασυναγώνιστη “ελίτ”, περιορίζοντας το ενδιαφέρον του φίλαθλου κοινού.
Η πηγή του κακού οφείλεται στο ότι το χρήμα που εισέρχεται στα ταμεία ομοσπονδιών και συλλόγων δεν προέρχεται μόνο από τις τσέπες των φιλάθλων, αλλά κατά κύριο λόγο από τη διαφήμιση. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, παραβιάζεται ένας βασικός νόμος της αγοράς που θέλει τον τελικό χρήστη ή καταναλωτή (και στην περίπτωση του αθλητισμού το φίλαθλο κοινό) ως τον εν δυνάμει αντικειμενικό παράγοντα διαμόρφωσης των αμοιβών. Με την παρεμβολή της διαφήμισης (και όχι μόνο στον αθλητισμό) κανείς δεν συναισθάνεται το πόσο καταβάλει στην πραγματικότητα για να στηρίζεται το επίπεδο αμοιβών κ.λπ. Ίσως, αν είχαν επίγνωση το τι πληρώνουν μέσα από την κατανάλωση διαφόρων προϊόντων ή τη χρήση διαφόρων υπηρεσιών όχι μόνο οι κοινοί καταναλωτές των, αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι φανατικοί οπαδοί, οι εξωφρενικές αμοιβές των κορυφαίων αστέρων του αθλητισμού να διαμορφώνονταν σε πολύ λογικότερη στάθμη. Κάτι που θα συνέβαινε και με τις αμοιβές των αστέρων και άλλων κλάδων, οι οποίοι χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά από τη διαφήμιση, όπως π.χ. οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές με τους ακριβοπληρωμένους αστέρες τους. Έτσι, δεν θα μπορούσε το φετινό Νο 1 του τένις, ο σέρβος Νόβακ Τζόκοβιτς, να έχει κάνει ρεκόρ ετήσιων αποδοχών με 10,6 εκατομμύρια δολλάρια, πριν καλά-καλά συμπληρωθούν τα δύο τρίτα της σαιζόν! Αποτελεί κοινωνική πρόκληση και είναι άξιος συγχαρητηρίων ο αφρο-αμερικανού πρώην καλαθοσφαιριστής του Π.Α.Ο. και γιός δασκάλας Ντρου Νίκολας, που ομολόγησε την αμηχανία του για την υψηλή μεν, αλλά υποδεέστερη πολλών άλλων, αμοιβή του (1 εκατομμύριο δολλάρια το χρόνο τότε): «Δεν σας κρύβω ότι μου είναι αρκετά δύσκολο αυτό. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, ακόμα και σε περιόδους που δεν υπήρχε αυτή η κρίση, γιατί θα πρέπει εγώ να παίρνω 50 φορές περισσότερα από έναν δάσκαλο, που, σε τελική ανάλυση, ασκεί ένα λειτούργημα και έχει σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνία, καθώς διαμορφώνει τους χαρακτήρες των παιδιών. Μου είναι πάντα δύσκολο να απαντήσω.»!
Βέβαια, το χρήμα δεν έρρευσε ομοιόμορφα σε όλα τα αθλήματα και, ως εκ τούτου, δεν προκάλεσε τις ίδιες στρεβλώσεις παντού. Υπάρχουν αθλήματα – παρίες, η εισροή στα οποία παραμένει περιορισμένη και των οποίων ακόμα και οι πρωταθλητές αμείβονται γλίσχρα, εκτός και αν οι τοπικές κυβερνήσεις επιδοτούν το άθλημα και τις επιτυχίες του για λόγους εθνικού γοήτρου.
Σε άλλα, ωστόσο, εισέρευσε πλουσιοπάροχα και, πέρα από την κοινωνική πρόκληση, δημιούργησε κάστες προνομιούχων, διευρύνοντας συνεχώς το χάσμα που τους χώριζε από αυτούς που έμεναν μακριά από την κορυφή, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός σ’αυτό το επίπεδο να περιορίζεται σε ένα σχεδόν κλειστό κύκλωμα τόσο στα ατομικά όσο και στα ομαδικά αθλήματα.
Ωστόσο, στα ατομικά αθλήματα η κατάσταση είναι πιο ρευστή. Μπορεί οι κορυφαίοι αθλητές, π.χ. του τένις, με τις αμοιβές που απολαμβάνουν να συντηρούν ένα πολύ καλύτερο “τημ” (προπονητές, γυμναστές, φυσιοθεραπευτές κ.λπ.), που τους επιτρέπει να διατηρούν την απόσταση που τους χωρίζει από αυτούς που τους ακολουθούν, αλλά οι πιθανοί τραυματισμοί, το αναπόφευκτο ντεφορμάρισμα και, κυρίως, η φυσική φθορά και μείωση των αποδόσεων λόγω ηλικίας επιτρέπουν τόσο τις ανακατατάξεις όσο και τη σταδιακή ανανέωση.
Αντίθετα, στα ομαδικά αθλήματα, με πρώτο και καλύτερο το (ευρωπαϊκό) ποδόσφαιρο, οι υψηλές αμοιβές κάποιων ομάδων, που καθιέρωσαν οι θεσμικές εξελίξεις ουσιαστικά των δύο τελευταίων δεκαετιών, συντελούν στη διαιώνιση της κυριαρχίας των, γιατί δεν εξασφαλίζουν μόνο τη διατήρηση καλύτερων υλικών υποδομών και προπονητικού “τημ”, αλλά επιτρέπουν και τον διαρκή εμπλουτισμό του “ρόστερ” της ομάδας (δηλαδή του έμψυχου υλικού της) με ό,τι καλύτερο προσφέρει η μεταγραφική αγορά. Έτσι, παρήλθε ανεπιστρεπτί η εποχή που “κάποια” Ίπσγουϊτς ερχόταν από το πουθενά και στεφόταν πρωταθλήτρια Αγγλίας, που “κάποια” Στεάουα (ή “κάποιος” Παναθηναϊκός) έφθανε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, “κάποια” Λάρισα έπαιρνε το πρωτάθλημα Ελλάδας. Δημιουργήθηκε ένα κατεστημένο κλειστό “κλάμπ”, του οποίου το περίβλημα μπορεί να διαρρήξει μόνο η παρεμβολή κάποιου ρώσου ολιγάρχη ή κάποιου άραβα εμίρη.
Δύο παράγοντες έχουν συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Ο πρώτος είναι η σχεδόν πλήρης απελευθέρωση των μετακινήσεων των παικτών. Τις “καλές εποχές” τις ομάδες στις περισσότερες χώρες συγκροτούσαν ομοεθνείς παίκτες με έναν σταθερό σκελετό. Λίγες ήταν οι περιπτώσεις ενίσχυσης του δυναμικού με αλλοδαπούς παίκτες, αλλά και οι κανόνες που ίσχυαν επιβάλλανε πολλούς περιορισμούς στις μεταγραφές. Οι εξαιρέσεις ήταν λίγες: για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του 1950 η Ρεάλ Μαδρίτης θύμιζε “Λεγεώνα των Ξένων”. Κάποια στιγμή αυτό άλλαξε· οι παίκτες θεωρήθηκαν ως κοινοί εργαζόμενοι που μπορούσαν να αλλάζουν σχεδόν κατά βούληση εργοδότη, κάτι που παρέβλεπε τελείως ουσιαστικές διαφορές στη φύση και τις συνθήκες της “εργασίας” τους. Αυτό ευνόησε κατ’αρχάς τις πιο πλούσιες ομάδες σε τοπικό επίπεδο που άρχισαν να απογυμνώνουν συστηματικά τις οικονομικά πιο αδύναμες ομάδες του κράτους των. Στη συνέχεια ήρθε η περίφημη κοινοτική οδηγία Μπόσμαν (από το όνομα του βέλγου παίκτη που την εκμαίευσε με την προσφυγή του στα ευρωπαϊκά δικαστήρια) που διεύρυνε το πεδίο της σχεδόν χωρίς περιορισμούς κινητικότητας σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Και ακόμα παραπέρα, καθώς αναπτύχθηκε η πρώτη “φάμπρικα” παράκαμψης της έννοιας του “κοινοτικού” με την αθρόα χορήγηση κοινοτικών διαβατηρίων (κυρίως από τις πρώην ανατολικές χώρες) σε παίκτες από τα πλέον εξωτικά μέρη. Έτσι, γκανέζοι παίζουν στην Ελλάδα με πολωνικά διαβατήρια, νιγηριανοί παίζουν στην Ισπανία με ουκρανικά διαβατήρια και δεν συμμαζεύεται… Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αναπτύχθηκε και μία από τις μάστιγες του σημερινού ποδοσφαίρου: το “παιδομάζωμα”. Αετονύχηδες ανακαλύπτουν ταλέντα σε φτωχές (κυρίως αφρικανικές) χώρες, τα παίρνουν για “ψίχουλα” από τη φαμίλια τους και τα εκπαιδεύουν σε ειδικά κέντρα. Όσα ανταποκριθούν στις βλέψεις τους, τους αποφέρουν πολλαπλάσια, αλλά καταξιώνονται και τα ίδια. Τα υπόλοιπα αφήνονται στην τύχη τους.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι εξαιρετικά υψηλές “αποζημιώσεις” των ομάδων που συμμετέχουν στο Champions League που αντικατέστησε το πάλαι ποτέ Κύπελλο Πρωταθλητριών. Για να χρηματοδοτηθούν , όμως, έπρεπε να αυξηθούν τα έσοδα και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν ο πολλαπλασιασμός των αγώνων και η συμμετοχή περισσότερων “πολύφερνων” ομάδων. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε με την αλλαγή της δομής της διοργάνωσης. Δεν μετείχαν πλέον σ’αυτήν μόνον οι πρωταθλήτριες των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά την κάθε χώρα εκπροσωπούσε ένας αριθμός ομάδων, ανάλογα με τη δυναμικότητά της. Μάλιστα, δεν έμπαιναν όλες μαζί στη μάχη, αλλά ορισμένες έπρεπε να περάσουν από μία επίπονη καλοκαιρινή δοκιμασία αποκλεισμών – προκρίσεων. Όσες προχωρούσαν και ανάλογα με τα αποτελέσματά τους μοιράζονταν ένα σημαντικό ποσό, κάπου το 80% από τα έσοδα της ευρωπαϊκής αρχής ποδοσφαίρου (η περίφημη U.E.F.A.) από διαφημίσεις, τηλεοπτικά δικαιώματα κ.ά. που τελευταία υπερβαίνει το 1 δισ. Ευρώ! Έτσι, ενώ μία ομάδα που “έμενε από λάστιχο” κατά την καλοκαιρινή δοκιμασία δεν έβγαζε καλά-καλά τα έξοδα των μετακινήσεών της, εκείνη που θα κατακτούσε το κύπελλο έβαζε στο ταμείο της τουλάχιστον 50 εκατομμύρια ευρώ! Στη μέση, κατά κανόνα αυτές που συμμετείχαν απευθείας στους “Ομίλους”, τσέπωναν κάπου 20 με 30 εκατομμύρια!
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, όσες ομάδες τα κατάφερναν μία φορά, ξεκινούσαν με ένα σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, που τους επέτρεπε να “αγοράζουν” καλύτερη πραμάτεια στο μεταγραφικό παζάρι. Έτσι, σε κάθε χώρα και ανάλογα με τη δυναμικότητά της, δημιουργήθηκε ένα μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο που έβαζε στο χέρι τίτλους και προνομιούχες θέσεις. Οι εκπλήξεις σχεδόν εξέλιπαν! Χώρια, που το σύστημα εξουθενώνει όσες παρείσακτες ομάδες επιχειρούν να αμφισβητήσουν τα πρωτεία του κατεστημένου, γιατί η συμμετοχή στους θερινούς αγώνες τις αφήνει στο τέλος της ποδοσφαιρικής περιόδου χωρίς δυνάμεις, καθώς, ξεκινώντας με το χάντικαπ του ποιοτικά και αριθμητικά ασθενέστερου δυναμικού, δεν έχουν περιθώρια να ξεκουράσουν με εναλλαγές στη σύνθεση και να κρατήσουν φρέσκιες τις μονάδες τους. Παράπλευρη παρενέργεια αυτής της εντατικής προσπάθειας είναι το “κάψιμο” των ποδοσφαιριστών, ακόμα και των ομάδων με το πλουσιότερο “ρόστερ”, από τη συσσωρευμένη κούραση. Ιδιαίτερα οι διεθνείς, δηλαδή αυτοί που μετέχουν και σε αγώνες εθνικών ομάδων, αναγκάζονται να υπερβούν κατά πολύ τον αριθμό των σαράντα με σαράντα πέντε αγώνων τη χρονιά, που θεωρείται ανεκτός. Η επανάληψη αυτής της καταπόνησης για σειρά ετών εξαντλεί ταχύτερα το απόθεμα της ικμάδας τους με αποτέλεσμα η λάμψη τους να διαρκεί πολύ λιγότερο απ’ότι των μεγάλων ταλέντων του παρελθόντος. Βέβαια, για αυτή την κατάσταση φέρουν ευθύνη και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές: τα αστρονομικά ποσά των αμοιβών που ζητούν (ακόμα και σε καιρό κρίσης) πρέπει να φέρουν ανάλογα έσοδα!
Πρόσθετα, αυτό το ανυπέρβλητο οικονομικό πλεονέκτημα ορισμένων ομάδων αποθαρρύνει τους επενδυτές που θα ήθελαν, ενδεχομένως, να ενισχύσουν μία άλλη ομάδα, γιατί βλέπουν ότι εξαρχής δεν θα ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους αντιπάλους τους. Έτσι η διαφορά συντηρείται, αν δεν μεγαλώνει, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει! Πέντε με έξι ομάδες πρωταγωνιστούν πια στις μεγάλες χώρες, δύο με τρεις στις μικρότερες, μία σε κάποιες. Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει η Ελλάδα. Μόνο που για τη διαμόρφωση της εδώ κατάστασης έπαιξε ρόλο και η ασυδοσία και ατιμωρησία της ντόπιας “παραγκούπολης”.
Παράλληλα, κυρίως το ποδόσφαιρο έπληξε και μία πρόσθετη εξέλιξη: το «στοίχημα», μία αρχικά βρετανική συνήθεια που σιγά-σιγά επεκτάθηκε σε όλη την υφήλιο. «Στοίχημα», χάρις στο οποίο ποντάρουν στη Σιγκαπούρη για αγώνες της ελληνικής τρίτης κατηγορίας! «Στοίχημα» για το τελικό αποτέλεσμα, «στοίχημα» για το αποτέλεσμα του πρώτου ημιχρόνου, «στοίχημα» για το πόσα τέρματα θα μπουν, για το ποια ομάδα θα σκοράρει πρώτη και πάει λέγοντας… «Στοίχημα» που αφενός μεν έφερε στο χώρο “κάθε καρυδιάς καρύδι” που έβλεπε το ποδόσφαιρο στην καλύτερη περίπτωση ως μέσο πλουτισμού και στη χειρότερη ως μέσο “ξεπλύματος μαύρου χρήματος”. «Στοίχημα» που άνοιξε “τον ασκό του Αιόλου” της χειραγώγησης αγώνων, όπως αποδείχθηκε σε πλείστες όσες χώρες, από τον εσμό των οποίων δεν μπορούσε όχι μόνο να λείψει, αλλά να φιγουράρει και σε περίοπτη θέση η Ελλάδα. Φυσικά, αρκετά κυκλώματα αποκαλύφθηκαν και ο πέλεκυς της αθλητικής δικαιοσύνης υπήρξε αμείλικτος, με τη θλιβερή εξαίρεση της χώρας της “φαιδράς πορτοκαλέας”, όπου, παρά τον πλούτο των στοιχείων, η “κάθαρση” κατέληξε σε φιάσκο! «Στοίχημα» που άλλαξε τη φύση του αθλήματος. Και μόνο το ότι, εξαιτίας του, καταργήθηκε ένας από τους βασικούς όρους ανεπηρέαστης έκβασης των αγώνων, η ταυτόχρονη διεξαγωγή των, αρκεί για να αποδείξει “του λόγου το αληθές”. Έτσι, αγωνιστικές σπάνε στα δύο, στα τρία ή και στα τέσσερα για να δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, το σύστημα (να παίζουν τα συνδρομητικά κανάλια της τηλεόρασης και να έχουν κοινό οι εκπομπές προγνωστικών και ενημέρωσης λεπτό προς λεπτό). Όμως, η γνώση του αποτελέσματος ενός αγώνος που έχει προηγηθεί αφαιρεί από την αγνότητα του αθλήματος, προσθέτει – ανάλογα – άγχος ή αυτοπεποίθηση και επιτρέπει τον εφησυχασμό ή την εγρήγορση, ανάλογα με την επιρροή που θα δείξουν τα κομπιουτεράκια των παραγόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου