(ομιλία της 20ης Φεβρουαρίου 2012)
Κάποιος φιλόσοφος του 19ου αιώνα, αν θυμάμαι καλά, είχε πει ότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά υποσημειώσεις στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Κάπως έτσι και η δική μου εισήγηση δεν επρόκειτο να είναι παρά υποσημειώσεις στην εισήγηση του Διονύση Γουσέτη σ’αυτόν τον χώρο με θέμα «Το Χρονικό της Κρίσης» που προηγήθηκε κατά ένα 15ήμερο. Μ’άλλα λόγια, σκοπός μου ήταν να προσθέσω ορισμένα στοιχεία στο ιστορικό και να το προεκτείνω προς το μέλλον, δηλαδή να προδιαγράψω τις εξελίξεις σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου. Όμως, τα γεγονότα που μεσολάβησαν με εξώθησαν σε μεγάλες αλλαγές και αβεβαιότητες, στο βαθμό που δεν γνωρίζουμε τις αποφάσεις που θα πάρει το «EuroGroup»που ήδη συνεδριάζει.
Πάντως θα παρεμβληθούν και κάποιες παρελθοντολογικές αναφορές, γιατί χωρίς γνώση ή ανάκληση των αιτίων είναι δύσκολος ή άνευ ουσίας ο σχολιασμός του παρόντος και η πρόβλεψη του μέλλοντος. Θα ξεκινήσω, έτσι, με την ανάγνωση ενός αποσπάσματος από ένα άρθρο. «Ο καθένας», αναφέρει το κείμενο, «μπορεί, σε μια συγκεκριμένη στιγμή και υπό την επήρεια μιας ευνοϊκής προς τούτο συγκυρίας, να αναγκασθεί να δανειστεί. Ο καθένας είτε ατομικά είτε ως μέλος ενός ευρύτερου συνόλου (οικογένεια, επιχείρηση, κοινότητα, συνεταιρισμός, κράτος). Και δεν υπάρχει κατ’αρχήν τίποτε το μεμπτό σε μια προσφυγή στον δανεισμό, εφόσον το επιβάλανε δυσμενείς συνθήκες. Παράλληλα, όμως, δεν υπάρχει χειρότερος τρόπος αντιμετώπισης του βάρους ενός δανείου, από τον συνεχή δανεισμό για αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων (και πολλές υπερχρεωμένες χώρες, του τρίτου κόσμου κυρίως, θα ήταν προθυμότατες να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές). Οι παρενέργειες μιας τέτοιας πρακτικής είναι γνωστές. Η πρόσκαιρη λύση γεννά έναν εφησυχασμό ως προς τις επιπτώσεις και μία αναβλητικότητα ως προς την ορθή και ριζική λύση του προβλήματος. Με άλλα λόγια, αυτός που χρωστάει, απ’τη μια δεν επιδεικνύει κανένα ενδιαφέρον να εξοικονομήσει ό,τι χρειάζεται για τη σταδιακή απόσβεση του χρέους του και απ’την άλλη, μέσα στην ευφορία της χρονικής μετάθεσης του προβλήματος, δεν προβαίνει στις ενδεδειγμένες αναδιαρθρώσεις για να απαλείψει τις αιτίες που τον οδηγούν στην ανάγκη δανεισμού, δηλαδή στην κάλυψη του χάσματος ανάμεσα σε εκείνα που μπαίνουν στην τσέπη του και σε εκείνα που είναι αναγκασμένος να βγάζει από αυτήν. Όσο, όμως, διογκώνεται το χρέος, ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθούν κάποτε οι κρουνοί των δανειστών κλειστοί και να γίνει αντιληπτή η αφροσύνη. Ίσως να’ναι αργά, αλλά το πάθημα θα έχει γίνει μάθημα. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που θεωρούν δεδομένο ότι είναι άτρωτοι από τέτοιες αντιξοότητες. Τέτοια νοοτροπία διακατέχει εκείνους που είτε έχουν εξασφαλίσει μία αστείρευτη πηγή πόρων, είτε επιτυγχάνουν για τα χρέη τους το “δανεικά κι αγύριστα”»*.
Το απόσπασμα φαίνεται προφητικό. Και είναι, αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από την «Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ.» και συγκεκριμένα από το τεύχος του Ιανουαρίου του 1990! Έκρινα δε την παρεμβολή του αναγκαία για να γίνει αντιληπτό ότι τα σημερινά κατάντια της χώρας δεν ήρθαν ως “κεραυνός εν αιθρία”! Χρόνια τώρα αποφεύγαμε ενσυνείδητα τον δρόμο της αρετής.
Ωστόσο, για τη σύνταξη του κειμένου δεν απαιτούνταν ικανότητες ενός Κάλχα ή ενός Τειρεσία. Οι βάσεις για τα σημερινά κατάντια είχαν τεθεί από τότε. Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίζει απόσπασμα από ένα άλλο άρθρο που αλίευσα στον τύπο για το 1989, είχε παραληφθεί τότε από τον αρμόδιο υπουργό: «έλλειμμα ίσο προς το 17,6% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος ίσο προς το 76,4%, επιπλέον εγγυήσεις του Δημοσίου ίσες προς 32,2%.»**. Εγγυήσεις του Δημοσίου υπέρ των αμαρτωλών Δ.Ε.Κ.Ο. όχι για κάποια δάνεια που είχαν πάρει για να υλοποιήσουν κάποιο επενδυτικό πρόγραμμα. Άλλωστε, οι πλείστοι εξ ημών θα θυμούνται ότι τότε “ανακαλύψαμε” ότι τα αποθέματα νερού κόντευαν να στερέψουν και τρέχαμε κακήν-κακώς να κατασκευάσουμε το Φράγμα του Ευήνου και να πάρουμε ανάσα για κάποιες δεκαετίες. Αλλά εγγυήσεις για δάνεια που κάλυπταν τα ελλείμματα που οφείλονταν στην τακτική των χαμηλών τιμολογίων στο πλαίσιο μιας απατηλά φιλολαϊκής πολιτικής. Εγγυήσεις που, στη συνέχεια, κατέπιπταν η μία μετά την άλλη για να μετατραπούν σε δημόσιο χρέος. Με δεδομένο δε ότι κάποιες θα είχαν καταπέσει και προηγουμένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο τέλος του 1989 το δημόσιο χρέος ήταν στην πραγματικότητα 108,6% του Α.Ε.Π., από το οποίο κάπου το 35 με 40% οφειλόταν σε εγγυήσεις που είχαν καταπέσει για να πληρώνουμε όλοι μας φτηνό ρεύμα, νερό και τηλέφωνο επί μία δεκαετία. Το οποίο μας κυνηγάει ακόμα. Γιατί έκτοτε το χρέος υπερδιπλασιάστηκε ως απόλυτο μέγεθος, αλλά η παράλληλη ανάπτυξη το κρατούσε σε αυτά τα επίπεδα ως ποσοστό του Α.Ε.Π.
Ας μην αυταπατόμαστε λοιπόν. Ο Πάγκαλος έχει δίκιο: μπορεί “όλοι να μην φάγαμε”, αλλά “όλοι επωφεληθήκαμε” από το φαγοπότι! Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Φυσικά αυτό δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους τους πολιτικούς που δεν βρήκαν το θάρρος να πάνε κόντρα στο ρεύμα για να αποτρέψουν την χρεοκοπία. Αλλά, με τη σειρά της, η ευθύνη των πολιτικών δεν απο-ενοχοποιεί τους πολίτες που όχι μόνο “μαύριζαν” μια ζωή τις Κασσάνδρες, που, όπως αποδείχθηκε, είχαν δίκιο, αλλά ακόμα και τώρα, στις δημοσκοπήσεις, κατατάσσουν στην κορυφή των προτιμήσεών τους τους πρωταίτιους της κατρακύλας!
Βέβαια, το 1989 ακολούθησε μία περίοδος κατά την οποία επιχειρήθηκαν οι περισσότερες και τολμηρότερες διαρθρωτικές αλλαγές, από αυτές που έχει ανάγκη η χώρα, όπως τις καταγράφει σε σχετικό άρθρο του ο Θανάσης Παπανδρόπουλος, ο οποίος παραθέτει και σχετική δήλωση του Χέννινγκ Κριστόφερσεν, τότε εκπροσώπου της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Αν ο Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του είχαν αφεθεί να ολοκληρώσουν το μεταρρυθμιστικό τους έργο, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν στις πρώτες θέσεις των οικονομικά πετυχημένων χωρών της ευρωζώνης…»***. Αλλά δεν αφέθηκε γιατί προείχε η ικανοποίηση των “σταμουλοκολλάδων” και των υπόλοιπων αστέρων του “εργατοπατερισμού”, καθώς και η μαξιμαλιστική εθνικοφροσύνη του κ. Σαμαρά.
Με συνεχή, λοιπόν, ελλείμματα και με τον εφησυχασμό της κάλυψής των με νέα δάνεια πορευτήκαμε πλησίστιοι μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης. Οπότε όλοι ταρακουνηθήκαμε. Και αφυπνίσθηκαν ακόμα και εκείνοι που εκοιμούντο τον “ύπνον τον νήδυμον”. Και ανακαλύψαμε όψιμα ότι ως χώρα και ως λαός δεν πάσχουμε από έλλειμμα μόνον προϋπολογισμού και ισοζυγίου πληρωμών, αλλά, και αυτό είναι το χειρότερο, και αξιοπιστίας.
Όχι πως δεν ήξεραν αυτοί που μας οικτίρουν τώρα ότι είχαμε μπει στο κοινό νόμισμα με “μαγειρεμένες” στατιστικές. Αλλά τότε είχαν “κάνει τα στραβά μάτια” ελπίζοντας ότι θα νοικοκυρευόμασταν στη συνέχεια. Όπως είχαν “κάνει τα στραβά μάτια” και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τον υπέρμετρο δανεισμό μας για αλόγιστες καταναλωτικές δαπάνες. Αν ο κ. Ντελόρ δεν ήταν τόσο επιεικής με την καταρρέουσα κυβέρνηση Παπανδρέου, ίσως η πορεία της χώρας να ήταν απείρως καλύτερη.
Ως προς την αξιοπιστία, πάντως, “βγάλαμε μόνοι μας τα μάτια μας”. Η αρχή είχε γίνει με την περίφημη “απογραφή” του κ. Αλογοσκούφη. Αλλά τότε, ο αυτοεξευτελισμός είχε περιοριστεί σε κομματικό επίπεδο. Ενώ το 2009 ήρθε ο εγγονός Παπανδρέου και άρχισε να διαλαλεί δεξιά κι αριστερά το πόσο αναξιόπιστοι, τεμπέληδες και ό,τι άλλο κατέβαζε ο νους του ήμασταν. Την ίδια, όμως, στιγμή η κυβέρνησή του φρόντιζε να πιστοποιεί την αφερεγγυότητά μας διαιωνίζοντας την επιχείρηση εξαπάτησης των “κουτόφραγκων”. Οι οποίοι, παρά ταύτα, προσπάθησαν να μας συνδράμουν. Με το αζημίωτο, βέβαια, αφού τους ενδιέφερε πρώτιστα η σωτηρία των τραπεζών τους και της ευρωζώνης.
Έτσι, άρχισε η παραγωγή των απανωτών “μνημονίων” και “μεσοπροθέσμων”. Και τότε διεπράχθη το δεύτερο έγκλημα μετά από το διαρκές της αυτοδυσφήμισης: διαλύθηκε ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας μας για να μην θιγεί το αντιπαραγωγικό δημόσιο. Κάτι, όμως, που δεν αποφεύχθηκε. Τελικά θα “πληρώσει τη νύφη” και αυτό, αφού δεν μπορεί πλέον να βρει αποκούμπι στην αιμοδοσία από έναν υγιή παραγωγικό τομέα.
Οι εταίροι μας διαπίστωναν έκπληκτοι ότι πορευόμαστε σαν να μην θέλουμε να σωθούμε. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Γιάννης Καρτάλης: «Δίνουν μάλιστα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελλιπή εκτέλεση το πρώτου μνημονίου, όπου εφαρμόστηκαν μόνον οι οριζόντιες μισθολογικές περικοπές και οι απανωτές φορολογικές αυξήσεις, οι οποίες δεν είχαν ζητηθεί από τους δανειστές μας, χωρίς να υιοθετηθούν οι πολύ πιο σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, παρά τις αλλεπάλληλες υποσχέσεις, οι οποίες έμειναν στα χαρτιά.»****.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι όλες αυτές οι εξελίξεις ήταν μάλλον προβλέψιμες. Πρώτον, το πολιτικό προσωπικό θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο ως “κεκτημένο δικαίωμα” την εξαπάτηση των “κουτόφραγκων” και την εκ των υστέρων διαβολή των, επανάληψη ενός χιλιοπαιγμένου έργου. Δεύτερον, η εξυγίανση έπρεπε να διεκπεραιωθεί από τους κύριους υπεύθυνους του κακοφορμισμού, οι οποίοι, όμως, ήταν και εκείνοι που θα έφεραν το μεγαλύτερο βάρος.
Εξηγούμαι: Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., στο οποίο έλαχε ο κλήρος να αντιμετωπίσει την κρίση, ήταν η κομματική έκφραση των περισσοτέρων αναχρονιστικών και αντιπαραγωγικών δομών του ελληνικού δημοσίου, παρά την εκσυγχρονιστική αναλαμπή του της πρώτης κυβέρνησης Σημίτη. Ίσως, μάλιστα, να επιδίωξε να αναλάβει αυτό το φορτίο για να περισώσει το τερατούργημά του. Τυχόν, λοιπόν, μετωπική σύγκρουση με αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοκαταστροφική αυτό-αναίρεσή του. Κάτι που, τελικά, δεν απέφυγε. Από την άλλη, είχε στηθεί ένα ολόκληρο σύστημα μονοπώλησης της πολιτικής εξουσίας από ορισμένες κοινωνικές τάξεις διαπαραταξιακά. Με τα “ασυμβίβαστα” και την εξασφαλισμένη επιστροφή στη θέση που εγκατέλειπαν οι εκ του δημοσίου προερχόμενοι υποψήφιοι, στην πολιτική κυριάρχησαν οι επαγγελματίες πολιτικοί, τα κομματικά στελέχη και οι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Κατά τα άλλα, όλοι οι πολίτες είναι ίσοι. Με εξαίρεση, φυσικά, τους “πιο ίσους”! Δεν είναι, ως εκ τούτου, τυχαία η υπερ-εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο του δημοσίου τομέα και των κλειστών επαγγελμάτων ή των επαγγελμάτων των οποίων η ύλη καθορίζεται με βάση πολιτικές αποφάσεις και όχι πραγματικές ανάγκες. Όπως δεν είναι τυχαίο και το ότι η μεγαλύτερη αντίδραση στα κατά καιρούς περιοριστικά μέτρα προήλθε από εκείνους ακριβώς, οι οποίοι αφενός μεν ευνοούντο από αυτήν την κατάσταση, αφετέρου δε εθίγοντο λιγότερο.
Αντέδρασαν, βέβαια και καλομαθημένες συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα, προς τις οποίες “έτεινε ευήκοον ους” ο διακομματικός λαϊκισμός, ο οποίος γνωρίζει ότι μία θεμελιώδης αρχή του εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η δυσαρέσκεια μιας συντεταγμένης μειοψηφίας έχει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από την ικανοποίησή της και τη διάχυση της αντίστροφης δυσαρέσκειας στο υπόλοιπο της κοινωνίας. Χώρια που η τελευταία μπορεί να εξουδετερωθεί από ανάλογες κλαδικές εύνοιες σε μια κατακερματισμένη κοινωνία. Κατακερματισμένες είναι και άλλες κοινωνίες, αλλά η ελληνική έχει “ντοπαρισθεί” αρκετά για να διεκδικεί το χρυσό μετάλλιο στο άθλημα, όπως αποδεικνύει το ότι, παρά τις συγχωνεύσεις των τελευταίων ετών, κατέχει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ πλήθους ασφαλιστικών ταμείων! Για παράδειγμα, στην Ελλάδα δεν έχει βρεθεί ηγετική μορφή του συνδικαλισμού ή της αριστεράς να κάνει δήλωση ανάλογη με αυτήν του Γιούργκεν Μπότνερ, επικεφαλής περιφερειακής οργάνωσης του γερμανικού συνδικάτου δημοσίων υπηρεσιών “Ver.di”, μετά την απόφαση (στις 13 Ιανουαρίου 2008) να χορηγηθούν αυξήσεις 11% στους εργαζόμενους στους γερμανικούς σιδηρόδρομους, οι οποίοι είχαν οδηγήσει σε πλήρη παράλυση την κυκλοφορία για ένα διήμερο, ότι: «Δεν μπορώ να αποδεχτώ την επιδίωξη από μία ομάδα μισθωτών προνομίων αποκλειστικά για λογαριασμό της. Είναι επικίνδυνο να βολεύονται ορισμένοι καλλίτερα από τους υπόλοιπους, σε βάρος της αλληλεγγύης, επειδή μπορούν να προξενήσουν μεγαλύτερη ενόχληση.»*****!
Φτάσαμε, λοιπόν, στα “μνημόνια” και ξεκίνησε το μεγάλο δράμα του ελληνικού λαού. Όχι γιατί τα “μνημόνια” ήταν όντως κατά μεγάλο μέρος λάθος συνταγή. Άλλωστε, οι έλληνες υπεύθυνοι ούτε τα διαπραγματεύτηκαν, ούτε πρότειναν εναλλακτικά μέτρα. Ενδεχομένως ούτε καν να τα μελέτησαν. Και τούτο γιατί, απλά, δεν είχαν σκοπό να τα εφαρμόσουν. Πίστευαν ότι θα ξεγελάσουν πάλι τους “κουτόφραγκους”, θα πάρουν “ζεστό χρήμα” και θα επιστρέψουν στην κραιπάλη! Αλλά «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του ώρα». Οι “κουτόφραγκοι” δεν “τσίμπησαν” αυτήν την φορά. Και με την ασυνέπειά μας, την απροθυμία μας να υποστούμε τις συνέπειες των επιλογών μας και τις παλινωδίες τυχάρπαστων πολιτικών ενισχύσαμε την αφερεγγυότητά μας. Και, ασφαλώς, και το στρατόπεδο των ευρωπαίων που δεν θα τους δυσαρεστούσε η αποβολή μας όχι μόνον από τη ζώνη του ευρώ, αλλά και από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Χώρια που η χρονοτριβή μας τους είχε δώσει τα χρονικά περιθώρια να οργανώσουν την άμυνά τους για την περίπτωση μιας άτακτης χρεοκοπίας μας. Στο τέλος καταφέραμε να στρέψουμε εναντίον μας και τους πιο πιστούς μας φίλους. Ο κ. Σαμαράς, για παράδειγμα, μπορεί να μην ήθελε να βάλει την υπογραφή του αφού είχε δώσει τον λόγο του ότι θα τηρηθούν τα μέτρα για να μην θιγεί το ελληνικό “φιλότιμο”, αλλά ξέχναγε ότι, όπως ισχυριζόμαστε, η λέξη “φιλότιμο” είναι αμετάφραστη και οι δανειστές μας καταλαβαίνουν μόνο τις λέξεις “αξιοπιστία” και “τόλμη”.
Το αρνητικό κλίμα ήρθαν να ενισχύσουν και οι δημοσκοπήσεις που έφερναν το σύνολο των (απο)κομμάτων της αντι-μνημονιακής αριστεράς πλειοψηφικό ρεύμα. Βέβαια, ούτε τα δημοσκοπικά ποσοστά δεν μεταφράζονται πάντα σε εκλογικά ποσοστά, ούτε το άθροισμα των επιμέρους δημοσκοπικών ποσοστών ισοδυναμεί με το ποσοστό τυχόν ενιαίου μορφώματος. Αφενός μεν γιατί αγεφύρωτες διαφορές χωρίζουν τα (απο)κόμματα της αριστεράς, αφετέρου δε γιατί δεν είναι διόλου εξασφαλισμένο ότι οι απογοητευμένοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που δηλώνουν την πρόθεσή τους να ψηφίσουν την ΔΗΜ.ΑΡ. θα ψήφιζαν ένα σχήμα, στο οποίο θα συμμετείχε και το μονολιθικό σταλινικό Κ.Κ.Ε. Ενδεχομένως να μην το ψήφιζε ούτε ο σκληρός πυρήνας της ΔΗΜ.ΑΡ., μέρος του οποίου δεν θα ψήφιζε ούτε σχήμα στο οποίο θα έδιναν τον τόνο οι χουλιγκανο-μπαχαλάκηδες του κ. Τσίπρα.
Αυτές οι υποθέσεις, όμως, δεν καθησυχάζουν τους ευρωπαίους ηγέτες. Αντίθετα ενισχύει την ανησυχία τους η αδυναμία επιβολής της τάξης και η υποταγή της κοινωνίας στον εσμό του αναρχισμού και του αριστερού τραμπουκισμού. Και εδώ φτάνουμε στο ένα από τα μείζονα σημερινά προβλήματα, κάτι που, σε αυτόν τον χώρο, το έχουμε επισημάνει επανειλημμένα: η χώρα δεν κυβερνάται αποκλειστικά από τις δυνάμεις που αναδεικνύουν οι εκλογικές διαδικασίες. Πέρα από τις ανεξάρτητες αρχές, στις οποίες έχει εκχωρηθεί ένα μεγάλο μέρος των δικαιοδοσιών της κεντρικής εξουσίας, ορισμένες άλλες τις έχουν υφαρπάξει και τις ασκούν οργανωμένες δυναμικές μειοψηφίες. Εκ του ασφαλούς, μάλιστα, καθώς το πολιτικό κόστος το υφίστανται οι εκάστοτε κυβερνώντες, των οποίων η πραγματική ευθύνη περιορίζεται στο ότι δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν δραστικά τους σφετεριστές της λαϊκής εντολής. Αν δε στο προδικτατορικό παρελθόν ασκούσε εξουσία το αφανές παρακράτος της δεξιάς, μεταπολιτευτικά το διαδέχθηκε ένα – για να μην φοβόμαστε τις λέξεις – θρασύτατο παρακράτος της αριστεράς. Το οποίο κάθε φορά δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας και, ανάλογα με τις αντιστάσεις, διευρύνει το πεδίο δράσης του. Είναι απίστευτο και όμως αληθινό: οι “κουκουλοφόροι” κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής για να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο και κέντρο ανεφοδιασμού για τα επεισόδια που προετοίμαζαν και το ανακοίνωσαν επίσημα! Και η Πολιτεία αδράνησε! Και, εκ των υστέρων ο ψοφοδεής πρύτανης και ο απερίγραπτος υπουργός επέρριπταν ο ένας στον άλλο την ευθύνη.
Ο κύριος υπουργός μπορεί να προτιμά τα “σπασμένα μάρμαρα” από τα “σπασμένα κεφάλια”, αλλά αυτό θα ήταν αποδεκτό αν και η άλλη πλευρά συμμεριζόταν τις απόψεις του. Κάτι που δεν συμβαίνει, όπως αποδείχθηκε από την εσκεμμένη πυρπόληση των υπαλλήλων της «Marfin Egnatia Bank», θυμάτων ενός δολοφονικού μένους που παρά λίγο να επαναληφθεί με τους υπαλλήλους «Alpha Bank» αυτή τη φορά. Οι άνθρωποι αυτοί, στο βαθμό που μπορούν να αποκληθούν “άνθρωποι”, διακατέχονται, γιατί έτσι έχουν διαπαιδαγωγηθεί, από ένα απύθμενο μίσος για το σύστημα και την κοινωνία που τους απορρίπτει. Και, επειδή «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος», θέλουν να τα καταστρέψουν. Έτσι εξηγείται και το ότι η καταστροφική τους μανία στρέφεται συστηματικά εναντίον μνημειακών συμβόλων της κοινωνίας. Έτσι εξηγείται και η ιδιαίτερη προτίμηση της δήωσης συγκεκριμένων περιοχών. Ως «άγρια» που θέλουν να «διώξουν τα ήμερα» επιδιώκουν την διεύρυνση του χώρου της αυτονομημένης επικράτειάς των. Η αντίδραση της κοινωνίας οφείλει πλέον να είναι άμεση και δραστική. «Οι καιροί ου μενετοί» και η ενδοτική πολιτική των κατευναστικών ιθαγενών “Τσάμπερλαιν” και των “συνθηκών του Μονάχου” δεν αποδίδει.
Βέβαια, δεν έλειψαν και αυτή τη φορά οι “καλοθελητές” που φρόντισαν να αποδώσουν τη δράση των τραμπούκων στην κρίση και σε άλλες «προφάσεις εν αμαρτίαις». Όπως ο κ. Αυγουστίνος Ζενάκος, που έγραφε μεταξύ άλλων σε άρθρο του με τον απύθμενα θρασύ τίτλο «Η ευθύνη για τη βία ανήκει στον ισχυρό»: «Καθώς η αστυνομία επιτίθεται απρόκλητα σε εκατοντάδες χιλιάδες, που δεν προετοιμάστηκαν για καμία καταστροφή, αρκετοί αρχίζουν κι αυτοί τον πετροπόλεμο. Αμύνονται, οργίζονται, σπάνε, στήνουν οδοφράγματα, ανάβουν φωτιές για να αντέχονται τα δακρυγόνα. Αυτοί δεν είναι λίγοι προετοιμασμένοι. Είναι πολλοί και αυθόρμητοι. Και η αντίδρασή τους είναι ανθρώπινη μπροστά στην απρόκλητη βία. Θα έπρεπε να μας ανησυχεί αν δεν συνέβαινε, όχι επειδή συμβαίνει. Αν, αντιμέτωποι με την έκρηξη “φυσιολογικών” ανθρώπων, η δική μας αντίδραση είναι ο θρήνος για τα νεοκλασικά, τότε είμαστε ένα από δύο πράγματα: Είτε πολιτικά αφελέστατοι, που ζούμε σε γυάλα. Είτε πολιτικοί απολογητές ενός απονομιμοποιημένου καθεστώτος…»******!
Φαίνεται ότι ο κ. Ζενάκος και το σινάφι του δεν είχαν πληροφορηθεί την κατάληψη της Νομικής ούτε γνωρίζουν ότι η βία των “κουκουλοφόρων” δεν είναι ούτε χθεσινή ούτε γέννημα της κρίσης. Δεκαετίες οι “αλητάμπουρες” καίνε απρόκλητα την χώρα. Όσο δε για το ποιος είναι «ισχυρός» σήμερα, ο κ. Ζενάκος θα έπρεπε να αναλογιστεί ποιος φοβάται περισσότερο στη σημερινή εποχή: αυτός που θέλει να βρίσει την εξουσία ή να λοιδορήσει και να προπηλακίσει πολιτικούς και όργανα της τάξης ή αυτός που διαφωνεί με το παρακράτος των τραμπούκων, αλλά διστάζει να αρθρώσει τη σκέψη του γιατί φοβάται για το σπίτι του, την οικογένειά του, τα παιδιά του, το μαγαζί του κ.λπ.;
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τακτική των συμπαθούντων του ίδιου χώρου, οι οποίοι κατέλαβαν δημόσιες θέσεις χάρις σε πολιτικές σκοπιμότητες, τις οποίες χρησιμοποιούν όχι ως κρατικοί λειτουργοί, αλλά ως “πεμπτοφαλαγγίτες” της παράταξης ή της ιδεολογίας τους. Από τη μία οι τυχάρπαστοι πανεπιστημιακοί, οι οποίοι κατέλαβαν εξ εφόδου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με τους νόμους της “καθηγητοποίησης” του βοηθητικού πανεπιστημιακού προσωπικού και της “ανωτατοποίησης” των Τ.Ε.Ι., και από την άλλη οι αριστεροί, οι οποίοι διορίστηκαν κυρίως κατά την περίοδο του “εκσυγχρονισμού” για να κρατούν κλειστό το στόμα τους, έχουν μετατραπεί σε «κράτος εν κράτει». Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι δύο κυρίες που αναστάτωσαν τα τελευταία χρόνια τον χώρο της παιδείας, σήμερα φιγουράρουν στη λίστα των κομματικών στελεχών του ίδιου αριστερού φορέα, έστω και του πιο μετριοπαθούς. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα δυνατά ονόματα της παρέας που δεν αφήνει να γίνει ένα έργο στη χώρα στελεχώνουν συγγενείς πολιτικούς χώρους.
Τέλος, δεν λείπουν και τα θλιβερά συνδικάτα, τα οποία από κοινού με τα επικίνδυνα κόμματα της αριστεράς, θεωρούν την δημοκρατία ως μία σύμβαση συμβίωσης “à la carte”, από τους νόμους και τα θέσμια της οποίας ο καθένας μπορεί να τηρεί όσα τον βολεύουν ή συνάδουν με τις ιδέες του. Όπως τα συνδικάτα των εφοριακών που αποφάσισαν να ματαιώσουν τον διαγωνισμό για τη στελέχωση των νέων υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου γιατί δεν τους “γούσταρε”! Πάντα δε για προάσπιση κάποιου “δημόσιου χαρακτήρα” που απειλείται!
Ένα άλλο σημερινό μείζον πρόβλημα της χώρας είναι η αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεών της. Όπως αποδείχθηκε κατά την ψηφοφορία της 12ης Φεβρουαρίου, στην Ελλάδα “οριζόντια” δεν είναι μόνο η μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά και η διαίρεση των παρατάξεων από την άκρα δεξιά ως την μετριοπαθή αριστερά σε “μνημονιακούς” και “αντι-μνημονιακούς”. Βέβαια, αυτή η διαίρεση, που διατρέχει και ολόκληρη την κοινωνία, επιφανειακά μόνον αφορά τα “μνημόνια”. Στην ουσία πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού και τις δυνάμεις του λαϊκισμού και της συντήρησης (με δεξιό ή αριστερό προσωπείο). Δυστυχώς, μέχρι αυτήν την στιγμή δεν έχουμε στοιχεία για να εκτιμήσουμε την απήχηση των ομάδων που ετέθησαν εκποδών από τα δύο μεγάλα κόμματα. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε το κατά πόσον οι δυνάμεις που θα θέλουν να μας διατηρήσουν στον ευρωπαϊκό περίβολο θα έχουν την κοινοβουλευτική ισχύ να κυβερνήσουν αποτελεσματικά. Και από αυτήν την άποψη έχουν δίκιο οι δανειστές που θέλουν εκλογές και “δεσμευμένους λογαριασμούς” πριν αρχίσει να ρέει πάλι χρήμα. Γιατί δεν ξέρουν με ποιους θα έχουν να κάνουν.
Έχει δίκιο και ο κ. Σαμαράς, τουλάχιστον από την κομματική/προσωπική πλευρά του, γιατί δεν γνωρίζει ούτε αν θα διατηρήσει τα σημερινά ποσοστά του όταν οι επιπτώσεις των νέων μέτρων γίνουν ευρύτερα αισθητές και η κοινωνία θα βρίσκεται υπό την συνεχή πλύση εγκεφάλου των άθλιων φερέφωνων του λαϊκισμού που θέλουν να ονομάζονται μέσα ενημέρωσης, ούτε αν θα υπάρξουν επαρκείς σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολιτικές δυνάμεις πρόθυμες να τον υποστηρίξουν, ούτε αν δεν θα συγκροτηθούν νέες πολιτικές δυνάμεις που θα του αποσπάσουν τις κρίσιμες εχέφρονες μάζες που του έχουν απομείνει.
Γιατί ένα επιπλέον κατά την έκφραση του κουλτουριάρικου συρμού “διακύβευμα” είναι η ανάδειξη νέων υγιών πολιτικών δυνάμεων. Η κύηση τους, όμως, είναι επώδυνη. Οι κινήσεις που θέλουν να τις εκφράσουν πολυάριθμες, αλλά μικρής εμβέλειας στο εκλογικό σώμα. Καλό θα ήταν να μπορέσουν να τα βρουν, αφήνοντας τις τυχόν ιδεολογικές διαφορές τους για ένα απώτερο μέλλον, αυτό που θα ακολουθήσει την πλήρη εξυγίανση της οικονομίας. Άλλωστε, και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δάκτυλο, αν είναι ειλικρινείς δεν έχουν πρόβλημα επιλογής κοινής ηγεσίας. Ο σημερινός πρωθυπουργός είναι η μόνη αξιόπιστη λύση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ας βγούμε από το τέλμα και μετά ο καθένας αυτονομείται σύμφωνα με τις ιδεολογικές επιταγές του. Άλλωστε, οι προσεχείς κυβερνήσεις δεν θα έχουν να μεριμνήσουν μόνον για την οικονομική ανόρθωση της χώρας, αλλά και για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του κράτους, την αναστροφή της πορείας εκβαρβαρισμού της κοινωνίας, την επιστροφή του αισθήματος της αξιοπρέπειας στους πολίτες, την γεωπολιτική ενδυνάμωση και αμυντική θωράκιση της χώρας (την ώρα που γύρω μας καραδοκούν “κοράκια” για να κατασπαράξουν το πτώμα της) και, τέλος, την συγκρότηση ενός αποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού (και όχι του σημερινού “μπάχαλου”, που ανέδειξε περίτρανα η ληστεία στο παλιό Μουσείο της Ολυμπίας).
Μένει και ένα άλλο μεγάλο θέμα: κατά πόσον η χώρα διαθέτει τις οικονομικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναλάβουν την επιχειρηματική ανόρθωσή της, προαπαιτούμενο για την αποκατάσταση παραγωγικών ισορροπιών. Δυστυχώς, η φαύλη 30ετία ευνόησε κυρίως τις κρατικοδίαιτες δυνάμεις, οι οποίες δεν έχουν τις δυνατότητες και το επιχειρηματικό πνεύμα να ανταποκριθούν στο προσκλητήριο. Δυνάμεις επιρρεπείς στη φοροδιαφυγή & εισφοροδιαφυγή, στα “θαλασσοδάνεια”, στην επικράτηση απέναντι στους ανταγωνιστές της με τις πλάτες των “τοποτηρητών” τους στις κυβερνήσεις ή στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό, δυνάμεις που έμαθαν να επιβιώνουν μόνο μέσα στη ζεστασιά της κρατικής “θερμοκοιτίδας”. Αν αυτές δίνουν τον τόνο, είναι γιατί, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, αυτές μόνον μπορούσαν να επιπλεύσουν. Οι υπόλοιπες δεν μπορούσαν να τις ανταγωνιστούν, αφού δεν πολεμούσαν με τα ίδια όπλα. Ευτυχώς, παραταύτα, υπάρχει και πληθώρα μονάδων που αποδεικνύουν ότι αν το θέλει η χώρα μπορεί να μεγαλουργήσει. Ας τις βοηθήσουν! Και ας τις κάνουν παράδειγμα! Αν, βέβαια, συναινέσουν οι δυνάμεις της αποτελμάτωσης και του λαϊκισμού που κάνουν το παν για να διαλύσουν και αυτές που απομείνανε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας.
*.Λέανδρος Σλάβης: «Δηλήεντα Δάνεια»/«Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ.»/Τεύχος 028/Ιανουάριος 1990.
** Γιάννης Παλαιοκρασσάς: «Οι “Ολυμπιακοί” της υποκρισίας»/«Η Καθημερινή»/20 Φεβρουαρίου 2011.
*** Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος: «Αν είχε αφεθεί η Κυβέρνηση Μητσοτάκη»/«Η Εστία»/13 Σεπτεμβρίου 2011.
**** Γιάννης Καρτάλης: «Ο περίγελως της Ευρώπης»/«Το Βήμα»/12 Φεβρουαρίου 2012.
***** Daniel Vernet: «Le désarroi de la classe moyenne allemande»/«Le Monde»/24 janvier 2008.
****** Αυγουστίνος Ζενάκος: «Η ευθύνη για τη βία ανήκει στον ισχυρό»/«Η Καθημερινή»/18 Φεβρουαρίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου