("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 158/Φεβρουάριος 2012)
Ένα χαρακτηριστικό της νέο-ελληνικής διανόησης, μία “σταθερά” με βάση την μεταπολιτευτική κουλτουριάρικη ορολογία, είναι η παντελής απροθυμία των περισσοτέρων συνιστωσών της να αναγνωρίσει στις άλλες τα δικαιώματα και τις ανοχές που θέλει να της επιδαψιλεύουν ανεπιφύλακτα αυτές. Ακόμα και αν δεν διακατέχονται από μία ακραία μισαλλοδοξία, δεν επιδεικνύουν γενικά την παραμικρή ανεκτικότητα σε “αιρετικές” αντιλήψεις.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ασπάζονται την αρχή που αποδίδεται στον Βολταίρο (αλλά, μάλλον, αποδίδει μια θέση του, όπως παραδέχεται ακόμα και η αγγλίδα συγγραφέας Έβελυν Χωλλ που την πρωτοδιατύπωσε): «Δεν είμαι σύμφωνος με αυτά που λέτε, αλλά θα μάχομαι μέχρι θανάτου να έχετε το δικαίωμα να τα λέτε.». Αντίθετα, φαίνεται ότι διαπνέονται περισσότερο από την απαίτηση μίας μονόπλευρης ανοχής, την οποία αποτύπωσε σε μία επιγραμματική αποστροφή του ο γάλλος πολιτικός των μέσων του 19ου αιώνα Λουΐ Βεϊγιό: «Σας ζητάω στο όνομα των αρχών σας την ελευθερία που σας αρνούμαι στο όνομα των αρχών μου.»! Την εμμονή σ’αυτήν την στάση ήρθαν να επιβεβαιώσουν δύο φαινόμενα των τελευταίων μηνών.
Η κρίση, λοιπόν, που ταλανίζει τη χώρα απομυθοποίησε την περίφημη “γενιά του Πολυτεχνείου”. Από τη μία μεν απέδειξε ότι οι “αντιστασιακές περγαμηνές” και η “επαναστατική δράση” δεν επαρκούν για να κυβερνηθεί με σωφροσύνη μία χώρα (όπως είχαν διδάξει σε όσους διδάσκονται από την Ιστορία ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος και της αλλοδαπής), από την άλλη δε “έλυσε τις γλώσσες” και κάποια άτομα επιχείρησαν να εκφράσουν σκέψεις και απόψεις που μέχρι πρόσφατα ήταν αδιανόητο ότι θα αποτολμούσαν να δημοσιοποιήσουν άφοβα. Ανάμεσα στα θέματα που εθίγησαν ήταν και αυτά τα ίδια τα γεγονότα που συνέβησαν τη μεγάλη νύχτα του “Πολυτεχνείου”, τον Νοέμβριο του 1973. Κάποιοι από τους σχολιαστές επιχείρησαν να θέσουν σε πιο σωστή – κατά την άποψή τους ή με βάση τα στοιχεία που έχουν περιέλθει σε γνώση τους – βάση το δράμα που εκτυλίχθηκε εκείνη τη νύχτα. Οι περισσότεροι μάλλον καλοπροαίρετα, καθώς δεν είναι ούτε κατά διάνοιαν απολογητές της δικτατορίας ή ακροδεξιών πεποιθήσεων.
Το θέμα, όμως, δεν είναι το ποια θέση ανταποκρίνεται περισσότερο στα γεγονότα, μία από αυτές που προβλήθηκαν ή αυτή που πάγια υποστηρίζει μια άλλη πλευρά, που πιστεύει ακράδαντα ότι η πραγματικότητα έχει αποδοθεί άπαξ δια παντός από τις περιγραφές και τις στερεότυπα που έχουν επικρατήσει. Το θέμα είναι η αντίδραση αυτής της “άλλης πλευράς”. Οι πιστοί της (ή, τουλάχιστον, μία μερίδα από αυτούς) εξανέστησαν και κακολόγησαν ασύστολα αυτούς που δεν συμμερίζονταν τις απόψεις τους, αποδεικνύοντας έμπρακτα το πόσο επιρρεπείς είναι στην “ιδεολογική τρομοκράτηση” του αντιπάλου. Αυτήν, δηλαδή, που καταγγέλλει ο γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και δημοσιογράφος Ζαν Σεβιλιά ως εξής: «Ταυτίζει τον αντίπαλο με το αρχέτυπο του κακού.» και έτσι «Κάθε αντίπαλος μπορεί να κατηγορηθεί όχι για αυτό που σκέπτεται, αλλά για τις σκέψεις που του αποδίδουν. Και, όπως επιβάλλει ο μανιχαϊσμός, στο τέλος δρομολογείται μία άλλη λογική: η δαιμονοποίηση. Δεν χρειάζεται συζήτηση για να πεισθεί ο άλλος: αρκεί ο εκφοβισμός, η καλλιέργεια ενοχών, η απαξίωση.».
Σε αυτό το κλίμα, όλοι όσοι τόλμησαν να αμφισβητήσουν έστω και το ελάχιστο από τα παραδεδεγμένα ταυτίστηκαν απερίφραστα με τους υμνητές της χούντας και τα κάθε είδους ακροδεξιά στοιχεία που, αναμφισβήτητα, εκμεταλλεύτηκαν και αυτά την “απελευθέρωση του λόγου” και εξαπέλυσαν τα ιοβόλα βέλη τους για να δυσφημίσουν ή/και να υποβαθμίσουν τη σημασία των γεγονότων. Μέχρι που εξομοιώθηκαν όλοι συλλήβδην με τους αρνητές του Ολοκαυτώματος! «Στο κάτω κάτω, όταν άλλοι αμφισβητούν και αρνούνται το Ολοκαύτωμα, γιατί οι δικοί μας “αναθεωρητές” να μην αρνούνται το Πολυτεχνείο;», αναρωτιόταν, για παράδειγμα, στην τακτική κυριακάτικη στήλη του ο ποιητής και δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας.
Το πιο αξιοσημείωτο, ωστόσο, δεν είναι η τωρινή αντίδραση αυτών πολλών από αυτούς που εμμένουν στην καθιερωμένη θέαση των τότε γεγονότων, όσο η σύγκρισή της προγενέστερες αντιδράσεις τους σε ανάλογες περιπτώσεις. Όπως αυτή κατά των επικριτών του σχολικού βιβλίου ιστορίας που περιείχε καινοφανείς, αντισυμβατικές ή ενοχλητικές θέσεις, αλλ’όχι ως εκ τούτου κατ’ανάγκην απορριπτέες, σε σχέση με αρκετά γεγονότα, με πιο εμβληματική την περιγραφή της φυγής των Ελλήνων της Σμύρνης κατά την Μικρασιατική Καταστροφή («Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα...»). Τότε, λοιπόν, πλείστοι όσοι από αυτούς που ενοχλούνται σήμερα είχαν υποστηρίξει το δικαίωμα της συγγραφέως του βιβλίου, Μαρίας Ρεπούση, να έχει άποψη για κάποιο ιστορικό γεγονός διαφορετική από τα παραδεδεγμένα. Και τούτο παρά το ότι αυτές δεν διατυπώθηκαν σε ένα τυχαίο έντυπο, αλλά σε ένα σχολικό εγχειρίδιο, στο οποίο, υποτίθεται ότι, αποτυπώνεται η “επίσημη” ιστορία. Με αυτή δε την ευκαιρία είχαν υποστηρίξει το δικαίωμα κάθε “αναθεωρητή” ή “αποδομηστή” ιστορικών γεγονότων να διατυπώνει και να υποστηρίζει την διαφορετική/αιρετική άποψή του!
Αποδεικνύεται, έτσι, ότι αυτή η ανεκτικότητά τους έχει τα όριά της: η “αναθεώρηση” ή “αποδόμηση” δεν πρέπει να θίγει τα δικά τους θέσφατα. Γιατί το (κατά τον αριστερο-κουλτουριάρικο νεολογισμό του συρμού) “διακύβευμα” σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν είναι το ποια πλευρά έχει δίκιο. Άλλωστε ποιος διαθέτει το αναμφισβήτητο αλάθητο και την απόλυτη αμεροληψία για μια τελεσίδικη κρίση; Το “διακύβευμα” είναι το αν όλοι ή μόνον οι “ιδεολογικά ορθοί” έχουν το δικαίωμα στην αμφισβήτηση και στην ελεύθερη διατύπωση της (ακόμα και “αιρετικής” με τα κριτήρια του κατεστημένου) άποψής τους.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ο σχηματισμός της υπό τον Λ. Παπαδήμα κυβέρνησης έδωσε το έναυσμα για εν σειρά διαμαρτυρίες ή αποτροπιασμούς για την υποστήριξη που της προσφέρει το κόμμα που τοποθετείται στο ακροδεξιό άκρο του κοινοβουλευτικού φάσματος της χώρας και την ανάληψη υπουργικών καθηκόντων από στελέχη του. Μάλιστα, αυτό το απαξιωτικό κλίμα μεταδόθηκε και στο εξωτερικό μέσω ανταποκριτών ή απεσταλμένων που, κατά κανόνα, αντλούν τις πληροφορίες τους και διαμορφώνουν τις κρίσεις τους από τους ντόπιους πληροφοριοδότες τους (με την καλή έννοια του όρου). Καθόλα θεμιτή η βδελυγμία τους, καθώς πολλά επιφανή στελέχη αυτού του κόμματος διέπονται από ιδέες εντελώς ασύμβατες με τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Ιδιαίτερα όταν η ιστορική πείρα υπενθυμίζει ότι το φάσμα του φασισμού πλανάται απειλητικά πάνω από μια χώρα σε περιόδους κρίσης. Θα ήταν δε ευχής έργο οι (χωρίς εισαγωγικά) δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου να ξεπερνούσαν τις αδυναμίες τους και να μπορούσαν να “βάλουν πλάτες” στο τιτάνιο έργο της αποφυγής της οικονομικής χρεοκοπίας χωρίς να αναγκάζονται “δεκανίκια”.
Μόνο που αυτή η χώρα ταλανίζεται εδώ και δεκαετίες και από άλλα φαινόμενα που δεν συνάδουν με τους δημοκρατικούς θεσμούς της: τραμπουκισμοί, χουλιγκανισμοί και βιαιοπραγίες κάθε είδους διανθίζουν αδιάλειπτα την καθημερινότητά της. Έτσι, εργατοπατέρες εντέλλονται τον ξυλοδαρμό εργαζόμενων που δεν συμφωνούν με απεργιακές κινητοποιήσεις του συνδικάτου των, συνδικαλιστές εξορίζουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δημοσίων επιχειρήσεων για να εμποδίσουν αποφάσεις που δεν τους αρέσουν ή εισβάλλουν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής τους βρίζοντας και απειλώντας τα μέλη τους, “κουκουλοφόροι” λοιδορούν πολιτικούς και χειροδικούν εναντίον τους ή τους πετροβολούν (πολύ πριν η κρίση απαξιώσει στα μάτια της κοινωνίας τους τελευταίους), “φοιτητές” ανεμπόδιστα και ατιμωρητί καταχερίζουν πρυτάνεις που συμφωνούν με νόμους που οι πρώτοι απορρίπτουν ή “κτίζουν” καθηγητές μέσα στα γραφεία τους ή κάνουν γης μαδιάμ πανεπιστημιακά κτίρια και λεηλατούν ό,τι βρουν μπροστά τους, “κινήσεις πολιτών” φιμώνουν τον απροστάτευτο πολίτη και υποκαθιστούν την κοινή γνώμη, ομάδες “πολιτών” προπηλακίζουν δημοτικούς συμβούλους κ.λπ. κ.λπ. «Πρόκειται για τραμπούκους που τρομοκρατούν εκλεγμένους εκπροσώπους. Με απειλές τους υπαγορεύουν ποια απόφαση θα πάρουν.», ξεσπά ο συνήθως ηπίων τόνων νέος δήμαρχος της πρωτεύουσας με αφορμή τη δράση των τελευταίων!
Κοντολογίς, πολλοί από αυτούς που (δικαιολογημένα) βδελύσσονται την ιδεολογία των ακροδεξιών κυβερνητικών εταίρων, κλείνουν τα μάτια μπρος στον απτό, έμπρακτο και τουλάχιστον εξίσου επικίνδυνο “καθημερινό φασισμό” που ζει η χώρα. Γιατί, στην ουσία, αντιπαραβάλλεται από τη μεριά ο φόβος ενός δεδηλωμένου μεν, αλλά, με την εξαίρεση του εντοπισμένου “χρυσαυγίτικου” ακτιβισμού, θεωρητικού φασισμού, και ενός σε πλήρη δράση φασισμού, του οποίου η συνακόλουθη ιδεολογική/ψυχολογική τρομοκρατία ακρωτηριάζει θεμελιώδεις ελευθερίες και ακυρώνει στην πράξη τη δημοκρατία. Μάλιστα, ο πρώτος, παρά την κοινοβουλευτική του έκφραση και την άσκηση κυβερνητικού έργου, επηρεάζει πολύ λιγότερο την πολιτική – κοινωνική – οικονομική ζωή του τόπου, απ’ό,τι ο δεύτερος χάρις στις μεθόδους του και στα μέλη του κοινοβουλίου που τον συγκαλύπτουν, τον δικαιολογούν ή τον υποδαυλίζουν αφειδώς! Ίσως για να αποδειχθεί ότι δεν τους ενοχλεί η φύση του “φασισμού”, αλλά η ταυτότητα του φορέα του ή η πλευρά που επωφελείται (ή ενδέχεται να επωφεληθεί) από αυτόν.
Φαίνεται ότι στη χώρα όπου διατυπώθηκε το «παν μέτρον άριστον» μπορούν να συμβιώσουν πολλά «μέτρα» και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί ανορθογραφία η εφαρμογή του «δύο μέτρα και δύο σταθμά»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου