("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 160/Ιούνιος 2012)
Πέρασε κιόλας ένα εξάμηνο από την εξαγγελία της συρρίκνωσης της Ε.Ρ.Τ., αλλά πραγματική συρρίκνωση δεν φάνηκε στον ορίζοντα. Μόνο νιοστές επαναλήψεις ή βουβές εκπομπές χωρίς ειρμό. Ίσως να επρόκειτο για μερικά ακόμα λόγια, των οποίων ο προορισμός είναι να εμπλουτίσουν τη συλλογή των ελλήνων πολιτικών από «έπεα πτερόεντα». Ακόμα και η ανάμνηση της πολυήμερης σιγής των σταθμών της, λόγω της απεργίας διαμαρτυρίας του προσωπικού της, έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.
Το ποιοι είχαν (και εξακολουθούν να έχουν) δίκιο, αυτοί που κρίνουν σκόπιμη μια “κούρα αδυνατίσματος” αυτού του αδηφάγου παχυδέρμου ή αυτοί που μάχονται με νύχια και με δόντια να συντηρήσουν τα “ψωμάκια” του («τα πάχη μου τα κάλλη μου» έλεγαν οι παλιότεροι), είναι ένα θέμα. Ένα άλλο θέμα, όμως, είναι το τι συνεπάγονται ορισμένα από τα επιχειρήματα, των οποίων έγινε επίκληση στην αντιπαράθεσή τους, όταν τα πνεύματα ήταν ακόμα εξημμένα.
Ένα από αυτά, των αντιπάλων του status quo, εστιαζόταν στην μικρή απήχηση των προγραμμάτων της Ε.Ρ.Τ. και στo ότι, ως εκ τούτου, περνούσε απαρατήρητη η σιωπή των σταθμών της. Αυτό, ωστόσο, το επιχείρημα ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» της επιχειρηματολογίας τους. Εδώ και χρόνια την ραδιο-τηλεοπτική αγορά την διαμορφώνουν οι μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας. Και τα προγράμματα των σταθμών προσαρμόζονται στις προτιμήσεις της κατά περίπτωση πλειοψηφίας. Η κάθε δε “περίπτωση” συμπίπτει με μία χρονική “ζώνη” του 24ώρου. Έτσι, όταν, λόγου χάριν, η πλειονότητα των τηλεθεατών μιας πρωινής ζώνης ρέπει προς την ακατάσχετη και ανούσια αδολεσχία των καλλίγραμμων παρουσιαστριών και του εσμού των περιπλανώμενων ανά τους τηλεοπτικούς διαύλους κενολόγων “μαϊντανών”, τότε όλα τα κανάλια της τηλεόρασης προβάλλουν την δική τους εκδοχή του χαζοχαρούμενου “μπλα-μπλα”. Όταν δε έρθει η ώρα του βραδινού δελτίου ειδήσεων, τα πάντα εκτοπίζονται για να κυριαρχήσουν οι περισπούδαστες φιγούρες των τηλεπαρουσιαστών και των τροφίμων των “τηλε-παραθύρων”.
Επακόλουθο αυτής της έλλειψης πλουραλισμού είναι η παντελής απουσία εκπομπών που απευθύνονται στις ανά ζώνη μειοψηφίες, δηλαδή στις ομάδες ακροατών ή τηλεθεατών που δεν ικανοποιούνται από τις προτιμήσεις της εκάστοτε πλειοψηφίας. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ο “κανόνας της πλειοψηφίας”, που υποτίθεται ότι εφαρμόζεται, μετατρέπεται σε “τυραννία” ή “δικτατορία” της κάθε συγκυριακής πλειοψηφίας. Χώρια που στο τέλος η “πλειοψηφία” δεν αποκλείεται να προκύπτει ως συνέπεια μιας “αυτοεκπληρούμενης προφητείας”. Η έλλειψη ή/και η σπάνις επιλογών προκαλεί εθισμό στις πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν την ευχέρεια να αναζητήσουν σε άλλο μέσο διέξοδο. Αλίμονο δε σε αυτούς που ανήκουν σε μόνιμα μειοψηφικές ομάδες και αντιστέκονται. Είναι άραγε θεμιτό;
Κατ’αρχάς, η βαθύτερη ουσία της δημοκρατίας και των συμβιωτικών κανόνων που διέπουν μια δημοκρατική κοινότητα δεν είναι η δυνατότητα της πλειοψηφίας να επιβάλλει την άποψή της, αλλά η προστασία των μειοψηφιών από τις αυθαιρεσίες και τις υπερβολές της κατά περίπτωση πλειοψηφίας. Όπως το διατυπώνει ο λιβανέζος συγγραφέας Αμίν Μααλούφ: «Ο νόμος της πλειοψηφίας δεν είναι πάντοτε συνώνυμο της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας· μερικές φορές είναι συνώνυμο της τυραννίας, της υποταγής και της διάκρισης.»(1).
Πρόσθετα, οι σημερινές κοινωνίες και ιδιαίτερα οι (έστω και ατελώς) πολυφωνικές ανεκτικές και ανοικτές κοινωνίες δυτικού τύπου είναι ατομοκεντρικές. Αυτό συνεπάγεται ότι παρέχουν το δικαίωμα, την ελευθερία και τη δυνατότητα στα μέλη τους να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους με βάση τις προσωπικές τους επιλογές, χωρίς καταναγκασμούς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν περιορίζουν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός εκάστου των υπολοίπων. «Ως φορέας των ήδη θεσπισμένων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του, το άτομο πρέπει επιπλέον να μπορεί να προικίζεται με το “πρόσθετο” δικαίωμα να προσδιορίζει την “ταυτότητά” του και να διεκδικεί τη “διαφορετικότητά” του.»(2), διαπιστώνει ο καθηγητής της κοινωνιολογίας στο Αθήνησι, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Αυτή η ευχέρεια συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την συνύπαρξη πληθώρας αισθητικών αντιλήψεων (γούστων), καθεμία από τις οποίες μπορεί να μην είναι πάνδημης αποδοχής. Είναι επιβεβλημένο, ωστόσο, να είναι πάνδημης ανοχής. Γιατί, όπως έλεγαν και κάποιοι σχολαστικοί λατινομαθείς πριν από τρεις-τέσσερις αιώνες, «de gustibus non est disputandum»!
Τέλος, και ανεξάρτητα από την υποχρέωση προστασίας των μειοψηφιών και την ελευθερία προσωπικής διαφοροποίησης, σε θέματα πολιτισμού, όπως το συγκεκριμένο, η ομοιομορφία και ο εθισμός σε στερεότυπα που επιβάλλουν “πλειοψηφίες” και “διασημότητες” αποτρέπουν τον πλουραλισμό στις επιλογές θεματολογίας (και όχι παραλλαγών ενός και του αυτού θέματος). Αυτός δε ο κομφορμισμός δεν επιτρέπει την έγκαιρη αντανάκλαση των εκάστοτε πολιτισμικών επιλογών της κοινωνίας, αφού κάθε μεταβολή επιβάλλεται εκ των άνω και ερήμην αυτής. Δεν επιτρέπει ούτε την άμεση προσαρμογή στις νέες συνθήκες και την εξέλιξη των προτιμήσεων του κοινού, ούτε, τέλος, την ίδια την πολιτισμική εξέλιξη. Αντίθετα, η πραγματική (=θεματολογική) πολυφωνία και ευελιξία ευνοούν τις πολιτισμικές διεργασίες και, ιδίως, την άνοδο της μέσης πολιτισμικής στάθμης. Τηρουμένων των αναλογιών ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που αναφέρει ο Ολιβιέ Μορέν για τις στρατηγικές των μελών παραδοσιακών κοινωνιών απέναντι σε κατεστημένες παραδόσεις: «Οι στρατηγικές που δεν ακολουθούν την κοινωνική επιρροή με κλειστά τα μάτια και συνυπολογίζουν άλλες πληροφορίες, πέρα από αυτές που τους παρέχουν οι επιλογές της πλειοψηφίας και των ατόμων με κύρος, είναι ευεργετικές. Η εξέλιξη δεν θα έπρεπε να ευνοεί την εμφάνισή των;»(3). Σε αντίθετη περίπτωση, η καθολική επιβολή των επιλογών μιας πλειοψηφίας δεν συνιστά μόνο έναν “πολιτισμικό αποκλεισμό”, αλλά καταλήγει σε μία σαρωτική υποβάθμιση του πολιτισμικού επιπέδου, κάτι που «βγάζει μάτια» στο σύγχρονο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Γιαυτό και πρέπει να ισχύει η αρχή που έχει αναφέρει ο καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου Θεοδόσης Τάσιος: «Στα πολιτισμικά όμως ζητήματα οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με τον αριθμητικό κανόνα της πλειοψηφίας.»(4). Βέβαια, η διαφορετική λογική, την οποία συνεπάγεται η άποψή του, δεν συνάδει με τις οικονομικίστικες επιταγές των ακραιφνών οπαδών της οικονομίας της αγοράς, για τους οποίους απόλυτο κριτήριο είναι η ανταποδοτικότητα (ήγουν τα έσοδα που αποφέρουν οι επιλογές του κοινού). Δεν συνάδει ούτε με τον λαϊκισμό των αριστερών, για τους οποίους το (λαϊκό) πλήθος είναι αλάνθαστο (εκτός και αν “παρασύρεται” και διαφοροποιείται από τη γραμμή τους)!
Άλλωστε, η ίδια η πλειοψηφική επιλογή στο συγκεκριμένο θέμα θα πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Αν, για παράδειγμα, κλείσει ένα από τη σωρεία των καναλιών που προσφέρουν ταυτόχρονα ομοειδείς εκπομπές, τότε το κακό είναι μικρό. Μπορεί να περιοριστούν οι δυνατότητες επιλογής, αλλά θα αφορούν παραλλαγές του ιδίου θέματος και σχεδόν το σύνολο του κοινού του θα μετακινηθεί σε κανάλια που κινούνται στο ίδιο πάνω-κάτω μήκος κύματος. Αν, όμως, σταματήσει να εκπέμπει ένα κανάλι που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό, τότε ενδέχεται το κοινό του να μην αναζητήσει διέξοδο αλλού, αλλά να αποστρέψει προς άλλες κατευθύνσεις τα ενδιαφέροντά του και το συνολικό κοινό της τηλεόρασης να μειωθεί. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αποτυπωθεί άνοδος των ποσοστών των υπολοίπων καναλιών ή υψηλότερο ποσοστό τηλεθέασης του καναλιού που τυχόν πάρει τη θέση του, προς τέρψιν εκείνων που μετρούν τα πάντα με όρους εμπορικότητας, αλλά αυτή θα είναι φαινομενική, γιατί, στο μεταξύ, θα έχει συρρικνωθεί το πεδίο αναφοράς. Κοντολογίς, το 100% της τηλεθέασης θα αφορά σε ένα μικρότερο τμήμα του κοινού! Αν, λοιπόν, ο περιορισμός του αριθμού των σταθμών ή/και της ποικιλότητας των εκπομπών οδηγεί σε διαδοχικές εξόδους μειοψηφιών από την “αγορά”, τότε η πλειοψηφία του ενεργού κοινού, όπως θα διαμορφώνεται εκάστοτε, δεν θα είναι παρά μία ακόμα μειοψηφία στο σύνολο του εν δυνάμει κοινού.
Με αυτά τα δεδομένα καθίσταται προφανές ότι η αποκλειστική ικανοποίηση της πλειοψηφίας δεν μπορεί να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για τη διατήρηση σε ζωή ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού ή και μιας εκπομπής των. Και, γενικότερα, για την παροχή ενός πολιτισμικού αγαθού. Ακόμα και αν η οποιασδήποτε φύσης παροχή του δεν είναι ανταποδοτική οικονομικά. Γιατί με την ίδια λογική θα έπρεπε να κλείσουν στα δημόσια νοσοκομεία οι κλινικές για έρευνα – θεραπεία – νοσηλεία ασθενών που πάσχουν από σπάνιες ασθένειες!
Αλλά, ακόμα και αυτή η οικονομική ανταποδοτικότητα πρέπει να αμφισβητηθεί. Θα μπορούσε να γίνει επίκλησή της μόνον αν η παρακολούθηση μιας εκπομπής είχε αντίτιμο. Η έμμεση, ωστόσο, χρηματοδότηση ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και εκπομπών αναιρεί το κύρος της. Και καθιστά άδικη κάθε πλήρη επικράτηση της οποιασδήποτε “πλειοψηφίας”.
Η δημόσια ραδιο-τηλεόραση, για παράδειγμα, χρηματοδοτείται εν μέρει από τις υποχρεωτικές εισφορές του συνόλου κάθε χώρου (νοικοκυριό, γραφείο, μαγαζί κ.λπ.) της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι χρηματοδοτείται από το σύνολο του πληθυσμού, ακόμα και από αυτούς τους οποίους δεν ικανοποιούν τα προγράμματά της. Ίσως, μάλιστα, πολλοί από αυτούς να καταβάλλουν κάτι παραπάνω απ’ό,τι τους αναλογεί, λόγω ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών. Θα ήταν, ως εκ τούτου, δίκαιο οι εκπομπές της να ήταν κατανεμημένες και ποσοστιαία και χρονικά έτσι ώστε να ικανοποιούνται ισότιμα και αυτοί. Έστω και με μία κατ’εκτίμησιν στάθμιση των προτιμήσεων, εφόσον η απόλυτη αποτύπωσή τους είναι αδύνατη.
Την χρηματοδότησή της συμπληρώνουν τα έσοδα από διαφημίσεις, τα οποία αποτελούν και τα μοναδικά έσοδα της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, με εξαίρεση τα συνδρομητικά κανάλια. Αλλά και η διαφήμιση, αυτός ο προεξάρχων διαστροφέας της αγοράς, προσπορίζεται τα έσοδά του από το σύνολο των καταναλωτών και όχι από το κλάσμα τους που εκπροσωπείται από τις τυχάρπαστες “πλειοψηφίες”. Και σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, δεν θα ήταν αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι μέρος τουλάχιστον των “αποκλεισμένων” συμβάλλει δυσανάλογα περισσότερα στην κατανάλωση και, εμμέσως, στα έσοδα των διαφημιστικών εταιρειών. Άρα, για λόγους δικαιοσύνης και ισοτιμίας, και εξ αυτού του λόγου τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση δεν θα έπρεπε να «γυρίζουν την πλάτη τους» αδιάντροπα, όπως κάνουν κατά κανόνα, σε αυτές τις μειοψηφίες.
Και αν κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση να σεβαστεί αυτό το κοινό, η δημόσια ομόλογός της θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη της, πριν καταργήσει σταθμούς και περικόψει προγράμματα αλόγιστα και άκριτα. Όπως θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και όσοι κρίνουν τα πάντα μόνον με την ψυχρή λογική κάποιων αριθμών!
___________________________________________________________________________(1) Amin Maalouf: «Les identités meurtières». Εκδ. Grasset & Fasquelle, 2011, σελ. 176.
(2) Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Η επινόηση της ετερότητας». Εκδ. Καστανιώτη, 2010, σελ. 17.
(3) Olivier Morin: «Comment les traditions naissent et meurent». Εκδ. Odile Jacob, 2011, σελ. 98.
(4) Θ. Π. Τάσιος: «Ποια μουσική και για ποιο λαό;» στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 6ης Ιουνίου 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου