("Ἐφημερίδα τοῦ
Κ.Σ.Μ."/τεῦχος 170/Φεβρουάριος 2014)
Δέκα
τοις εκατό κάτω από το επίπεδο του 2000 βρέθηκαν το 2012 οι καθαρές αποδοχές
ενός ατόμου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό στη χώρα, σύμφωνα με τα
στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)(1).
Την ίδια περίοδο, οι καθαρές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα είχαν υποχωρήσει κατά
2,0%. Βέβαια, αυτή η σύγκριση αφορά μόνο αυτούς που διατήρησαν τη θέση εργασίας
τους γιατί οι υπόλοιποι έμειναν πανί με πανί (εκτός και αν διατηρούν κάποιες “βρώμικες”
αποδοχές). Η αντίστοιχη πτώση των καθαρών αποδοχών στην κεντρική διοίκηση ήταν
μόλις 1,3%, ενώ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα οι καθαρές αποδοχές όχι μόνο δεν
έπεσαν, αλλά βρέθηκαν το 2012 σε στάθμη κατά 12,4% υψηλότερη εκείνης του 2000!
Και αυτό όχι επειδή δεν πέρασαν από την προκρούστεια κλίνη της κρίσης. Ίσα-ίσα,
“κουτσουρεύτηκαν” γενναία, αλλά είχαν προλάβει να “αυγατίσουν” πολύ γενναιότερα
την δεκαετία της άκρατης ευωχίας.
«Για τα ΝΠΙΔ πρέπει να υπάρχει
ρεαλιστική εφαρμογή του προϋπολογισμού τους. Αν δεν μπορούν να επιτευχθούν με
αύξηση εσόδων θα πρέπει να γίνονται περικοπές» δήλωσε σε ραδιοφωνική εκπομπή(2)
ο υπουργός που δεν θέλει να θεωρείται ως «ο
υπουργός των απολύσεων». Δηλαδή, πρώτα να εξαντληθεί οικονομικά το ανδράποδο
και μετά να νοικοκυρευτεί ή/και να κάνει περικοπές εξόδων και αμοιβών το ευαγές
νομικό πρόσωπο.
Θα
μπορούσε κανείς να γεμίσει σελίδες ολόκληρες με την παράθεση παραδειγμάτων της
προνομιακής μεταχείρισης ορισμένων ομάδων της ελληνικής κοινωνίας από τους
πολιτικούς κάθε απόχρωσης, με την κατά κανόνα αγαστή συγκατάνευση των μέσων
ενημέρωσης. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι ούτε η πλήρης καταγραφή τους, ούτε καν
ένα απάνθισμα των πιο προκλητικών από αυτά, αλλά η ανατροπή αυτής της
κατεστημένης συμπεριφοράς. Γιατί, έν τινι μέτρω, και αυτά συνέβαλαν στην
οικονομική καταβαράθρωση της χώρας, αλλά και στην κρίση αξιών, της οποίας
απότοκο είναι η οικονομική κρίση. Ενός τέτοιου εγχειρήματος, ωστόσο, θα πρέπει
να έχει προηγηθεί η διάγνωση των συνθηκών που ευνοούν την ανάπτυξή της.
Μία
πρώτη συνθήκη αποτυπώνεται επιγραμματικά στο συμπέρασμα του ειδικού ερευνητή
της πανεπιστημιακής Σχολής Οικονομικών της Τουλούζης Nicolas Treich ότι: «τα θύματα που έχουν ταυτότητα τραβούν περισσότερο την προσοχή από τα
θύματα που περνάνε στις στατιστικές.»(3). Ο Treich ξεκινά τον προβληματισμό του από
την διαπίστωση του ειδικού ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται αφενός μεν για
μεμονωμένες περιπτώσεις σε σχέση με ανάλογες μαζικές, αφετέρου δε για “αναγνωρίσιμους”
στόχους σε σχέση με “στατιστικούς” (δηλαδή μη ταυτοποιήσιμους) στόχους.
Αναφέρει, μάλιστα, και την περίφημη επιτομή του κυνισμού του “πατερούλη των
λαών” Στάλιν ότι: «ο θάνατος ενός ρώσου
στρατιώτη είναι μία τραγωδία, ένα εκατομμύριο νεκροί είναι στατιστική»!
Η
διαπίστωση του Treich βρίσκει την πιο
πειστική επαλήθευση στην στάση των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης (και
αποβλάκωσης) και, κυρίως, των ελλήνων πολιτικών (με ακραία περίπτωση των
εκπροσώπων της ψευδεπίγραφης ελληνικής αριστεράς) στο πρόβλημα της ανεργίας που
μαστίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Τα μεν ξεπερνούν με
συνοπτικές διαδικασίες τα μέτρα που οδηγούν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους του
ιδιωτικού τομέα στην απώλεια ενός κατά κανόνα χαμηλού εισοδήματος κι ας
αντιπροσωπεύουν ήδη συνολικά κάπου ένα εκατομμύριο. Αντίθετα, ολοφύρονται νυχθημερόν
και αφιερώνουν συζητήσεις επί συζητήσεων για μέτρα που θα έχουν ως επακόλουθο
να έχει την ίδια τύχη μια φούχτα αμειβόμενων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και,
λόγω της δημοσιότητας που δίνουν, ευαισθητοποιούν μεροληπτικά εκείνους που
παίρνουν τις αποφάσεις. Οι δε ψηφίζουν χωρίς πολλές αναστολές τα πρώτα, αλλά
στυλώνουν τα πόδια μόλις έρθει η στιγμή να ψηφίσουν τα δεύτερα. Και
κωλυσιεργούν και αναζητούν(και επινοούν και ψηφίζουν ασύστολα) ισοδύναμα μέτρα
κι ας ξέρουν πολύ καλά ότι τα θύματα των τελευταίων θα είναι πολλαπλάσια από
αυτά που διασώζονται! Από την κριτική δεν εξαιρούνται ούτε οι εξ επαγγέλματος
εκφραστές του «όχι σε όλα», οι οποίοι
αφενός μεν βγάζουν την ουρά τους απέξω απ’τις ευθύνες των αποφάσεων, αφετέρου
δε, εξισώνοντας τα πάντα, στην ουσία ευνοούν την μεροληπτική πολιτική που
εφαρμόζεται. Άλλωστε, αφήνουν να προκύψει αβίαστα από τις επιλεκτικές
διαμαρτυρίες τους το για ποια θύματα νοιάζονται κατά κύριο λόγο!
Εύλογα,
γιατί, για παράδειγμα, τα θύματα της κατάργησης ενός (ακόμα και παρασιτικού)
δημόσιου οργανισμού ή μιας (εν δυνάμει άχρηστης) δημόσιας υπηρεσίας είναι «αναγνωρίσιμα θύματα», συγκεκριμένοι
στόχοι, ενώ (τα πολλαπλάσια) των μέτρων που πλήττουν τον ιδιωτικό τομέα θα
ενταχθούν στην χορεία των «στατιστικών θυμάτων»,
καθώς θα προκύψουν από μία επιλεκτική διαδικασία αντοχής στις αντιξοότητες, ενώ
η ευθύνη θα μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί στις πλάτες μιας “ανάλγητης
εργοδοσίας”, ακόμα και αν αυτή έχει αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στην
υποτιθέμενη “όρνιθά” της που γεννά “χρυσά αυγά”!
Βέβαια,
την ιδιότητα των «αναγνωρίσιμων θυμάτων»
δεν την εκμεταλλεύονται μόνο οι τρόφιμοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Την
εκμεταλλεύονται πολύ επιδέξια και διάφορες συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα, οι
οποίες φενακίζουν την κοινή γνώμη σχετικά με τα (συχνά ιδιοτελέστατα) αιτήματά
τους με την προβολή της υπεράσπισης του “δημόσιου συμφέροντος”. Την
εκμεταλλεύονται στο έπακρο και οι “διασημότητες/celebrities” της ντόπιας υποκουλτούρας, οι
οποίοι έχουν μπει στο απυρόβλητο περισσότερο και από υπουργούς χάρις στην
(συντεχνιακή) συμπόνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αρκεί να θυμηθεί την στάση
των περισσοτέρων από αυτά μετά το επεισόδιο μεταξύ ενός προβεβλημένου ζεύγους “διασημοτήτων”
και αστυνομικών πριν από μια πενταετία περίπου. Το ζεύγος δεν σταμάτησε το
όχημά του για αστυνομικό έλεγχο και, όταν αναγκάστηκε να το ακινητοποιήσει μετά
από περιπετειώδη καταδίωξη, κλειδώθηκε μέσα βρίζοντας τα όργανα της τάξης. Και
δεν υπέστη τελικά καμία κύρωση! Δουλοπρεπής και αντιδημοκρατική ελληνική
ιδιαιτερότητα, αν την συγκρίνει κανείς με τις επιπτώσεις που έχουν υποδεέστερα
κρούσματα παραβατικότητας σε ινδάλματα εκατομμυρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες για
παράδειγμα.
Βέβαια,
η «αναγνωρισιμότητα» δεν εξηγεί τα
πάντα. Δεν εξηγεί, λόγου χάριν, το πως εξαναγκάζονται υποψήφιοι που
εμφανίζονται λάβροι εναντίον ανάλογων φαινομένων να συμβιβαστούν ως εξουσία με
τα κρατούντα. Στην “κωλοτούμπα” τους εξωθούν ορισμένες άλλες συνθήκες. Μία από
αυτές είναι η ανεκτικότητα σε πρακτικές εκβιασμού, στις οποίες καταφεύγουν
διάφορες ομάδες για να πετύχουν τους στόχους τους. Το αποτέλεσμα είναι το
κομμάτι από την κοινή πίττα που αποσπά κάθε ομάδα να είναι ευθέως ή, μάλλον,
εκθετικά ανάλογο με τις δυνατότητες εκβιασμού – δηλαδή ομηρείας της κοινωνίας –
που διαθέτει η κάθε ομάδα.
Το φαινόμενο
δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Ευδοκιμεί ακόμα και σε κράτη με πολύ πιο
αποφασιστική πολιτική ηγεσία. Υπάρχει, όμως μια διαφορά: εκεί, σε ανάλογες
περιπτώσεις, αντιδρούν κατά προτεραιότητα οι υπεύθυνοι συνδικαλιστές. Είναι
χαρακτηριστική η περίπτωση του Jürgen Bothner, επικεφαλής περιφερειακής οργάνωσης του γερμανικού συνδικάτου δημοσίων
υπηρεσιών “Ver.di”, μετά από απόφαση να χορηγηθούν αυξήσεις 11% στους
εργαζόμενους στους γερμανικούς σιδηρόδρομους, οι οποίοι είχαν οδηγήσει σε πλήρη
παράλυση την κυκλοφορία για ένα διήμερο. «Δεν μπορώ να αποδεχτώ την επιδίωξη από μία ομάδα μισθωτών προνομίων
αποκλειστικά για λογαριασμό της. Είναι επικίνδυνο να βολεύονται ορισμένοι
καλλίτερα από τους υπόλοιπους, σε βάρος της αλληλεγγύης, επειδή μπορούν να
προξενήσουν μεγαλύτερη ενόχληση.»(4), είχε δηλώσει. Έχει διανοηθεί ποτέ έλληνας συνδικαλιστής να εκστομίσει
τέτοια (αιρετική για το ελληνικό κατεστημένο) άποψη, παρότι θα είχε
πολλαπλάσιες ευκαιρίες να το πράξει;
Και
τούτο γιατί η ανεκτικότητα έχει πάρει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα.
Σ’αυτό συνέβαλε το αντι-κρατικό κλίμα που κυριάρχησε από τα πρώτα
μεταδικτατορικά χρόνια. Συνέβαλε και το “καπέλωμα” των συνδικαλιστικών
οργανώσεων από τους εκπροσώπους των ομάδων του δημόσιου τομέα που επιδίδονται
με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο “άθλημα” της ομηρείας. Ποιος μπορεί να
αγνοεί το πώς ανέβηκε στα “ρετιρέ” το προσωπικό της Δ.Ε.Η. αφότου κρίθηκε “κεκτημένο
δικαίωμα” όχι η απλή απεργία του, αλλά το κατά βούλησιν κατέβασμα των διακοπτών
και η συνακόλουθη γενική ή επιλεκτικά τοπική διακοπή της ηλεκτροδότησης;
Συνέβαλε
και το ότι τους μιμήθηκαν και πολλές συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες
είχαν τη δύναμη και τα μέσα να αιχμαλωτίσουν είτε τοπικές κοινωνίες είτε την
κοινωνία ολόκληρη. Με το κλείσιμο κομβικών σημείων του οδικού δικτύου της χώρας
με τρακτέρ πέτυχαν να εισπράξουν παράτυπα επιδοτήσεις ομάδες αγροτών· τα δε
πρόστιμα, στη συνέχεια, τα πλήρωσαν οι απλοί φορολογούμενοι!
Κυρίως,
όμως, συνέβαλε η ατιμωρησία των πρωταιτίων και η απροθυμία των κυβερνήσεων να
τους αντιμετωπίσουν πιο δυναμικό υπό τον φόβο να υπάρξει κάποιο θύμα, που θα
έδινε το έναυσμα για ευρείας κλίμακας καταστροφικές συγκρούσεις, όπως αυτές που
ακολούθησαν τον φόνο από όργανο της τάξης ενός νεαρού τον Δεκέμβριο του 2008.
Κορυφαία περίπτωση υπήρξε η ατιμωρησία των βιαιοπραγιών των “σταμουλοκολλάδων”
το 1993, οι οποίοι επιπλέον επιβραβεύτηκαν από την κυβέρνηση που προέκυψε από
τις εκλογές που ακολούθησαν, προφανώς γιατί θεωρήθηκε ότι συνέβαλαν τα μέγιστα στην
πτώση της προκατόχου της. Ενδεικτική περίπτωση κυβερνητικής ατολμίας είναι η
υπερκομματική και διαχρονική αναποφασιστικότητα να μπει μία τάξη στις σχεδόν
καθημερινές πορείες στις πόλεις.
Αυτή,
όμως, η κατάσταση οδηγεί σε μία μείζονα κοινωνικο-οικονομική στρέβλωση. Η
ελληνική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνία, συντίθεται από ομάδες οι οποίες
έχουν κάθε λόγο να προτάξουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους και να ασκήσουν πίεση
για την κατά προτεραιότητα ικανοποίησή των. Αυτή η εγωιστική και ιδιοτελής ροπή
αμβλύνεται από μία αίσθηση ευθύνης απέναντι στο γενικό συμφέρον και από την
επίγνωση του γεγονότος ότι συχνά και μακροπρόθεσμα οι επιπτώσεις της τακτικής
ικανοποίησης του γενικού συμφέροντος είναι θετικότερες στις επιμέρους
κοινωνικές ομάδες από την ικανοποίηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Αυτή η
γνώση είτε λείπει είτε αγνοείται από τις ντόπιες κοινωνικές ομάδες που
αισθάνονται αρκούντως ισχυρές για να επιβάλουν την μονομερή βελτίωση της θέσης
τους (σε βάρος, προφανώς, των υπολοίπων) και βλέπουν (κοντόφθαλμα είναι η
αλήθεια) να δικαιώνεται τελικά η τακτική τους. Έτσι, όμως, διαρρηγνύεται ο
συνδετικός ιστός της κοινωνίας περισσότερο από ό,τι στις κοινωνίες με τις
οποίες θα έπρεπε να συγκρίνεται η ελληνική. Με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν
αδύνατη μία ευρύτερη κοινωνική σύγκλιση για το δέον γενέσθαι. Αντίθετα, να
επιτυγχάνεται σε ακραίες (και αδιέξοδες) αρνήσεις.
(1)
(Στοιχεία από το) Σωτήρης Νίκας: «Στα επίπεδα του 2000 έπεσαν οι αποδοχές των
εργαζομένων, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ», στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 1ης
Δεκεμβρίου 2013.
(2) Στην
πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στον σταθμό «Σκάι» της 20ης
Ιανουαρίου 2014.
(3)
Nicolas Treich: «Ecotaxe, santé…: attention à la médiatisation des souffrances.
Les véritables victimes ne sont pas les plus visibles» στην εφημερίδα «Le Monde» της 22ας Νοεμβρίου 2013.
(4)
(Αναφέρεται στο) Daniel Vernet: «Le désarroi de la classe moyenne
allemande» στην εφημερίδα «Le Monde» της 24ης Ιανουαρίου 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου