("Ἐφημερίδα τοῦ Κ.Σ.Μ."/τεῦχος 163/Δεκέμβριος 2012)
Πριν από ο,τιδήποτε άλλο μία διευκρίνιση: ο όρος “αριστερά” στο παρόν κείμενο δεν αναφέρεται γενικά και αόριστα στην αριστερά. Αναφέρεται στις εκφάνσεις αυτής της sui generis ελληνικής αριστεράς, γιατί ακόμα και μέσα στην ελληνική επικράτεια υφίσταται μία άλλη αριστερά που δεν έχει μολυνθεί από τα “κουσούρια” της πρώτης.
Μέχρι πρότινος, λοιπόν, επικρατούσε η εντύπωση ότι οι κατά περίπτωση φαινομενικά περίεργες ή παράλογες θέσεις της οφείλονταν σε ιδιορρυθμίες των κομματικών φορέων ή σε μία αταβιστική εξωτερίκευση ενός ρέμπελου χαρακτήρα που δεν προσαρμόζεται στις επιταγές ενός κράτους που ευνομείται και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη συμβίωση των πολιτών του μέσω των κανόνων ενός (τουλάχιστον άτυπου) “κοινωνικού συμβολαίου”.
Φοβάμαι ότι έχει έρθει ο καιρός να πάψουμε να ζούμε με αυτές τις ψευδαισθήσεις. Φοβάμαι ότι δεν πρόκειται για αιρετικές θέσεις με γραφική χροιά, αλλά για επιμέρους δράσεις στο πλαίσιο ενός σαφούς σχεδίου διάβρωσης και άτυπης de facto αναίρεσης (αν όχι κατάλυσης) του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας. Κάτι που συνάδει απόλυτα με την ψυχοσύνθεση και τη νοοτροπία ατόμων που δεν αποδέχθηκαν ποτέ την ήττα τους σε έναν οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο έριξαν την χώρα, δεν αποδέχθηκαν ποτέ την πλειοψηφική απόρριψη της “ουτοπίας” τους, δεν συνέλαβαν ποτέ τις βαθύτερες αιτίες της αποτυχίας του συστήματος που ευαγγελίζονταν (και ευαγγελίζονται ακόμα), απέδιδαν τα πάντα στις παρεμβάσεις πανίσχυρων “ξένων δακτύλων”, απεχθάνονται δε μέχρι μυελού οστέων την ανοικτή κοινωνία που ζούμε, έχουν εμποτισθεί με ένα ανήμερο ταξικό μίσος και διακατέχονται από μία ασυγκράτητη ιδεολογική μισαλλοδοξία και ένα ασίγαστο μοχθηρό πάθος ρεβανσισμού.
Είναι αλήθεια ότι οι υποψίες για το ότι ορισμένες τουλάχιστον τακτικές είναι ενσυνείδητες επιλογές – επιβουλές δεν είναι πρόσφατες. Εδώ και δεκαετίας τις είχαν διατυπώσει κάποιες θαρραλέες φωνές, που δεν περίμεναν τα γεγονότα των τελευταίων ετών για να το συνειδητοποιήσουν. Όμως, η ηγεμονική ιδεολογία και η ιδεολογική τρομοκρατία των μεταδικτατορικών χρόνων συσκότιζε την πραγματικότητα.
Οι αρχικές υποψίες για υπέρβαση των εθιμικών αντιδράσεων και ύπαρξη σαφούς στόχου πίσω από τη δράση των ομάδων κρούσης αυτής της αριστεράς αφορούσαν τον τομέα της οικονομίας. Ήταν από καιρό φανερό ότι οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών παρακλαδιών τους και η δική τους συμπαράσταση δεν αποβλέπανε στην βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων, αλλά στην αποτροπή της οικονομικής ανάπτυξης και στην συνακόλουθη εξαθλίωση των στρωμάτων, των οποίων τα συμφέροντα υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν. Από αυτήν ευελπιστούσαν να αντλήσουν κομματικά οφέλη. Είχαν εμπεδώσει ότι, όπως έγραφε σε ανύποπτο χρόνο, εδώ και δύο αιώνες, ο Τοκβίλ «Οι λαοί δείχνουν λιγότερη προθυμία για επανάσταση στο μέτρο που μεταξύ τους η κινητή περιουσία διαφοροποιείται και ο αριθμός αυτών που την κατέχουν αυξάνει.» και, υπό την επήρειά του αποφάσισαν να αντικαταστήσουν την ξεπερασμένη πίστη τους στο ότι «Ο λαός είναι δυστυχισμένος, αλλά δεν το ξέρει. Πρέπει να του το μάθουμε!» από το «Ο λαός πρέπει να είναι δυστυχισμένος,», για να εξεγερθεί εννοείται, « αλλά δεν είναι. Πρέπει να τον κάνουμε!». Κοντολογίς, “ψάρευαν” κοινωνική απήχηση στα “θολά νερά” της ανεργίας και της κατάρρευσης των αμοιβών και της οικονομίας. Γιαυτό ξεσηκώνονταν με κάθε είδους πρόσφορη και “φτηνή” επιχειρηματολογία οπότε έμπαινε στα σκαριά κάποια σοβαρή επένδυση. Οι δήθεν οικολογικές ευαισθησίες και ο φόβος του κακοπροαίρετου ιδιωτικού τομέα δεν ήταν παρά “προφάσεις εν αμαρτίαις”. Το ότι ο τουρισμός, ο μοναδικός παραγωγικός τομέας του τόπου που δεν επηρεαζόταν άμεσα αρνητικά όταν ξέσπασε η τρέχουσα κρίση, βρέθηκε κατά προτεραιότητα στο στόχαστρό τους είναι αποκαλυπτικό. Με τη δράση τους υπονομευόταν το μοναδικό δραστικό αντίδοτο στην ομαδική οικονομική καταβαράθρωση!
Τώρα πλέον θα πρέπει να ενταχθούν στο ίδιο πλαίσιο και μερικές άλλες επιλογές. Όπως αυτές που συμβάλλουν έμπρακτα στην δημιουργία διαφόρων “γκέττο”. Η συνδρομή στη συγκρότηση συνεκτικών πυρήνων λούμπεν και περιθωριακών στοιχείων, η ενθάρρυνση της συγκέντρωσης μεταναστών σε ορισμένες περιοχές, που συχνά παίρνει την μορφή οργανωμένης επιχείρησης, η διεκδίκηση ή με το στανιό επιβολή συνθηκών πολυπολιτισμικότητας, η υποστήριξη της εγκατάστασης οχληρών (για κάποιους) λειτουργιών, η οργάνωση απωθητικών (για κάποιους) εκδηλώσεων, η σθεναρή υπονόμευση κάθε εγχειρήματος διαμόρφωσης συνθηκών που θα βελτιώσουν (για κάποιους) το περιβάλλον τους, η κάλυψη ή ενθάρρυνση κάθε είδους παραβατικότητας, οι επιλεγμένες και με σχεδόν περιοδικό ρυθμό καταστροφές, η υπονόμευση της δράσης συλλόγων με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό, ο εκφοβισμός των κατοίκων κ.λπ. είναι επιμέρους δράσεις με έναν ανομολόγητο αλλά σαφή στόχο: την δημιουργία αφόρητων συνθηκών διαβίωσης για αυτούς τους “κάποιους”, οι οποίοι, όταν εξαντληθεί η αντοχή τους, θα “πάρουν των ομματιών τους” και θα απέλθουν για λιγότερο στρατηγικούς χώρους. Αυτοί δε οι “κάποιοι” δεν είναι παρά τα μεσαία αστικά στρώματα, αλλά και πολλά μικροαστικά ή λαϊκά, που αποτελούν τους παραδοσιακούς κατοίκους περιοχών του κέντρου των πόλεων. Αυτών την ευαισθησία έχουν ως στόχο οι “καταλήψεις”, τα υπαίθρια “παζάρια”, οι αντιδράσεις σε έργα και δράσεις που θα τους ανακούφιζαν ή θα τους εξυπηρετούσαν (χώροι στάθμευσης, πολυκαταστήματα, πολιτιστικές δραστηριότητες του γούστου τους κ.ά.). Η κατάληξη είναι μία “κοινωνικοταξική εθνοκάθαρση”, καθώς η φυγή των προς τα λιγότερο συμπαγή προάστια αφήνει ένα κενό πρόσφορο για τη δημιουργία νησίδων, στην οποία να μην επιβάλλεται η νομιμότητα και να μην ασκείται η κρατική εξουσία. Το παράδειγμα του άβατου των Εξαρχείων, όπου, σύμφωνα με δημόσια ομολογία αντιδημάρχων της πρωτεύουσας, η Δημοτική Αστυνομία δεν τολμά να εμφανισθεί, είναι ενδεικτικό. Όσο δε πιο καίρια είναι η θέση αυτής της νησίδας τόσο πιο πολύ εξυπηρετεί τον στόχο. Γιατί άλλο είναι μία εκτός ελέγχου περιοχή στα απώτατα όρια του αστικού ιστού και άλλο έξω από την πόρτα του διοικητικού κέντρου της χώρας! Γιατί πέρα από το “κράτος εν κράτει” που περιέρχεται στη δικαιοδοσία τους, η εικόνα (που αφειδώς – σκοπίμως ή αφελώς – αναπαράγουν τα τρισάθλια ντόπια μέσα ενημέρωσης για να αναμεταδοθεί τελικά και διεθνώς) δημιουργεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό την εντύπωση αφενός μεν μιας ανίσχυρης κρατικής εξουσίας αφετέρου δε μιας ανεξέλεγκτης αυτονόμησης κομβικών χώρων, με όσα αυτή η εντύπωση συνεπάγεται.
Γιαυτό και η παρουσία και η δραστηριοποίηση ακροδεξιών οργανώσεων στις περιοχές με έντονη συγκέντρωση αλλοδαπών δεν ενοχλεί τόσο ως δράση. Άλλωστε, η καταγγελία των είχε ξεκινήσει πολύ προτού εκδηλωθούν οι απεχθείς πρακτικές των. Ενοχλεί επειδή αφενός μεν απελευθερώνει τις γλώσσες και επιτρέπει να ακούγονται διαφορετικές γνώμες από απλούς κοινούς πολίτες και όχι από άτομα με φασιστική/ρατσιστική νοοτροπία, αφετέρου δε δεν επιτρέπει την απρόσκοπτη ενσωμάτωση αυτών των συνοικιών στις αυτόνομες περιοχές όπου δεν φτάνει το χέρι του νόμου και όπου δεν έχει λόγο η κοινωνία.
Η περίπτωση, πάλι, του πανεπιστημιακού ασύλου είναι εύγλωττη. Θα πρέπει να είναι κάποιος αφελέστατος για να πιστέψει ότι ο θόρυβος προκαλείται για την προστασία της “ελεύθερης διακίνησης των ιδεών”. Και αυτό όχι μόνο γιατί στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο: αυτό που πλήττεται κατά κύριο λόγο είναι αυτή η ίδια η “διακίνηση των ιδεών”, καθώς οι μόνες που διακινούνται απερίσπαστα είναι αυτές που αποπνέουν οι ανά ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα “τοποτηρητές” του ασύλου. Αλλά, γιατί με αυτόν τον τρόπο διατηρείται ένας αυτόνομος χώρος, κατά περίπτωση επιχειρησιακό ορμητήριο ή καταφύγιο των επίσημων και ανεπίσημων (παρααριστερών κατά το παρακρατικών) δυνάμεων κρούσης. Γιαυτό και μάχονται με νύχια και με δόντια να το διαφυλάξουν.
Με τον έλεγχο των πανεπιστημιακών χώρων επιτυγχάνεται και ένας άλλος στόχος: η ιδεολογική κυριαρχία. Γιατί, με τη συνεργασία ενός αρχικού πυρήνα διδακτικού προσωπικού (μιας “πέμπτης φάλαγγας” που συγκροτήθηκε με την αγαστή συνέργια του πολιτικού καιροσκοπισμού της δεκαετίας του ’80) και τη συνδρομή του “τραμπουκισμού” των “δυνάμεων κατοχής” των πανεπιστημιακών χώρων, οι φίλα προσκείμενοι και εγκάθετοι διδάσκοντες κατέκτησαν μία δεσπόζουσα θέση παντελώς δυσανάλογη προς την απήχηση της ιδεολογίας των στην κοινωνία, φιμώνοντας παράλληλο με εκφοβιστικές μεθόδους τους διαφωνούντες. Αυτή, όμως, η σχεδόν μονοπώληση του ακαδημαϊκού λόγου από μία ιδεολογική σχολή είχε ορισμένες παρενέργειες. Πρώτον: δεν άφηνε ουσιαστικά να ακουσθούν αντίθετες απόψεις μέσα από τις τάξεις της. Δεύτερον: εντύπωνε στην κοινή γνώμη την αίσθηση της ανωτερότητας του ιδεολογικού στίγματός της, καθώς μόνο αυτό εκπορευόταν από τους θεωρητικά πνευματικούς πατέρες της κοινωνίας. Τρίτον (και κυριότερο): ενστάλαζε στις επερχόμενες γενιές το δηλητήριο των πνευματικών στρεβλώσεων και ιδεοληψιών της. Και τέταρτον: αποθάρρυνε τη διατύπωση αντίθετων απόψεων ή διέβαλλε όσους την αποτολμούσαν με μεθόδους πνευματικής τρομοκρατίας. Μιας τρομοκρατίας που, όπως την αποκρυπτογραφεί ο Ζαν Σεβιλιά: «Είναι ένα ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά ένας ολοκληρωτισμός υποκριτικός και ύπουλος. Αποσκοπεί στην αφαίρεση του λόγου από αυτόν που αντιλέγει, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα στόχο που πρέπει να εξοντωθεί. Χωρίς, όμως, να χυθεί αίμα: απλά με τη διάχυση λέξεων.»
Όλες αυτές αποτελούν μερικές από τις επιμέρους επιθετικές τακτικές της στρατηγικής αυτής της εγχώριας αριστεράς. Υπάρχουν, όμως και οι αμυντικές. Μία από αυτές είναι και η, κοινή μεταξύ των ομοϊδεατών της του δυτικού κόσμου, υποστήριξη της παρουσίας οικονομικών μεταναστών και η παντοειδής προστασία που τους παρέχει. Ο στόχος είναι προφανής: ο προσεταιρισμός αυτού του πολυάριθμου ανθρώπινου δυναμικού. Όχι βέβαια λόγω μονοπώλησης των ανθρωπιστικών συναισθημάτων, όπως είχε αποδείξει περίτρανα η εχθρότητα που απέπνεε έναντι των μεταναστών από τον πάλαι ποτέ σοβιετικό συνασπισμό, πριν από την κατάρρευσή του, αλλά και αμέσως μετά ωσότου εμπεδωθεί το ότι “το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω”. Ούτε στο πλαίσιο ενός καλοπροαίρετου “buonismo”. Απλά, γιατί, όπως έδειχναν οι εξελίξεις πριν από την κρίση και όπως πιθανόν να συμβεί όταν αυτή οψέποτε ξεπεραστεί, ένα μεγάλο μέρος αυτού του δυναμικού, του οποίου το μέγεθος δεν έχει φτάσει στο μέγιστό του, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη χώρα. Και, επιπλέον, αυτό θα αποτελέσει κατά κύριο λόγο το μελλοντικό προλεταριατό, στο οποίο θα απευθύνεται.
Όσο για την έμμονη προτίμηση της προώθησης της πολυπολιτισμικότητας αντί της πολιτιστικής ενσωμάτωσης/αφομοίωσης των κοινοτήτων των αλλοεθνών, αυτή εξυπηρετεί έναν πολύ πιο καταχθόνιο στόχο: την έσωθεν αποδόμηση του ανοικτού και δημοκρατικού συστήματος των δυτικών κοινωνιών, λόγω της πλήρους ασυμβατότητας της κουλτούρας και της νοοτροπίας πολλών από αυτές με αυτό και της εχθρότητας προς την Δύση από την οποία διαπνέονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου