Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Κόσμος πάει και (δεν) έρχεται… (τα μετέωρα βήματα του ελληνικού αστικού τουρισμού)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 151/Δεκέμβριος 2010)

Νότες αισιοδοξίας
Ίσως φανεί παράδοξο να αναφερθεί κανείς σε “νότες αισιοδοξίας” για τον ελληνικό τουρισμό στο τέλος μιας χρονιάς που περιγράφηκε με τα μελανότερα των χρωμάτων, όπως το 2010. Κι όμως το ξεκίνημα της χρονιάς είχε προσφέρει κάποια χαμόγελα!
“The Cultural Weekend for Two (Το Πολιτιστικό Σαββατοκύριακο για Δύο)” ήταν ένα πακέτο (δηλαδή σύνολο υπηρεσιών) που πρόσφερε καταχείμωνο μεγάλο ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, το “Χίλτον”, μέλος πασίγνωστης διεθνούς αλυσίδας. Το πακέτο περιελάμβανε, πέρα από τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες ξενοδοχίας, δωρεάν είσοδο σε εκθέσεις και εκδηλώσεις ενός σημαντικού παραδοσιακού αθηναϊκού μουσείου, του Μουσείου Μπενάκη. Πρωτάκουστη, στ’αλήθεια, πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα. Πρωτάκουστη, αλλ’όχι μεμονωμένη. Δεν είχε καν περάσει μήνας όταν μεγάλος οργανισμός πολιτιστικού τουρισμού, ο “Opéra du Monde”, διαφήμιζε στον ξένο τύπο ένα “Voyage musical et culturel à Athènes (Μουσικό και πολιτιστικό ταξίδι στην Αθήνα)”, που πρόσφερε, πέρα από την παραμονή στο πιο παραδοσιακό από τα πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας, τη “Μεγάλη Βρετανία”, την παρακολούθηση δύο παραστάσεων μελοδράματος στη Λυρική Σκηνή της πόλης και την επίσκεψη στο καμάρι της, το νεότευκτο Μουσείο της Ακρόπολης. Η συνέχεια δόθηκε από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με το άνοιγμά του στα μεγάλα ξενοδοχεία και τους φορείς του τουρισμού, με τον τονισμό της ανάγκης συνεργασιών και επικοινωνίας με προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας κ.ά.
Τρεις άνευ σημασίας και περιθωριακές ιδιωτικές πρωτοβουλίες θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος. Λάθος! Μπορεί να φαίνονται περιθωριακές γιατί προέρχονται από ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές, απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό και η χρονική σύμπτωσή τους είναι μάλλον τυχαία, αλλά άνευ σημασίας δεν είναι. Γιατί έχουν σχέση με τον τουρισμό. Και ο τουρισμός, καλώς ή κακώς, είναι «η βαριά βιομηχανία της χώρας». Κι’ας βδελύσσονται μερικοί και αντιτείνουν, εδώ και τρεις δεκαετίες, ότι «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», χωρίς, βέβαια, να εξηγούν πειστικά ούτε το γιατί δεν πρέπει να γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης ούτε το τι άλλο θα μπορούσαμε να γίνουμε, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, ωσότου επουλώσουμε τις οικονομικές πληγές μας και μπορέσουμε να στηρίξουμε την όποια ευημερία μας σε άλλες δραστηριότητες.
Ως τότε, λοιπόν, ο τουρισμός θα παραμείνει η εν δυνάμει «βαριά βιομηχανία της χώρας», παρότι, από γεννησιμιού του, είναι προβληματικός. Είναι προβληματικός γιατί ως δραστηριότητα είναι ευάλωτος σε περίπτωση οικονομικής κρίσης (είτε διεθνούς είτε τοπικής σε χώρα ή χώρες προέλευσης των τουριστών που «επιλέγουν Ελλάδα»). Είναι προβληματικός γιατί, από γεννησιμιού του πάλι, προβάλλει κυρίως ένα μέρος του προϊόντος που προσφέρει ή που μπορεί να προσφέρει, τα περίφημα «3S» (sea, sun, sex/θάλασσα, ήλιος, έρωτας), πασπαλισμένο με ολίγη από αρχαιότητες, δηλαδή σε ό,τι παρέχεται δωρεάν από τη φύση (και το παρελθόν). Είναι προβληματικός γιατί αυτό το ελλειμματικό “μενού” του περιορίζει αφενός μεν δραστικά το κοινό, στο οποίο απευθύνεται, αφετέρου δε δραματικά τη διάρκεια πλήρους λειτουργίας των υποδομών του, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, όπως: περιορισμένη – άρα αντιοικονομική – χρήση των εγκαταστάσεων και, συνεπώς, δυσκολότερη απόσβεση των μεγάλων επενδύσεων, αδυναμία παροχής μόνιμης εργασίας στο προσωπικό με επακόλουθο την προσφυγή σε εποχικό προσωπικό που δεν φημίζεται για τον “επαγγελματισμό” του, προσέλκυση πελατείας με χαμηλότερη κατά κεφαλή δαπάνη ανά ημέρα διαμονής κ.ά.
Τουρισμός Πόλεων
Για να απεγκλωβιστεί από αυτήν την κλαδική “μονοκαλλιέργεια” ο ελληνικός τουρισμός πρέπει να στραφεί σε άλλες μορφές τουρισμού συμπληρωματικές προς αυτόν που μονοπωλεί ως τώρα το ενδιαφέρον. Και αυτές δεν μπορούν να σχετίζονται με το χειμερινό τουρισμό, τον τουρισμό που βασίζεται σε χειμερινά σπορ, τόσο γιατί το κλίμα της χώρας δεν επιτρέπει εντατική εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της σ’αυτόν τον τομέα, όσο και γιατί οι χώρες προέλευσης του εν δυνάμει δυναμικού αυτής της κατηγορίας τουριστών και οι γειτονικές χώρες υπερτερούν. Αυτό που απομένει, ως εκ τούτου, είναι ο “Τουρισμός Πόλεων”, σε μορφές του οποίου εντάσσονται τα πακέτα που διαφημίστηκαν στις αρχές του χρόνου. Όπως είναι προφανές πρόκειται για τουρισμό, του οποίου οι προορισμοί είναι αστικά συγκροτήματα. Και, επιπλέον, πρόκειται για τουρισμό “παντός καιρού” και σχετικά σταθερής ροής (κάτι πολύ σημαντικό) εάν η ποιότητα του προϊόντος που προσφέρεται δεν υποβαθμίζεται.
Από αυτή δε την άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κορύφωση των ευνοϊκών συμπτώσεων το τρίτο βραβείο που απέσπασε την ίδια χρονική περίοδο στο διεθνή διαγωνισμό “Golden City Gate” η ταινία “Breathtaking Athens” στην κατηγορία του “City Tourism (Τουρισμού Πόλεων)”. Η ταινία αυτή ήταν παραγωγή της Εταιρείας Τουριστικής & Οικονομικής Ανάπτυξης του Δήμου Αθηναίων (γεγονός που αποδεικνύει – πέρα από τη μεροληπτική προβολή των πεπραγμένων μιας αρχής από τα μέσα ενημέρωσης – ότι ακόμα και οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους) και έχει ως στόχο να αναδείξει την πόλη ως ελκυστικό προορισμό Τουρισμού Πόλεων.
Ο Τουρισμός Πόλεων (που αναφέρεται και ως “Urban Tourism”) δεν είναι ένα εύκολο τουριστικό προϊόν. Για να αναπτυχθεί δεν αρκούν κάποιες φυσικές ομορφιές και κάποια μνημεία. Απαιτούνται ειδικές υποδομές, αλλά ο καθοριστικός παράγοντας των δυνατοτήτων ενός προορισμού να λειτουργήσει ως πόλος έλξης Τουρισμού Πόλεων είναι η τοπική κοινωνία, γιατί αυτή αποτελεί την πρώτη ύλη που θα στηρίξει και θα συντηρήσει εκείνες τις δραστηριότητες, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα προσελκύσουν επισκέπτες από αλλού.
Είναι, ως εκ τούτου, προφανές ότι μία πρώτη προϋπόθεση ανάπτυξης Τουρισμού Πόλεων είναι η ύπαρξη μιας κρίσιμης πληθυσμιακής μάζας, η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη και συντήρηση των δραστηριοτήτων που συνθέτουν την ελκτική δύναμη μιας πόλης. Γιαυτό και, με ελάχιστες ειδικές εξαιρέσεις, ο Τουρισμός Πόλεων αφορά μεγάλες πόλεις ή πόλεις που χάρη σε κάποια χαρακτηριστικά (όπως, για παράδειγμα, έδρες μεγάλων πανεπιστημίων) προσφέρουν τη δεξαμενή σχηματισμού αυτής της κρίσιμης μάζας. Αυτή δε η προϋπόθεση περιορίζει σημαντικά τον αριθμό των εν δυνάμει πόλων ανάπτυξης Τουρισμού Πόλεων στη χώρα ουσιαστικά στην πρωτεύουσα και στη συμπρωτεύουσα, με περιθώρια να παίξουν ένα δεύτερο ρόλο ορισμένες μόνο πόλεις της περιφέρειας.
Ο Τουρισμός Πόλεων δεν είναι μονοδιάστατος. Μορφές του είναι ο Τουρισμός Αγορών, ο Συνεδριακός Τουρισμός, ο Πολιτιστικός Τουρισμός κ.λπ. Σύμφωνα με κείμενο της Judith Ruetsche οι κύριοι συντελεστές του Τουρισμού Πόλεων διακρίνονται σε συντελεστές απασχόλησης (“activity”) και σχόλης (“leisure”). Οι πρώτοι περιλαμβάνουν τις πολιτιστικές υπηρεσίες (μουσεία και αίθουσες εκθέσεων, θέατρα και κινηματογράφους, αίθουσες συναυλιών, συνεδριακά κέντρα,κ.α.), αθλητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες διασκέδασης (νάιτ κλαμπ, καζίνο και αίθουσες τυχηρών παιχνιδιών, οργανωμένες εκδηλώσεις, φεστιβάλ). Οι δεύτεροι σε συντελεστές φυσικού περιβάλλοντος (ιστορικές διαδρομές, ενδιαφέροντα κτίρια, αρχαία μνημεία, πάρκα και χώροι πρασίνου, υδάτινο περιβάλλον) και κοινωνικό-πολιτιστικά στοιχεία (ζωντάνια του τόπου, γλώσσα, τοπικά ήθη και έθιμα, πολιτιστική κληρονομιά, φιλικότητα της κοινωνίας, ασφάλεια. Υπάρχουν επίσης δευτερεύοντες παράγοντες (ξενοδοχία, εστίαση, αγορά) και πρόσθετοι παράγοντες (προσβασιμότητα, μεταφορές και στάθμευση, τουριστικές πληροφορίες).
Τουρισμός Αγορών
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Τουρισμός Αγορών δεν αναπτύσσεται μόνος του. Κατά κανόνα συνυπάρχει, ως φτωχός συγγενής, μαζί με κάποια άλλη μορφή Τουρισμού Πόλεων. Μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήσει τη δυναμική μιας αυτόνομης ανάπτυξης.
Μία από αυτές είναι η τοπική παραγωγή και διάθεση στην αγορά ενός προϊόντος, του οποίου είτε δεν διατίθενται σε άλλες αγορές ανταγωνιστικά προϊόντα, είτε αυτά που διατίθενται δεν θεωρούνται αντάξια. Μία άλλη είναι η προσφορά ποικιλίας προϊόντων σε συγκεκριμένα σημεία πολύ μεγαλύτερης από αυτή που προσφέρονται σε άλλες αγορές. Μία τρίτη προϋπόθεση είναι οι χαμηλότερες τιμές της τοπικής αγοράς, που, συχνά αλλ’όχι πάντα, οφείλονται στη συγκριτικά χαμηλότερη αγοραστική δύναμη της τοπικής κοινωνίας. Μία τέταρτη οι χρόνιες ελλείψεις γειτονικών αγορών. Εξυπακούεται ότι, με εξαίρεση την πρώτη προϋπόθεση, οι υπόλοιπες πρέπει να συνδυάζονται με μία πρόσθετη: μία σχετική εγγύτητα του τόπου προέλευσης με τον προορισμό.
Έτσι, για παράδειγμα, η Πράγα εκμεταλλεύεται το εμπόριο αντικειμένων από κρύσταλλο τοπικής παραγωγής, το Λονδίνο και το Παρίσι τα φημισμένα πολυκαταστήματά τους κ.λπ. Έτσι, κάποτε, και η Θεσσαλονίκη υπήρξε πόλος Τουρισμού Αγορών για τους διψασμένους γιουγκοσλάβους καταναλωτές.
Συνεδριακός Τουρισμός
Ο Συνεδριακός Τουρισμός μπορεί να αναπτυχθεί πιο αυτόνομα, ωστόσο ο άμεσος ρόλος του είναι περιθωριακός ή επικουρικός και εξαρτάται από παράγοντες, που δεν επηρεάζονται άμεσα από τις συνθήκες που επικρατούν στους προορισμούς. Η ουσιαστικότερη, ίσως, συμβολή του έγκειται στο ότι δίνει την ευκαιρία πληροφόρησης “από πρώτο χέρι” του τουριστικού προϊόντος που προσφέρει ο προορισμός σε ένα κοινό με ικανοποιητική αγοραστική δύναμη και με δυνητικό ενδιαφέρον για κατανάλωση Τουρισμού Πόλεων.
Παρά ταύτα δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η ραγδαία ανάπτυξή του στην πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια, παρά την απουσία ενός μητροπολιτικού συνεδριακού κέντρου. Έτσι, το 2008, η Αθήνα ανήλθε απ’την 25η στη 15η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των πόλεων – συνεδριακών προορισμών. Και ίσως να μην ήταν απλή σύμπτωση ότι την ίδια χρονιά ευδόκησε η δημοτική αρχή της πόλης να ιδρύσει το Γραφείο Συνεδρίων Αθηνών.
Πολιτισμικός Τουρισμός
Ο στόχος της Αθήνας, αλλά και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων που θα ήθελαν να αναπτύξουν τον δικό τους Τουρισμό Πόλεων πρέπει να είναι ο Πολιτισμικός Τουρισμός. Σε μια κοινή μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδίων ως Πολιτιστικός Τουρισμός ορίστηκε: α) η μετακίνηση ατόμων σε πόλεις χωρών άλλες από τις πόλεις μόνιμης διαμονής με σκοπό τη συλλογή νέων πληροφοριών και εμπειριών που θα ικανοποιήσουν τις πολιτιστικές τους ανάγκες, και β) όλες οι μετακινήσεις ατόμων προς ειδικά πολιτιστικά θέλγητρα, όπως μνημειακούς χώρους, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, τέχνες και θέατρο σε πόλεις εκτός της χώρας μόνιμης διαμονής.
Η ίδια μελέτη κατέτασσε τους προορισμούς σε έξι ενδεικτικές κατηγορίες: στην 1η ανήκουν τα χωριά που διαθέτουν μνημείο, στη 2η οι μικρές πόλεις που διαθέτουν μνημείο, στην 3η οι ίδιες που, επιπλέον, προσφέρουν και καλλιτεχνικά θεάματα, στην 4η οι μεγαλύτερες πόλεις με τα ίδια προσόντα, στην 5η οι μεγαλύτερες πόλεις όπου λαμβάνουν χώρα και δημιουργικές δραστηριότητες και στην 6η οι μεγαλουπόλεις με την ανάλογη προσφορά.
Αυτή η ενδεικτική κατηγοριοποίηση αναδεικνύει τη σημασία της τοπικής κοινωνίας. Αν η εντόπια ζήτηση πολιτιστικών αγαθών δεν αρκεί για να αναπτυχθεί μία πολιτιστική βιομηχανία ιθαγενούς ή μετακλητής παραγωγής δεν έχει αντικείμενο ούτε καν μια συζήτηση για ανάπτυξη Τουρισμού Πόλεων. Βασική προϋπόθεση αυτής είναι η προσφορά ευκαιριών απασχόλησης, ευκαιριών γεμίσματος χρόνου τόσο για προσέλευση όσο και για παρατεταμένη διαμονή. Προϋπόθεση που, με τη σειρά της, προϋποθέτει συνέχεια ή/και συχνότητα, ποικιλομορφία και προσφορά που δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα ντόπιο κοινό.
Από μόνη της η αναφορά αυτής της βασικής προϋπόθεσης δείχνει γιατί οι περισσότεροι προορισμοί του ελληνικού χώρου, ακόμα και πολλοί που διαθέτουν έναν απαράμιλλο πλούτο ελκυστικών μνημείων και φυσικού κάλλους, δεν μπορούν να αναπτύξουν Τουρισμό Πόλεων και ερημώνουν μόλις πέσουν οι θερμοκρασίες: η κουλτούρα του ελληνάδικου, του σκυλάδικου, του ουζάδικου και της χασαποταβέρνας προσφέρει μόνο ένα “τοπικό χρώμα (couleur locale)”, του οποίου η ελκυστικότητα εξαντλείται τάχιστα.
Αθηναϊκές προοπτικές
Πάντως, από αυτή την άποψη η Αθήνα δεν είναι πια ο φτωχός συγγενής των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Το 2005, χρονιά σύνταξης της μελέτης που προαναφέρθηκε, είχε καταταγεί στην 4η κατηγορία. Έκτοτε, με μια δυναμική που είχε ήδη κάποια ιστορία, πολλά άλλαξαν επί τα βελτίω με συνέπεια να διεκδικεί επάξια μια θέση στην 5η ή ακόμα και στην 6η κατηγορία. Με τη σημαντική συμβολή ιδιωτικών πρωτοβουλιών έχει αποκτήσει μια πλούσια υποδομή κέντρων πνευματικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, ικανών να την αναβαθμίσουν.
Είναι αλήθεια ότι πολλές “μητροπόλεις” του Τουρισμού Πόλεων ευνοήθηκαν στην καθιέρωσή τους από την εγγύτητά τους στα κέντρα βάρους της προέλευσης του κοινού και στην εύκολη πρόσβαση από αυτά εποχές, κατά τις οποίες το αεροπλάνο δεν υπήρχε καν ή δεν αποτελούσε ακόμα μαζικό μεταφορικό μέσο. Η Αθήνα έπασχε σε αυτό το σημείο και ως πόλη της (από χωροθετική άποψη) ευρωπαϊκής περιφέρειας και εξαιτίας της έλλειψης απρόσκοπτης χερσαίας συνέχειας στη διάρκεια των πρώτων βημάτων της ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού.
Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Και μπορεί η πόλη να μην έχει να επιδείξει μακρόβια παραδοσιακά “στέκια” (εστιατόρια, ξενοδοχεία, μπαρ κ.λπ.) με διεθνή ακτινοβολία (και πιστούς φίλους), αν και ακόμα και στον τομέα της εστίασης η βελτίωση είναι σημαντική (αν και ολίγον “αλμυρή”), αλλά στους περισσότερους από τους τομείς που αναφέρει η Judith Ruetsche ως παράγοντες του Τουρισμού Πόλεων και, ειδικότερα, σε αυτούς που αφορούν τον Πολιτιστικό Τουρισμό, η πρόοδος είναι αναμφισβήτητη.
Μπορεί το νέο Μουσείο της Ακρόπολης να αποτελεί τη ναυαρχίδα των μουσείων της πρωτεύουσας, αλλά, όχι τόσο η αριθμητική αύξηση (π.χ. με το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης ή τη Γλυπτοθήκη), όσο ο εκσυγχρονισμός (π.χ. του Βυζαντινού Μουσείου ή του Μουσείου Μπενάκη, αλλά και του Αρχαιολογικού Μουσείου της Βραυρώνας στα περίχωρα) και οι επεκτάσεις (π.χ. του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στο Μέγαρο Σταθάτου ή του Μουσείου Μπενάκη στο καινούργιο κτήριό του στην Οδό Πειραιώς) των παραδοσιακών μουσείων της έχουν συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της υποδομής του πολεοδομικού συγκροτήματος και της ακτινοβολίας του στο εξωτερικό.
Ανάλογος είναι και ο εμπλουτισμός της υποδομής των χώρων πολιτιστικών εκδηλώσεων, στον οποίο έχει συμβάλει σημαντικά και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Μέγαρο Μουσικής μπορεί να ξεχωρίζει, αλλά δεν διατηρεί την αποκλειστικότητα. Το ανακαινισμένο “Παλλάς”, η ανακαινισμένη αίθουσα του “Παρνασσού”, το Ίδρυμα Θεοχαράκη, το νεότευκτο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννη, το ιδιωτικό μουσείο της Οδού Ηρακλειδών, η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, η “Αθηναΐδα”, η “Kunsthalle” και ένας σεβαστός αριθμός άλλων αιθουσών ήρθαν να προστεθούν στην παραδοσιακή υποδομή (το θέατρο “Ολύμπια”, οι αίθουσες ξένων Ινστιτούτων κ.λπ.) που προσφέρει πολιτιστικά ερεθίσματα που μπορεί να παρακολουθήσει ένα μη ελληνόφωνο κοινό. Και αυτή η ανοδική πορεία δείχνει ότι δεν ανακόπτεται. Μόλις προστέθηκε στο υφιστάμενο δυναμικό η Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, ενώ σε λίγα χρόνια θα ενταχθούν σ’αυτό η νέα Όπερα με όλα τα πραφερνάλιά της (την Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη κ.λπ.).
Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και το θέατρο Μπάντμιντον, ωσότου, τουλάχιστον, κατεδαφιστεί, με βάση την ευφυέστατη διάταξη πρόσφατου Π.Δ. που αποφάσισε να δώσει λύση στην έλλειψη “πρασίνου” στην Αθήνα, κατεδαφίζοντας το μοναδικό από τα Ολυμπιακά Ακίνητα που αξιοποιήθηκε δημιουργικά και με επιτυχία, λες και αυτό που λείπει από το λεκανοπέδιο είναι η “σταγόνα” κάποιων στρεμμάτων (μόλις οκτώ δομημένων!) από τα 3.500 στρέμματα του Πάρκου Γουδή!
Ακόμα και ο ανασταλτικός παράγοντας που αποτελεί, από τη συγκεκριμένη σκοπιά και μόνο, η ελληνική γλώσσα στο θέατρο, θα μπορούσε κάλλιστα να αντισταθμιστεί από τη μοναδικότητα της μη μεταγλώττισης των ταινιών που προβάλλονται στις αίθουσες της πόλης ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες μεγαλουπόλεις και των μη μεταγλωττισμένων εκπομπών του πρωτοφανούς αριθμού δωρεάν τηλεοπτικών καναλιών!
Τέλος, παρά το κυκλοφοριακό κομφούζιο της πόλης που επιδεινώνουν καθημερινά, ειδικά στις κεντρικές περιοχές της πόλης, οι πιο απίθανες ομάδες διαδηλωτών, σε καλό δρόμο βρίσκεται η βασικότερη παράπλευρη υπηρεσία που απαιτεί ο Τουρισμός Πόλεων: η μετακίνηση. Το μετρό, του οποίου επίκεινται περαιτέρω ευεργετικές επεκτάσεις, έχει απαλλάξει μεγάλο μέρος των μετακινήσεων τόσο από την επιρροή του καιρού, όσο και από την αβεβαιότητα της επίγειας μετακίνησης. Η δε εξυπηρέτηση από ταξί έχει βελτιωθεί ανέλπιστα. Ποιος θα πίστευε πριν από δεκαπέντε – είκοσι χρόνια ότι μέσα στα όρια του λεκανοπεδίου θα δραστηριοποιούνται είκοσι πέντε (!) εταιρείες ραδιο-ταξί;
Βέβαια, η καθιέρωση μιας πόλης ως προορισμού Τουρισμού Πόλεων γενικότερα και Πολιτιστικού Τουρισμού ειδικότερα δεν συντελείται με την έκδοση ενός διατάγματος και από τη μία μέρα στην άλλη. Για να μπει στις συνήθειες του κοινού, όχι ως τυχαία περιπτωσιακή, αλλά ως μόνιμη υποψήφια επιλογή πρέπει να περάσει μια μακρά περίοδος σταθερής προσφοράς. Είναι η κατάληξη μιας μακράς διαδικασίας ωρίμασης, γιαυτό και οι κατά περίπτωση προσδοκίες δεν θα πρέπει να αφορούν το άμεσο μέλλον.
Πέρα, όμως, από την “υπομονή” απαιτείται και οργάνωση, το βασικό μέλημα της οποίας είναι η προβολή του τουριστικού-πολιτιστικού προϊόντος που προσφέρεται. Γιατί δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι με μεμονωμένες καταχωρήσεις ή αναζητήσεις θα επιτευχθεί η σφαιρική πληροφόρηση του κοινού αυτής της μορφής του τουρισμού.
Αρνητικοί παράγοντες
Παραπέρα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι θα πρέπει να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά όλα τα φαινόμενα που επηρεάζουν αρνητικά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Γιατί η επένδυση στον Τουρισμό Πόλεων είναι επένδυση ήπιας μελλοντικής ανάπτυξης.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ακόμα και τα κρατικά μουσεία της πόλης να κλείνουν, μόλις τελειώσει η κλασική θερινή τουριστική περίοδος, από τις τρεις το μεσημέρι, όταν στις ανταγωνιστικές πόλεις μένουν ανοιχτά μέχρι το βράδυ, σε ορισμένες δε από αυτές (π.χ. Παρίσι) κάποιες μέρες η λειτουργία τους παρατείνεται μέχρι τη νύχτα, ενώ σε άλλες (π.χ. Ρώμη) οργανώνονται ειδικές νυκτερινές ξεναγήσεις.
Δεν μπορεί κάθε μια και δυο μια δράκα κουκουλοφόρων να αναστατώνει ή και να πυρπολεί ατιμωρητί την πόλη ή μια φούχτα συνδικαλιστών να της προκαλεί ασφυξία. Η αδιαφορία τους για την τύχη της πόλης και των κατοίκων της (ή, μάλλον, η εσκεμμένη υπονόμευσή της) εκμηδενίζει κάθε προσπάθεια προβολής της πόλης. Για παράδειγμα, οι δυο αράδες στο διεθνή τύπο με την είδηση ότι ένας καλλιτέχνης, όπως η τραγουδίστρια Ντιόν Γουώργουϊκ, ακύρωσε τις εμφανίσεις της στην Αθήνα λόγω της ανασφάλειας που αποπνέει η πόλη εξουδετέρωσαν τον αντίκτυπο πολλών ολοσέλιδων καταχωρήσεων για τις χάρες της ίδιας πόλης.
Δεν μπορεί ο παράπλευρος δρόμος του κυριότερου παραδοσιακού μουσείου της πρωτεύουσας – του Αρχαιολογικού – να είναι κέντρο απροκάλυπτης διακίνησης και κατανάλωσης ναρκωτικών. Δεν μπορεί γειτονιές ολόκληρες, ακριβώς δίπλα στα κέντρα ξενοδοχίας και πολιτισμού να αποθαρρύνουν με την εικόνα τους και μόνο την προσέγγιση ή τη διέλευση.
Δεν μπορεί μια ολόκληρη μητρόπολη να παρασύρεται από ασήμαντες, αλλά δυναμικές και αδίστακτες, μειοψηφίες και να μην φροντίζει να λύσει το πρόβλημα της στάθμευσης.
Και δεν μπορεί να κλείνεις τον επισκέπτη της πόλης σε τουριστικά “γκέττο”. Η μετατροπή μιας μεγαλούπολης σε μητρόπολη Τουρισμού Πόλεων προϋποθέτει και παροχή ζωτικής έκτασης στον επισκέπτη, δηλαδή ευχέρεια αλλαγής εικόνων με τη μετακίνησή του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τοπικούς προορισμούς. Βέβαια, και σε άλλες πόλεις υπάρχουν γκέττο. Αλλά εκεί (όπως στην περίπτωση του Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη) το γκέττο αποθαρρύνει εκείνον που δεν έχει δουλειά να εισέλθει σ’αυτό, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως η ζώνη των “Κόκκινων Φαναριών” του Άμστερνταμ) περιοχές που θα μπορούσαν να αποτελούν άβατο έχουν γίνει τουριστική “αττραξιόν”. Γκέττο, όπως τα αθηναϊκά, που να αποθαρρύνουν την έξοδο από αυτά υφίστανται μόνο σε τριτοκοσμικές πόλεις.
Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για δημόσιους και δημοτικούς φορείς που έχουν εθισθεί στην ιδέα της πόλης των δύο ή και τριών ταχυτήτων.
Περιφερειακές προοπτικές
Είναι φανερό ότι, σε αυτή τη χρονική στιγμή και πέρα από την πρωτεύουσα, μόνον η συμπρωτεύουσα θα μπορούσε να φιλοδοξεί να αναπτύξει Τουρισμό Πόλεων. Στα φυσικά πλεονεκτήματά της (μνημεία κατάσπαρτα στον πολεοδομικό ιστό της, θαλάσσιο μέτωπο κ.λπ.) έχουν προστεθεί μία σημαντική υποδομή από μουσεία (Αρχαιολογικό, Βυζαντινό, Μοντέρνας Τέχνης), η εγκατάσταση στην πόλη της φημισμένης Συλλογής Κωστάκη (έργων σύγχρονης τέχνης της σοβιετικής περιόδου), το δικό της Μέγαρο Μουσικής και πολλές ανακαινισμένες αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων (Θέατρο Μονής Λαζαριστών κ.ά.). Πρόσθετα, οι υποδομές της από την άποψη της ξενοδοχίας και της εστίασης έχουν βελτιωθεί με ρυθμούς μάλλον ταχύτερους από αυτούς της πρωτεύουσας.
Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις έχουν δρόμο να διανύσουν μπροστά τους και, προς το παρόν, μάλλον θα πρέπει να αρκεστούν σε εποχικές ακμές με την ευκαιρία ενός φεστιβάλ (όπως το Φεστιβάλ Χορού στην Καλαμάτα) ή κάποιων άλλων εκδηλώσεων (όπως το Καρναβάλι της Πάτρας), αν και κάποιες, όπως το Ναύπλιο, η Κέρκυρα και η Ρόδος, διαθέτουν έναν παραδοσιακό χαρακτήρα που μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη ενός ειδικού αστικού τουρισμού χαλάρωσης, που έχει ήδη αναπτυχθεί σε μικρά αστικά συγκροτήματα άλλων χωρών της Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου