("Νέα Αγχίαλος"/τεύχος 81/Οκτώβριος – Νοέμβριος –
Δεκέμβριος 2013)
«Αν είχες δει την
ταινία του χίλια εννιακόσια τόσο θα καταλάβαινες τη διαφορά!», «Αυτό είναι έργο. Τύφλα να’χει η εκδοχή της δεκαετίας του πενήντα που
μας πλασάρανε για αριστούργημα.», «Πάλι
φεσωθήκαμε. Εγώ είχα δει το ανέβασμα του ίδιου έργου σε σκηνοθεσία του δείνα
και με διανομή που δεν βρίσκεις σήμερα.», «Και που να’κουγες το ίδιο κομμάτι με τον τάδε, πού’χα ακούσει φοιτητής
ακόμα.», «Είχες δει και συ εκείνη την
παράσταση; Μην μου πεις, φτωχός συγγενής της σημερινής.»…
Στατιστικά
θα είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν έχουν ακούσει κάποια παρόμοια κρίση στο
διάλειμμα μιας κινηματογραφικής ταινίας, στο φουαγιέ ενός θεάτρου ή σε κάποιο
μπαράκι μετά από μία συναυλία. Δεν υπάρχει περίπτωση να γυριστεί ταινία με το
ίδιο θέμα με κάποια άλλη που μετρά μερικές δεκαετίες ζωής (κάτι που συμβαίνει
όλο και πιο συχνά όσο περνάνε τα χρόνια), να ανέβει μια θεατρική παράσταση
έργου που έχει ξαναπαιχτεί (κάτι αναπόφευκτο ιδιαίτερα για έργα του κλασικού
ρεπερτορίου) ή να παιχτεί μια μουσική σύνθεση από σύγχρονους ερμηνευτές (κάτι
μοιραίο εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των δημοφιλών μελωδιών) και να μην
αποτελέσει αντικείμενο σύγκρισης με τις προηγούμενες εκδοχές της. Εκείνο που
εντυπωσιάζει, μάλιστα, είναι το ότι οι θετικές απόψεις υπέρ της νέας ή μιας παλιάς
εκδοχής δεν μπαίνουν στο κλασικό καλούπι του ηλικιακού διαχωρισμού, στο πλαίσιο
του οποίου και εφόσον η παλιά εκδοχή είναι προσιτή και στις νεότερες γενιές
τίποτε δεν αποκλείει το να προτιμηθεί από έναν νεαρής ηλικίας φιλότεχνο.
Αντίστοιχα, δεν είναι απίθανο να επιλέξουν τη νέα πολλοί προχωρημένης ηλικίας, κι
ας μην έχουν φυλλορροήσει οι αναμνήσεις τους.
Το
θέμα, βέβαια, δεν είναι αυτή καθ’εαυτήν η σύγκριση, αλλά το πρόβλημα που
συνεπάγεται, δηλαδή κατά πόσον είναι σκόπιμη η νέα παραγωγή όσο είναι προσβάσιμη
η παλιότερη. Και το ερώτημα δεν περιορίζεται μόνο σε εκτελέσεις έργων, όπως κάποιος
θα νόμιζε εύλογα. Καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα προϊόντων του πνεύματος και της
τέχνης. Φυσικά από τον προβληματισμό εξαιρούνται αυτά των οποίων η αξία είναι
ενσωματωμένη στην αρχική τους μορφή. Ένας ζωγραφικός πίνακας ή ένα γλυπτό δεν
συγκρίνεται με τις κόπιες του. Αυτές είναι χρήσιμες μόνο για να δίνουν μια ιδέα
του αρχικού έργου, χωρίς τις συνέπειες της φθοράς του χρόνου ή της δράσης των
βανδάλων… Ή, έστω, για να μπορούν να πάρουν μια γεύση του έργου όσοι δεν
πρόκειται να μπορέσουν να απολαύσουν ποτέ τους το πρωτότυπο.
Στο
πρωτότυπο βρίσκεται κτ’αναλογίαν και η γοητεία ενός γραπτού κειμένου. Η
μεταφορά της αρχικής διατύπωσής του σε νεώτερη μορφή της γλώσσας έχει νόημα
μόνον όταν η τελευταία δεν είναι πλέον κατανοητή, δηλαδή μετά την πάροδο
μεγάλου χρονικού διαστήματος… Με την θλιβερή ελληνική εξαίρεση όπου οι
ακρότητες της γλωσσικής μεταρρύθμισης οδήγησαν στην ανάγκη “μετάφρασης” έργων ηλικίας
ολίγων δεκαετιών!
Με
τα υπόλοιπα, όμως, τι γίνεται; Σε το χρειάζεται μία νέα σκηνοθεσία ενός
θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου, μια νέα μουσική επένδυση ή μια νέα
σκηνογραφία μιας παράστασης, μια επιπλέον χορογραφία μιας μουσικής μπαλέτου,
μια νέα διεύθυνση μιας μουσικής σύνθεσης, μια νέα μετάφραση ενός ξενόγλωσσου
μυθιστορήματος, αλλά και μια νέα μουσειογραφία μιας ομάδας εκθεμάτων κ.λπ.,
όταν είναι διαθέσιμη, προσιτή και αναπαράξιμη (με αναβίωση, αντιγραφή,
αναπαραγωγή, ανατύπωση, επανέκθεση κ.ά.) μία εγνωσμένης αξίας προγενέστερη
εκδοχή τους;
Η
πιο πρόχειρη και πεζή απάντηση είναι: «για
να δουλέψουν και οι νέοι»! Μια δεύτερη, πιο κακεντρεχής και με πιο
περιορισμένο πεδίο αναφοράς, είναι: «για
να μην εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα κάποιοι κληρονόμοι για κάτι για το
οποίοι δεν έχουν κοπιάσει διόλου».
Αν,
ωστόσο, παραμεριστούν οι απαντήσεις αυτού του είδους που προσιδιάζουν
περισσότερο σε χαριτολογήματα, από μία πιο ενδελεχή προσέγγιση του θέματος θα
προέκυπτε ότι δεν υφίσταται απάντηση με γενική εφαρμογή. Κάθε περίπτωση είναι
ιδιάζουσα και, στην καλύτερη περίπτωση, επιδεκτική μιας ομαδοποίησης με άλλες
παρεμφερείς. Ο βασικός διαχωρισμός πάντως αφορά το κατά πόσον πρόκειται για “ζωντανή”
παραγωγή ή για “κονσέρβα”.
Για
την πρώτη κατηγορία η απάντηση είναι κατά το μάλλον ή ήττον αυτονόητη: η νέα
δημιουργία είναι αναπόφευκτη. Έτσι, για παράδειγμα, είναι ανέφικτο ένα
πανομοιότυπο ανέβασμα μιας παράστασης (θεάτρου, όπερας, μπαλέτου, μιούζικαλ
κ.λπ.) μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ακόμα δε και αν είναι εν ζωή όλοι οι
συντελεστές της. Ο προγάστωρ πλέον πρωταγωνιστής του παρελθόντος και η τροφαντή
συμπρωταγωνίστριά του δεν θα μπορούν να παίξουν τον “Ρωμαίο” και την “Ιουλιέττα”
της νιότης τους, το πάλαι ποτέ “αηδόνι” δεν θα μπορεί να πιάσει τις νότες της
μελωδίας με την οποία είχε σαγηνεύσει κάποτε το κοινό, οι χορευτές και οι
χορεύτριες θα έχουν αναπόφευκτα βαρύνει κ.ο.κ. Ακόμα, λοιπόν, και σε αυτήν την
περίπτωση η λύση θα συμπεριλαμβάνει αναδιανομή ρόλων, προσθαφαιρέσεις
συντελεστών, προσαρμογή του ανεβάσματος στην νέα σύνθεση… Τουτέστιν, μια έστω
και μερική δημιουργική παρέμβαση.
Αλλά
ακόμα και σε περιπτώσεις που τα χρόνια που μεσολάβησαν δεν παίζουν φαινομενικά καθοριστικό
ρόλο, η επανάληψη με “καρμπόν” είναι ανέφικτη. Ακόμα και ο ίδιος ο ερμηνευτής ή
εκτελεστής δεν αποδίδει απόλυτα όμοια ένα έργο μια δεύτερη φορά. Με την πάροδο
του χρόνου, άλλοτε μεν έχουν αλλοιωθεί τόσο τα φυσικά χαρακτηριστικά του όσο
και ο τρόπος ερμηνείας ή εκτέλεσης, άλλοτε δε η καλλιτεχνική/πνευματική ωρίμαση
του επιβάλλει την διαφορετική προσέγγιση του ρόλου ή του έργου. Ενίοτε,
μάλιστα, η διαφοροποίηση επιβάλλεται από την επιθυμία αποφυγής της τυποποίησης.
Η
κατάσταση περιπλέκεται όταν πρόκειται για έργα που μπορούν να προσφερθούν σε “κονσέρβα”,
δηλαδή να αναπαραχθούν στην αρχική τους ακριβώς μορφή, όπως για μουσικά
κομμάτια που κυκλοφορούν σε δίσκο (ή, πλέον, σε άυλη διαδικτυακή μορφή), για
ταινίες που είναι προσιτές και αυτές σε δίσκο (ή, πλέον, σε επίσημους ή
λαθραίους ιστότοπους), για βιβλία που κυκλοφορούν σε μετάφραση. Ποιος ο λόγος,
σε αυτές τις περιπτώσεις, μιας νέας ηχογράφησης, ενός νέου γυρίσματος ή μιας
νέας μετάφρασης, όταν το κοινό δεν έχει δυσκολία να προμηθευθεί (και να
απολαύσει) με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο την κλασική εκδοχή;
Η
πρώτη αντίδραση θα ήταν ότι κάθε νέα απόπειρα είναι περιττή και καταδικασμένη.
Ωστόσο, αν το καλοεξετάσει κανείς, θα δει ότι αυτή η αντίδραση έχει τα τρωτά της,
γιατί, όπως αποδεικνύει η εμπειρία, το νέο μπορεί κάλλιστα να προσφέρει κάτι
άξιο λόγου, αν όχι εφάμιλλο ή και καλύτερο από το μέχρι τότε κλασικό. Και
κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα.
Πρόσθετα,
ο κάθε παράγων ενός έργου έχει το δικαίωμα να προσφέρει την δική του άποψη μέσω
της ερμηνείας του και να αναμετρηθεί με τα “ιερά τέρατα” του παρελθόντος, ακόμα
και αν κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί. Με αντάλλαγμα, βέβαια, να διδαχθεί από την
αντιπαραβολή. Άλλωστε, είναι ο μόνος αρμόδιος για να επιλέξει αν θα πάρει ή όχι
το ρίσκο. Αντίστροφα δε, το κοινό είναι το μόνο αρμόδιο για να επιλέξει ανάμεσα
στις εκδοχές που του προσφέρονται. Αρκεί να του προσφέρονται όλες! Το νέο
εμπλουτίζει την πολλαπλότητα, δηλαδή την συνύπαρξη περισσοτέρων επιλογών, η
οποία προσφέρει το μέσο και το μέτρο, δηλαδή τις βάσεις, της αναγκαίας
σύγκρισης, η οποία είναι απαραίτητη για να αποδειχθεί εάν εξακολουθεί να ισχύει
η καταξίωση και η υπεροχή μιας παλιότερης εκδοχής (ερμηνείας, εκτέλεσης,
απόδοσης κ.λπ.). Αρκεί, βέβαια, να μην αναιρείται η δυνατότητα της σύγκρισης,
δηλαδή να μην “εξαφανίζεται” από την αγορά κάθε προηγούμενη εκδοχή για χάρη της
οικονομικής επιτυχίας της νέας! Ή να μην επισκιάζεται (ή “θάβεται”) η πρωτότυπη
εκδοχή για να μην κλονισθεί η κυριαρχία ορισμένων κυκλωμάτων σε μία αγορά, όπως
συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες με τα, κατά κανόνα κατώτερα ποιοτικά,
αμερικανικά “remake” ευρωπαϊκών (και όχι μόνον) ταινιών. Με την επισήμανση ότι
η οικονομική πλευρά είναι μία ήσσων παράμετρος στην αναγκαιότητα διαφύλαξης
(στο βαθμό που είναι εφικτή) των αριστουργημάτων (και όχι μόνον) του
παρελθόντος και της παροχής της δυνατότητας στις νεότερες γενιές να έχουν
πρόσβαση σε αυτές. Ο βασικός λόγος είναι η δυνατότητα που πρέπει να έχουν οι
εκάστοτε νεότερες γενιές να έρχονται σε επαφή με τα διατηρήσιμα έργα της
πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής των παλαιοτέρων και να επωφελούνται σε
γνώση και εμπειρία από τον πνευματικό και αισθητικό πλούτο που κουβαλούν.
Υπάρχει,
όμως, και ένας ακόμα γενικότερος λόγος που συνηγορεί στην ενθάρρυνση των νέων
τολμητιών. Αυτοί είναι οι πλέον κατάλληλοι για να καλλιεργήσουν ευρύτερα στις
νεότερες γενιές την αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα και, με αυτόν τον
τρόπο, να τις φέρουν κοντά ακόμα και σε κλασικές μορφές τους, από τις οποίες
νιώθουν αποξενωμένοι. Κι αν αποτύχουν; Ε, και αυτό είναι μέσα στο πρόγραμμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου