("Ἐφημερίδα τοῦ Κ.Σ.Μ."/τεῦχος 168/Ὀκτώβριος 2013)
Ίσως να μην φανταζόταν η αξιωματική αντιπολίτευση ότι το τελευταίο επεισόδιο της δράσης της φιλοναζιστικής ακροδεξιάς, η δολοφονία ενός (άγνωστου στο ευρύ κοινό) αντιφασίστα μουσικού, θα έφερνε και την ίδια σε δύσκολη θέση. Κι όμως συνέβη και αυτό.
Οι πρώτοι κακοί οιωνοί ανέτειλαν γρήγορα στον ορίζοντα. Και αν το ξυλοκόπημα ανύποπτων και άσχετων πολιτών από “μάγκες” του αντιφασισμού, απλά και μόνον επειδή ο σωματότυπός τους ταίριαζε με το πρότυπο του σωματότυπου των γεροδεμένων χρυσαυγιτών, πέρασε (κακώς) στα “ψιλά”, η υποδοχή που επιφύλαξαν οι διαδηλωτές σε επικεφαλής κόμματος που επιχείρησε να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας για τη δολοφονία υπενθύμισε (λες και ήταν απαραίτητο) ότι η άσκηση ακόμα και σωματικής – και όχι μόνο ψυχολογικής – βίας δεν αποτελεί αποκλειστική παθογένεια της ακροδεξιάς.
Τη θέση της δυσχέρανε η αποφασιστική αντίδραση της κυβέρνησης, που της εξουδετέρωσε το μεγαλύτερο μέρος από τα όπλα επικοινωνιακής εκμετάλλευσης του γεγονότος, καθώς δεν της άφησε περιθώριο για τίποτε περισσότερο από γκρίνια για την καθυστερημένη ενεργοποίηση των μηχανισμών της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. “Καπάκι” στη ροή των γεγονότων ήρθε και η απαίτηση της δεύτερης σε μέγεθος, σημασία και προβολή συνιστώσας της να αποφύγει να καταδικάσει γενικώς και αορίστως τη βία και να μην ενταχθεί σε ένα συνταγματικό τόξο.
Έκτοτε και παρότι κατάφερε να αποκρούσει (κυρίως λόγω ορισμένων φοβικών συνδρόμων των υπολοίπων συνταγματικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες της ιδεολογικής κυριαρχίας και τρομοκρατίας της άκρας αριστεράς) την «θεωρία των δύο άκρων» βρέθηκε σε αμυντική θέση, καθώς οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν την κοινή γνώμη να υποστηρίζει με συντριπτική πλειοψηφία την καταπολέμηση της πάσης φύσεως πολιτικής βίας. Έτσι, στριμώχτηκε καθώς τα στελέχη της απέφυγαν (και συνεχίζουν να αποφεύγουν) να ψελλίσουν έστω μία καταδίκη της πολιτικής βίας απ’όπου και αν προέρχεται. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η άποψη συνταγματολόγου του περίγυρού της, ο οποίος, όπως δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή, καταδικάζει μόνο «οποιαδήποτε μορφή βίας που δεν έχει πολιτικό αντίκρισμα». Η άποψη, στην οποία τον έχουν εγκλωβίσει οι (κοινές με πολλούς ομοϊδεάτες του) ιδεοληψίες του, είναι άκρως επικίνδυνη. Στην ουσία επιβάλλει την καθιέρωση μιας προληπτικής δημοσκοπικής επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας μιας πράξης βίας πριν από την καταδίκη της ή μη. Εκτός και αν την παρακάμπτει με την θεσμοθέτηση μιας αντίληψης που ευδοκιμεί στον χώρο της μανιχαϊστικής αριστεράς, ότι μόνον ο λαός που την ακολουθεί τυφλά διαθέτει το τεκμήριο της ορθής άποψης και, ως εκ τούτου, «δικαιούται δια να ομιλεί», οπότε, με δεδομένη την θέση του, η άποψη των υπολοίπων περιττεύει.
Επειδή δε αυτή η αντίληψη, όπως έχει κατ’επανάληψιν αποδειχθεί, διακατέχει σχεδόν το σύνολό της, η αξιωματική αντιπολίτευση ζήτησε λίγο-πολύ η νομοθεσία που θα έρθει για ψήφιση για την αυστηρότερη αντιμετώπιση των βιαιοπραγιών κ.λπ. να ισχύει εφόσον το έγκλημα φέρει συγκεκριμένη υπογραφή.
Είναι κατανοητή η δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε. Και τούτο όχι μόνον επειδή στο πρόσφατο παρελθόν είχε αποφύγει να καταδικάσει απερίφραστα πράξεις βίας, αλλά γιατί είναι δέσμια των ιδεολογικών καταβολών της και της φύσης της. Όταν κάποιος πιστεύει ακράδαντα ότι είναι αδήριτη ανάγκη και αναπόδραστη κατάληξη η επικράτηση της ιδεολογίας (κοσμοθεωρίας, θρησκείας, δόγματος κ.λπ.), της οποίας είναι ο φορέας, τότε είναι αδήριτη και αναπόδραστη συνέπεια να θεωρεί εκείνον που εναντιώνεται σ’αυτήν ή δεν υποκύπτει ανεπιφύλακτα στη γοητεία της είτε ως κακοπροαίρετο είτε ως ανισόρροπο. Εάν δε ξεχειλίζει από βολονταρισμό για επίσπευση της ιστορικής διαδικασίας και διαθέτει την αναγκαία εξουσία οδηγείται στον εγκλεισμό του “απροσάρμοστου” είτε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης είτε σε ψυχιατρείο. Η ιστορία βρίθει από σχετικά παραδείγματα.
Γιατί, όμως, εγκλωβίζεται σε αυτή τη στάση; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο ότι όλα λίγο-πολύ τα στελέχη της έχουν περάσει από μία και την αυτή σχολή, η οποία εντάσσει την βία στο θεμελιώδες οπλοστάσιο της (επαναστατικής εννοείται) δράσης. Θα μπορούσε δεκανείς να ανακαλύψει τη θεωρητική δικαίωσή της από ένα εράνισμα απόψεων που διατύπωσε ο ηγέτης ενός ρεύματος της αριστεράς, ο Λέων Τρότσκυ, λίγο πριν από το τέλος του σε μία μπροσούρα του με τον εύγλωττο τίτλο: «Η ηθική τους και η ηθική μας»!
«Η ευνοούμενη μέθοδος ενός ηθικολόγου φιλισταίου είναι η συνταύτιση της συμπεριφοράς της αντίδρασης με τη συμπεριφορά της επανάστασης.», γράφει πριν καλά-καλά μπει στο θέμα του. Επειδή δε ένας «ηθικολόγος φιλισταίος» είναι εξ ορισμού απορριπτέος, η αναπόφευκτη πλέον αντιστροφή της «ευνοούμενης μεθόδου» του οδηγεί αυτόματα στον συσχετισμό της πράξης με τον σκοπό της και στον εξαγνισμό της βίας που ασκείται στο όνομα μιας, οποιασδήποτε, καλόβουλης «επανάστασης». Τουλάχιστον για τους «επαναστάτες» της. Γιατί, όπως αναφέρει, σε επίρρωση αυτής της αντίληψης, παρακάτω: «Το ιστορικό προτσέσο σημαίνει πρώτα-πρώτα την πάλη των τάξεων. Επιπλέον, διαφορετικές τάξεις στο όνομα διαφορετικών σκοπών μπορούνε σε μερικές περιπτώσεις να χρησιμοποιήσουνε όμοια μέσα.». Άρα χρήση της βίας ενός “άκρου” μπορεί να μετέλθει και ένα “μη άκρο”, εφόσον εκπροσωπεί την “καλή τάξη”! Και προσθέτει, ευλογώντας τα (πλούσια) γένια του, για μην αφήσει αμφιβολίες για το ποια επανάσταση στέκεται απέναντι στην αντίδραση: «Η αντίληψη πως ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός είναι “ουσιαστικά” ένα και το αυτό, έχει την κοινή επιδοκιμασία φιλελευθέρων, δημοκρατικών, αφοσιωμένων καθολικών, ιδεαλιστών, πραγματιστών, αναρχικών και φασιστών.», αποδεικνύοντας το πόσο περιορίζει το πεδίο του αποδεκτού η ιδεοληπτική υποκειμενική πρόσληψή του.
Και συνεχίζει: «Για ένα δημοκράτη, φασισμός και μπολσεβικισμός είναι δίδυμοι γιατί δεν υποκλίνονται μπροστά στην καθολική ψηφοφορία κλπ. κλπ.», για να εξηγήσει γιατί πολλοί αριστεροί, αν και αυτόκλητοι αποκλειστικοί εκφραστές του λαϊκού αισθήματος, αμφισβητούν τις αποφάσεις του εκλογικού σώματος (όπως αμφισβητούν την υποχρεωτική ισχύ του συντάγματος οι της καθαρόαιμης ελληνικής κομμουνιστικής αντιπολίτευσης). Αλλά και για να δείξει ότι όντως υπάρχουν δύο άκρα, τα οποία μπορεί να τα χωρίζουν αβυσσαλέες ιδεολογικές διαφορές, μα τα ενώνουν ορισμένες αντιλήψεις, τα μέσα στα οποία προσφεύγουν και, ενίοτε, ο κοινός αγώνας κατά της αστικής δημοκρατίας. Και αποκαλύπτει γιατί η δημοκρατία δεν αποτελεί αυτόνομη αξία για αυτούς, δεδομένου ότι: «Η δημοκρατία σε ορισμένες περίοδες είναι ο “σκοπός” του ταξικού αγώνα, μόνο που αργότερα μπορεί να μετατραπεί σε “μέσο” του.»!
Και προσθέτει για να δυναμιτίσει κάθε ίχνος κοινωνικής συνοχής και αναγκαιότητας ενός κοινά αποδεκτού κοινωνικού συμβολαίου και να προτάξει τις επιταγές του ταξικού αγώνα, προσφέροντας το άλλοθι της αξιολογικής διάκρισης μιας ενέργειας με βάση το σκοπό της: «Αυτά που λέγονται ηθικά αξιώματα “γενικώς αναγνωρισμένα” έχουν ουσιαστικά αλγεβρικό, δηλαδή απροσδιόριστο χαρακτήρα. Απλώς εκφράζουν το γεγονός ότι ο άνθρωπος, στην ατομική του συμπεριφορά, δεσμεύεται από ορισμένους κανόνες που απορρέουν από την ιδιότητά του σαν μέλους της κοινωνίας. Η ανώτερη γενίκευση αυτών των κανόνων είναι η “κατηγορική προσταγή” του Καντ. Μα μόλο που έχει υψηλή θέση στο φιλοσοφικό Όλυμπο, αυτή η προσταγή δεν ενσαρκώνει τίποτε το κατηγορικό γιατί δεν περιέχει τίποτε το συγκεκριμένο. Είναι ένα τσόφλι χωρίς περιεχόμενο. Αυτή η κενότητα των κανόνων των υποχρεωτικών για όλους προέρχεται από το ότι σε όλα τα αποφασιστικά ζητήματα ο άνθρωπος νιώθει βαθύτερα και αμεσότερα πως είναι μέλος μιας τάξης παρά πως είναι μέλος μιας “κοινωνίας”. Οι κανόνες της “υποχρεωτικής” ηθικής είναι στην πραγματικότητα γεμάτες ταξικό, δηλαδή ανταγωνιστικό περιεχόμενο. Ο ηθικός κανόνας γίνεται τόσο περισσότερο κατηγορικός όσο λιγότερο είναι “υποχρεωτικός για όλους”. Η αλληλεγγύη των εργατών, ιδιαίτερα των απεργών ή των μαχητών στα οδοφράγματα, είναι ασύγκριτα πιο “κατηγορική” από την ανθρώπινη γενικά αλληλεγγύη.».
Και προσφέρει την δικαιολογία στη βία των επαναστατών, αφού: «Μια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις θα είναι ολοφάνερα κοινωνία δίχως ψέματα και βία. Κι όμως δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να χτίσουμε μια γέφυρα που να φέρνει σ’αυτήν εξόν από την επανάσταση, δηλαδή τα βίαια μέσα.»! Δεν αναγνωρίζει δε ούτε διαφορά στις συνθήκες: «Ο “εμφύλιος πόλεμος” θ’απαντήσει ίσως ο πιασμένος στον ύπνο φιλόσοφος “είναι ωστόσο μια θλιβερή εξαίρεση. Αλλά σε ειρηνικούς καιρούς ένα υγιές σοσιαλιστικό κίνημα θα πρέπει να τα καταφέρνει δίχως βία και ψέματα”. Μια τέτοια απάντηση όμως δεν αντιπροσωπεύει τίποτε λιγότερο από μια παθητική υπεκφυγή. Δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην “ειρηνική” ταξική πάλη και στην επανάσταση.». Κοντολογίς, ο (κατά Τρότσκυ) υγιής σοσιαλιστής βάζει στο ίδιο καλάθι πλέρια δημοκρατία και απεχθή ολοκληρωτισμό προκειμένου να επιλέξει τα μέσα, στα οποία θα προσφύγει.
Κατόπιν τούτου δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση η αδιαφορία για τυχόν “παράπλευρα θύματα”: «Μπλεγμένος στις αντιθέσεις του ο ηθικολόγος θα προσπαθήσει ίσως να ισχυριστεί ότι άλλο πράμα είναι ένας “ανοιχτός” και “συνειδητός” αγώνας ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα κι άλλο η σύλληψη ατόμων που δεν συμμετέχουν στον αγώνα. Αυτό όμως το επιχείρημα αποτελεί ελεεινή και ηλίθια υπεκφυγή.»!
Τελικά, ο Λέων Τρότσκυ δολοφονήθηκε μετά από λίγο καιρό αφότου συνέταξε αυτό το εμπρηστικό κείμενο από πράκτορες του ομογάλακτου πολιτικού αντιπάλου του. Έτσι έπεσε και εκείνος θύμα της “ηθικής”, την οποία ο ίδιος καταξίωνε θεωρητικά, αλλά την συμμεριζόταν και ο εντολέας της “εκτέλεσής” του και, ως εκ τούτου, θεωρούσε αυτονόητο το δικαίωμά του να “ξεπαστρεύει” ακόμα και τους συγγενέστερους ιδεολογικά πολιτικούς αντιπάλους του. Το ότι ο τελευταίος ήταν πιο αδίστακτος δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, γιατί, με βάση το γραπτό του, δεν αποκλείεται ο Τρότσκυ να αποδεικνυόταν πιο αιμοσταγής αν είχε αποκτήσει την εξουσία του.
Πόσες, όμως, από αυτές τις απόψεις του Τρότσκυ δεν θα επαναλάμβαναν σχεδόν αυτολεξεί και ανερυθρίαστα ακόμα και σήμερα πλείστα όσα στελέχη, όχι μόνον του αναρχισμού και του αριστερισμού, αλλά και των πάσης φύσεως εκφράσεων της κομμουνιστογενούς αριστεράς; Καθόλα φυσικό, αφού φοίτησαν στην ίδια ιδεολογική σχολή, εμποτίσθηκαν από τις ίδιες ιδεολογικές αρχές και δεν τις “απετάξαντο” ουδεπώποτε ρητά. Γιαυτό και δεν τους βγαίνει να καταδικάσουν την «βία απ’όπου κι αν προέρχεται», «καταδικάζουν εν μέρει» κάποιες βιαιοπραγίες, «κατανοούν την αγανάκτηση» που εξωθεί σε πράξεις βίας…
Μόνο που τους διαφεύγει μία παράμετρος: ο αξιολογικός συσχετισμός ενέργειας - σκοπού εισάγει υποκειμενισμό. Τον οποίο, στην περίπτωση της βίας, εκμεταλλεύεται αποτελεσματικότερα ο πιο κτηνώδης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου