("Νέα Αγχίαλος"/τεύχος 78/Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2013)
Η κρίση, την οποία βιώνουν – άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο – όλοι όσοι ζουν σ’αυτή τη χώρα, δεν ανέδειξε μόνο την εύθραυστη πλευρά της ελληνικής οικονομίας, τις δυσλειτουργικές πτυχές της, την άνιση/άδικη διασπορά των επιπτώσεων των διορθωτικών μέτρων και την (μέχρι το ξέσπασμά της τουλάχιστον) εκμετάλλευση των αδυναμιών της από μικρούς και μεγάλους επιτήδειους. Ανέδειξε, όμως, περίτρανα και την αδυναμία πολλών να αντιληφθούν τόσο όλο το φάσμα των αιτίων της, όσο και την αναγκαιότητα αντιμετώπισής τους, αλλά και τους αναπόφευκτους προς τούτο τρόπους.
Ταυτόχρονα, απέδειξε ότι, κατά ένα μεγάλο μέρος, πίσω από αυτήν την αδυναμία κρύβεται μία άλλη: η αδυναμία κοινής κατανόησης των εννοιών που χρησιμοποιούνται, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί μέρος της γενικευμένης “σημασιοδότησης” των λέξεων κατά το (προσωπικό ή ομαδικό) δοκούν. Αδυναμία που οφείλεται τόσο στις ιδεοληψίες που κατατρύχουν πολλούς συμπατριώτες και τους εμποδίζουν να δουν κατάματα την πραγματικότητα, όσο και στην – ιδιοτελή κατά κανόνα – στρέβλωση των εννοιών ή την χρήση απρόσφορων όρων. Όμως η στρέβλωση των εννοιών είτε αποτρέπει τη σύγκλιση απόψεων είτε εμποδίζει την εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων. Και η μεν απόκλιση των απόψεων οδηγεί σε συγκρουσιακές καταστάσεις, οι δε λάθος διαπιστώσεις δεν επιτρέπουν την επιλογή των κατάλληλων λύσεων! Ενώ η χρήση απρόσφορων όρων προσφέρει γόνιμο έδαφος για παρεξηγήσεις και στρεψοδικίες!
Η πολυσημία και η αναντιστοιχία λέξης και σημασίας δεν είναι ούτε πρόσφατο ούτε τοπικό φαινόμενο. Από ό,τι φαίνεται, οι ημέτεροι ευκλεείς πρόγονοι δεν διέπρεψαν μόνον στο παρεμφερές άθλημα του εξωραϊσμού της ορολογίας με τους απίθανους (αλλά και τόσο εύστοχους) ευφημισμούς που επινοούσαν. Είχαν, προφανώς, ζηλευτές επιδόσεις και σε άλλους τομείς ελλειμματικής συνεννόησης και αυτή, ίσως, να είναι η αιτία που παρακίνησε, εδώ και πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, τον Πυθαγόρα να τους νουθετήσει με το: «λάλει α δει και ότε δει και ουκ ακούσει όσα μη δει», με τις τόσες ενδιάμεσες παρεμβολές («και ό,τι δει», «και ως δει», «και υπέρ ων δει» ή/και «και περί ων δει»). Νουθεσία που, ειρήσθω εν παρόδω, έχει τραυματίσει αθεράπευτα τον συντάκτη αυτών των γραμμών αφότου υποχρεώθηκε να την αντιμετωπίσει ως θέμα έκθεσης στο εγχείρημά του να εισαχθεί σε πολυτεχνική σχολή!
Όπως δε φαίνεται, ο καρπός της σημασιολογικής πολυμορφίας ευδοκίμησε από παλιά και αλλαχού. Γιαυτό και στην μακρινή Κίνα, ο ελάχιστες δεκαετίες μεταγενέστερος του Πυθαγόρα Κομφούκιος, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το τι προτάσσει για την καλή διακυβέρνηση, είχε αποφανθεί: «Αυτό που είναι απαραίτητο είναι η αποκατάσταση των ονομάτων… Αν τα ονόματα δεν αποκατασταθούν, οι λόγοι δεν συμβαδίζουν με την κοινή λογική· εάν οι λόγοι δεν συμβαδίζουν με την κοινή λογική, αυτό που πρέπει να γίνει δεν γίνεται· εάν αυτό που πρέπει να γίνει δεν γίνεται, οι τελετουργίες και η μουσική δεν πρυτανεύουν στις συμπεριφορές· εάν οι τελετουργίες και η μουσική δεν πρυτανεύουν στις συμπεριφορές, οι ποινές και οι τιμωρίες δεν επιτυγχάνουν τον στόχο τους· εάν οι ποινές και οι τιμωρίες δεν επιτυγχάνουν τον στόχο τους, ο λαός παραμένει απροσανατόλιστος στις δραστηριότητές του. Ιδού γιατί ο αγαθός άνθρωπος προβαίνει στην αποκατάσταση των ονομάτων. Επακολουθεί αναπόφευκτα το ότι οι λόγοι διατυπώνονται όπως πρέπει και τότε αυτό που έχει διατυπωθεί κατ’αυτόν τον τρόπο θα εκτελεσθεί αναπόφευκτα όπως πρέπει.». Ο δε πνευματικός επίγονός του Ζεν Ξουάν είχε διευκρινίσει: «Αποκατάσταση των ονομάτων σημαίνει αποκατάσταση των όρων της γραπτής γλώσσας: αυτό που παλιά αποκαλούσαμε ονόματα είναι η σημερινή γραπτή ορολογία.».
Αλλά και η νεοελληνική κοινωνία δεν πήγε πίσω σε αυθαίρετη και πολύπλευρη απόδοση συχνά αντικρουόμενων σημασιών σε λέξεις. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κοινωνικο-πολιτικού λεξιλογίου. Γιαυτό και η δεοντολογική παρώθηση του Κομφούκιου δεν έχει πιάσει ίχνος σκουριάς στην επιφάνειά της. Και αν κάποιες περιπτώσεις μπήκαν στο περιθώριο, γιατί ναι μεν οι δράστες «οίδασι τι ποιούσιν», αλλά έδρασαν σε καθεστώς ανελευθερίας και αυθαιρεσίας (όπως όταν η “επανάσταση” μπορούσε να σημαίνει και “πραξικόπημα”), οι μεταγενέστερες σηματοδότησαν την μεταπολιτευτική “περιπέτεια των λέξεων”. Φαίνεται πως μαζί με τις πολιτικές ελευθερίες παρεισέφρησε και η ελευθερία της απόδοσης σημασιολογικού περιεχομένου «κατά τα καλά και συμφέροντα» του καθενός! Τότε, αποκλήθηκαν “εκτελεστές” οι δολοφόνοι των πολιτικών/ιδεολογικών αντιπάλων τους, τότε ονομάστηκαν “αθώα θύματα” τα κατά λάθος θύματα της τρομοκρατίας σε αντιδιαστολή προς τα κατά τους “σημασιοπλάστες” εξ ορισμού “ένοχα θύματά” της (δηλαδή αυτά που, από την στιγμή που επιλέγονταν ως στόχοι των τρομοκρατών, έφεραν αναπόδραστα το βάρος της ενοχής που τους είχαν προσάψει ερήμην οι αιμοχαρείς “δικαστές” τους), τότε το “πανεπιστημιακό άσυλο” μετατράπηκε σε καταφύγιο δραστών κάθε λογής έκνομης ενέργειας και η “ελεύθερη διακίνηση των ιδεών” ταυτίστηκε με την λογοκρισία κάθε άποψης αντίθετης από αυτήν που πρέσβευαν οι (τρόπον τινά manu militari) τοποτηρητές της ιδεολογικής ορθοδοξίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τότε η “αθηναϊκή δημοκρατία” συγγένεψε με την αδυσώπητη κανταφική “τζαμαχίρια”…
Τότε, μάλιστα, επικράτησε και ο χαρακτηρισμός “κορόιδο” ή, στην εκχυδαϊσμένη του μορφή, “μα…..” για τον ενσυνείδητο και υπεύθυνο πολίτη, ο οποίος αντιλαμβάνεται – και αποδεικνύει εμπράκτως – ότι η αρμονική συμβίωση των μελών ενός κοινωνικού συνόλου έχει ως προαπαιτούμενο την ιδιόβουλη αποδοχή και τήρηση ενός ελάχιστου αριθμού κανόνων, δηλαδή του ιδιαίτερου “κοινωνικού συμβολαίου” τους!
Αν, λοιπόν, και στη σημερινή Ελλάδα κάποιοι “αγαθοί νεοέλληνες” επιχειρούσαν μια “αποκατάσταση των όρων” ίσως η κοινωνία να ανακάλυπτε την κοινή γλώσσα που τόσο της λείπει και να εύρισκε ένα πεδίο συνεννόησης και κοινής δράσης. Γιατί τότε θα αντιλαμβανόταν, πέρα από την εννοιολογική αστοχία των όρων που της είχε κληροδοτήσει το πρόσφατο παρελθόν της, ότι για παράδειγμα:
Ø δεν αποτελεί “κεκτημένο [δικαίωμα]” κάθε προϊόν εκβιασμού της κοινωνίας ή, μάλλον, εκβιασμού των κυβερνήσεων με όπλο την ομηρεία της κοινωνίας,
Ø δεν συνιστά “βουλευτική ασυλία” η ατιμωρησία των βουλευτών ακόμα και για βαριά παραπτώματα που δεν έχουν καμία σχέση με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων,
Ø δεν είναι θεμιτή λόγω των “νόμων της αγοράς” η αισχροκέρδεια που διευκολύνεται από ένα μονοπώλιο/ολιγοπώλιο ή ένα μονοψώνιο/ολιγοψώνιο,
Ø δεν απορρέει από “ελευθερία ή δικαίωμα του συνέρχεσθαι” ο στραγγαλισμός της κυκλοφορίας σε μια πόλη ή το κόψιμο της χώρας στα δύο από τη συγκέντρωση μιας φούχτας διαδηλωτών για το παραμικρό,
Ø δεν συνεπάγεται η “απεργία” – που σημαίνει αποχή από την εργασία – δικαίωμα στανικής διακοπής μιας λειτουργίας (όπως με το “κατέβασμα” ενός διακόπτη ή με τον αποκλεισμό ενός χώρου).
Αν, πάλι, η “αποκατάσταση των όρων” είχε ευδοκιμήσει τότε ενδέχεται:
Ø να ανακάλυπταν κάποιοι αδαείς ότι η “κερδοσκοπία” πόρρω απέχει από την “αισχροκέρδεια”, με την οποία την συγχέουν,
Ø να διαπίστωνε ο πληθωρικός πολιτικός πόσο απερίσκεπτη ήταν η έκφραση «μαζί τα φάγαμε», που παραπέμπει σε εσκεμμένη απάτη ή ανεύθυνη σπατάλη, και πόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα – και συνακόλουθα λιγότερο ενοχλητική – θα ήταν μια διατύπωση όπως «μαζί επωφεληθήκαμε», ανεξάρτητα από το ότι κάποιοι οργουελλιανά “πιο ίσοι” επωφελήθηκαν κάπως παραπάνω,
Ø να αισχύνονταν κάποιοι που ζητάνε “θυσίες από τον λαό” και εξαιρούν τον εαυτό τους από τους υπόχρεους παρά την πλεονεκτική τους κατάσταση,
Ø να γινόταν κατανοητό ότι η “συνδικαλιστική δράση” προϋποθέτει εργασιακή δραστηριότητα και όχι αεργία μετά “καλοπεράσεως”!
Αν, όμως, ο τόπος απαλλασσόταν από αυτή τη σημασιολογική “Βαβέλ”, αν, δηλαδή, οι κάτοικοί του μαθαίνανε να λένε «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», τότε ίσως να μπορούσαν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικότερα και να συζητήσουν ηρεμότερα, να μπορούσαν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να βρουν τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει και – παραμερίζοντας, έστω και προσωρινά, τα δεύτερα – να καταλήγανε σε εμπεριστατωμένες και τελεσφόρους αναλύσεις και να καταστρώνανε μία κοινή πορεία που θα τους έβγαζε με λιγότερο επώδυνες παρενέργειες από την κακοδαιμονία που τους μαστίζει…
Και, κυρίως, θα αμβλύναμε την διάχυτη καχυποψία και μισαλλοδοξία, αφού θα παύαμε «μαζί να μιλάμε και χώρια να καταλαβαινόμαστε»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου