("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 152/Φεβρουάριος 2011)
«Bang bang. He shot me down, bang bang I hit the ground, bang bang, that awful sound, bang bang, my baby shot me down!». Τα λόγια αυτά ήταν η επωδός μιας πολύ μεγάλης τραγουδιστικής επιτυχίας της Σερ της δεκαετίας του ’60. Ίσως, γιατί το «Bang, bang», και τότε όπως και τώρα, αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής καθημερινότητας της Αμερικής. Με αυτό το στίγμα στο μητρώο της χώρας, ο Τζάρεντ Λη Λάφνερ, ένας 22χρονος αμερικανός με προβληματική – όπως αναφέρεται – προσωπικότητα σκότωσε στις 8 Ιανουαρίου με ένα ημιαυτόματο όπλο εννιά συμπατριώτες του και τραυμάτισε άλλους δεκατρείς (μόνο, χάρις σε ένα πρόβλημα του όπλου), προσπαθώντας να δολοφονήσει τη βουλευτίνα του Δημοκρατικού Κόμματος Γκαμπριέλ Γκίφορντς, την οποία τραυμάτισε σοβαρά.
Το τραγικό αυτό γεγονός αποτελεί το τελευταίο (μέχρι στιγμής) επεισόδιο δύο πλούσιων αμερικανικών σειρών: αφενός μεν των δολοφονιών και αποπειρών δολοφονίας πολιτικών προσώπων, αφετέρου δε των πολύνεκρων επιθέσεων με πυροβόλα όπλα από προβληματικά κυρίως άτομα. Αμερικανικών γιατί η εκεί συχνότητα περιστατικών της μιας ή της άλλης μορφής υπερτερεί της αντίστοιχης σε άλλες χώρες με ανάλογα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αν και, όπως φαίνεται, η κοινωνία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αρχίσει να αυτονομείται πολιτισμικά από τις υπόλοιπες χώρες του Δυτικού Πολιτισμού και να αποτελεί τουλάχιστον ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτισμικής συνομοταξίας. Κάτι που δικαιολογείται πλήρως από τη σκοπιά μιας δαρβινιστικής (εξελικτικής) κοινωνιολογίας.
Το περιστατικό αποτέλεσε αφορμή να επανέλθουν στην επιφάνεια προβληματισμοί για τρία κυρίως θέματα. Ο πρώτος εστιάζεται στην αποκλειστικά αμερικανική παράδοση της ουσιαστικά ανεξέλεγκτης ελεύθερης οπλοφορίας, παρά τους αγώνες μιας σημαντικής μερίδας αμερικανών να επιβληθούν τουλάχιστον περιορισμοί, αν όχι απαγόρευση, στην οπλοφορία, που, όμως, έχουν σκοντάψει στην αντίθεση της πανίσχυρης από άποψη επιρροής στα νομοθετικά σώματα των Η.Π.Α. οργάνωσης που υπερασπίζεται το δικαίωμα των αμερικανών πολιτών να οπλοφορούν, της περίφημης "National Rifle Association of America" ή "NRA". Πρόκειται για μια παράδοση που θεωρείται ως απόδειξη της προϊούσας πολιτιστικής διάστασης των δύο κλάδων, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, του Δυτικού Πολιτισμού, γιατί η κατοχή όπλου συνεπάγεται τη δυνατότητα χρήσης του, δηλαδή τη δυνατότητα άσκησης (έστω και με κάποιους περιορισμούς του νόμου) βίας από έναν – τον οποιοδήποτε – πολίτη και αντιτίθεται στη θεμελιώδη, από ευρωπαϊκή σκοπιά, άποψη του Μαξ Βέμπερ (Max Weber) ότι το κράτος (δικαιούται να) κατέχει το "μονοπώλιο της νόμιμης βίας".
Αν και, εκ πρώτης όψεως, ο πρώτος προβληματισμός φαίνεται να μην αγγίζει, παρά μόνο θεωρητικά, την Ευρώπη και, ειδικότερα, την Ελλάδα, δεν είναι έτσι. Και εδώ υφίστανται νησίδες ασύδοτης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, που αναιρούν στην πράξη το σχετικό κρατικό μονοπώλιο. Στην πράξη και όχι θεσμικά γιατί οι περισσότερες από αυτές – τοπικές και μη μαφίες, τρομοκρατικές και εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις (με ή χωρίς εισαγωγικά) – θεωρούνται παράνομες (και, θεωρητικά, διώκονται) και δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την τυπική ισχύ του μονοπωλίου. Υπάρχουν, βέβαια, και νησίδες ανεκτής, παρότι παράνομης, οπλοφορίας και οπλοχρησίας, όπως σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας (π.χ. Ζωνιανά Κρήτης) με τα γνωστά επακόλουθα.
Αν, λοιπόν, η απάντηση στον πρώτο προβληματισμό φαίνεται αυτονόητη, με το δεύτερο τα πράγματα περιπλέκονται. Αυτός αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία προβληματικών ατόμων ή ατόμων με διαταραγμένη προσωπικότητα, όπως ο Λάφνερ, και την προστασία των απλών πολιτών από ενδεχόμενες εκρήξεις βίαιης συμπεριφοράς των πρώτων.
Η επιταγή του πολιτικώς ορθού και της τάσης της χωρίς όρια ανοχής, συμπόνιας και δικαιολόγηση των πάντων (του “buonismo” σύμφωνα με μια πρόσφατη ορολογία, που χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένα αριστερά ρεύματα) είναι η προσπάθεια μιας πρακτικά χωρίς περιορισμούς ένταξης όλων των ατόμων στην κοινωνία, γιατί κάθε όρος ή περιορισμός συνιστά “διάκριση” και χαρακτηρίζεται ως “ρατσισμός” σε βάρος του ατόμου ή της ομάδας των ομοίων του που τον υφίσταται. Κάθε δε προσπάθεια θέσπισης περιορισμών οδηγεί σε συρρίκνωση της ελευθερίας των συγκεκριμένων ατόμων, αποκλεισμό των και – ύστατη κατάληξη – εγκλεισμό των σε “γκέττο” ή “άσυλα” (την “ασυλοποίηση” σύμφωνα με έναν όχι και τόσο εύηχο νεολογισμό) και περικλείει τον κίνδυνο καταχρηστικής εφαρμογής των.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η ανεκτικότητα, μόλις υπερβεί κάποια όρια, ισοδυναμεί με καταπίεση αυτών που την επιδεικνύουν. Περικλείει δε, με τη σειρά της, τον κίνδυνο αποθράσυνσης αυτών που την απολαμβάνουν με ενδεχόμενο είτε μια καταθλιπτική πίεση αυτών που υφίστανται τις παρενέργειες της παρεκβατικής συμπεριφοράς των πρώτων είτε μια βίαιη αντίδραση των δεύτερων. Και σε ένα άλλο επίπεδο, όπως στην περίπτωση του Λάφνερ, μια μοιραία κατάληξη. Η ευρωπαϊκή καθημερινότητα βρίθει από ανύποπτα και αθώα θύματα ξεσπασμάτων προβληματικών ατόμων ή ατόμων με διαταραγμένη προσωπικότητα, πολλά από τα οποία με βεβαρυμένο παρελθόν.
Ο τρίτος προβληματισμός αφορά τη σχέση ενός εμπρηστικού πολιτικού λόγου με πράξεις πολιτικής βίας. Περίσσεψαν οι σχολιαστές που αποδώσανε τη δολοφονική έκρηξη του Λάφνερ στα πύρινα κηρύγματα της αντιδραστικής κίνησης των Πάρτυ Τσαγιού (Tea Party) των ακραίων συντηρητικών Ρεπουμπλικάνων, που έχουν ενσταλάξει στη χώρα ένα ασυνήθιστα οξύ πολιτικό διχαστικό μίσος.
Είναι αλήθεια ότι, όπως αναλύει και η ανταποκρίτρια της «Le Monde» Κορίν Λεν, ο Λάφνερ ούτε τυπικός εκπρόσωπος του κινήματος είναι ούτε είχε διασυνδέσεις με αυτό. Πρόσθετα, είχε ήδη μια λογομαχία με την Γκίφορντς το 2007, δηλαδή προτού αναπτυχθεί το κίνημα.
Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι οι εμπρηστικές εκστρατείες του κινήματος κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για ένα φονικό ξέσπασμα αυτών που είχαν τη σχετική προδιάθεση. Η Σάρα Πέιλιν, η πρωτεργάτης και εμψυχωτής του κινήματος, είχε περιλάβει την Γκίφορντς στο κατάλογο των υποψηφίων που έπρεπε να ηττηθούν στις εκλογές του τελευταίου Νοεμβρίου. Η προτροπή εκφραζόταν με τον όρο “shoot them down”, που μπορεί να έχει την έννοια του “απορρίψτε τους”, “καταρρίψτε τους”, αλλά και “σκοτώστε τους”. Άλλωστε, στο χάρτη της ιστοσελίδας της η εκλογική περιφέρεια της Γκίφορντς και το όνομά της ήταν ανάμεσα στους στόχους που σημάδευε ένα όπλο με μια άλλη προτροπή: “Don’t retreat, reload! (Μην αποσύρεστε, ξαναγεμίστε!)”. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν θέλει πολύ κάποιος να περάσει από την προδιάθεση στην πράξη.
Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που διαδηλωτές (που, παρά τη βιντεοσκόπηση του γεγονότος, κυκλοφορούν ακόμα ανενόχλητοι) ξυλοφόρτωσαν άγρια έναν από τους πιο ήπιους σε τόνους βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Κώστα Χατζηδάκη, την ώρα που προσερχόταν στη Βουλή.
Είναι, μέχρι στιγμής, το τελευταίο σε μια σειρά κρουσμάτων βιαιοπραγιών, προπηλακισμού ή παρενόχλησης πολιτικών προσώπων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και η τελευταία παρενέργεια του κλίματος μίσους που καλλιεργείται από ορισμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές παρατάξεις, σε αγαστή συμπόρευση με τα γενικευμένη απαξίωση του πολιτικού κόσμου που καλλιεργούν οι πρωθιερείς του τηλεοπτικού λαϊκισμού. Ακόμα κοσμούν κατακόρυφες επιφάνειες επιθετικές αφίσες οργανώσεων (με διεύθυνση και τηλέφωνο για την περίπτωση που ενδιαφερθεί κανείς), οι οποίες είτε προτρέπουν σε χρήση βίας είτε καλλιεργούν τις προϋποθέσεις προσφυγής σε αυτήν, όπως αυτή της “Ανεξάρτητης Κίνησης Εργαζομένων Ο.Τ.Ε.”, που καταζητεί τους “banditos” που υπερψήφισαν το “Μνημόνιο”.
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί το ότι η ασύστολη τρομοκρατίας αναπτύχθηκε – κοινωνικά αδικαιολόγητα – στην Ελλάδα τη μεταπολιτευτική περίοδο, την περίοδο μιας πρωτόγνωρης δημοκρατίας και ευμάρειας. Όταν η Αλέκα Παπαρρήγα δηλώνει ότι η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, όταν τα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς και διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις καλλιεργούν με κάθε ευκαιρία το ταξικό μίσος, όταν τα γκρουπούσκουλα των αριστεριστών προπαγανδίζουν απροσχημάτιστα τη βία (και βρίσκουν άκοπα απολογητές), όταν οι περισσότερες πράξεις βίας παραμένουν ατιμώρητες, όταν η κοινωνία (δηλαδή η σιωπηρή πλειοψηφία) παραμένει κλεισμένη στο καβούκι της, είναι πολύ πιθανό τα χειρότερα να ην έχουν έλθει.
Άλλωστε, δεν έχασαν την ευκαιρία οι εξ επαγγέλματος αυτόκλητοι απολογητές της βίας στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική να αποδώσουν τον ξυλοδαρμό του βουλευτή στην αγανάκτηση των διαδηλωτών και να αμβλύνουν μ’αυτόν τον τρόπο το ειδεχθές της πράξης. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν δίστασαν να θεωρήσουν ως “casus belli” για τους “κατσαπλιάδες” των διαδηλώσεων την αποκοτιά του βουλευτή να πορευτεί προς την Βουλή διασχίζοντας τη μάζα των διαδηλωτών, αναγορεύοντας στην ουσία τους διαδηλωτές σε ρυθμιστές της ζωής των πολιτών!
Το τραγικό είναι ότι πολλοί από τους “καλοθελητές” είχαν χαρακτηρίσει “τραμπουκισμούς” και με άλλα κοσμητικά τους προπηλακισμούς στελεχών της παρα-κομμουνιστικής αριστεράς κατά τη διάρκεια επίσκεψής των, πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Αλλά και εκεί επικρατούσε “αγανάκτηση” και το πλήθος δεν αποτελούσαν αποκλειστικά ρατσιστές ή ακροδεξιοί, αλλά και απλοί πολίτες που υφίστανται τις παντοειδείς αρνητικές επιπτώσεις της εγκατάλειψης της γειτονιάς τους από τις κρατικές και δημοτικές αρχές επί δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου