("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 153/Απρίλιος 2011)
Μια επίμαχη γνωμοδότηση
Θα ερείδεται αναμφίβολα σε κάποια επιχειρηματολογία η γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τη δυνατότητα δημοσίευσης (ή μη) φορολογικών δεδομένων και ονομάτων φοροφυγάδων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν αφήνει με πολλές απορίες τον ανίδεο περί τους νομικούς και ηθικούς προβληματισμούς της απλό πολίτη. Η Αρχή, λοιπόν, απεφάνθη πρόσφατα ότι τα φορολογικά δεδομένα που αναφέρονται σε νομικά πρόσωπα μπορούν να δημοσιεύονται γιατί δεν συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με αυτά που αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα. Πρόσθετα, απεφάνθη ότι: «Το μέτρο της δημοσιοποίησης φορολογικών καταλόγων είναι αλυσιτελές για την αποκάλυψη και τον περιορισμό των μη δηλούμενων εισοδημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Αυτά μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την διενέργεια ελέγχων από τις φορολογικές αρχές και με την διασταύρωση στοιχείων.», δεδομένου ότι: «ο κατά σύστημα ανειλικρινής φορολογούμενος, που δεν υπολογίζει τις ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις, δεν αναμένεται να συμμορφωθεί με την ετήσια δημοσιοποίηση των φορολογικών καταλόγων, υπό το βάρος μιας ενδεχόμενης ηθικής αποδοκιμασίας από τους συμπολίτες του.».
Οι συνακόλουθες απορίες
Η πρώτη – και φαινομενικά αφελέστατη – απορία πηγάζει από το γεγονός ότι πολύ συχνά τα όρια ανάμεσα στα φυσικά και στα νομικά πρόσωπα είναι διάτρητα και, ως εκ τούτου, η απόφαση κάνει ορισμένα φυσικά πρόσωπα «πιο ίσα» από κάποια άλλα. Για παράδειγμα μπορεί να μην δημοσιοποιούνται τα φορολογικά δεδομένα του κ. Τάδε Ταδόπουλου, αλλά δεν θα είναι δύσκολο να τα ξετρυπώσει ή να τα συμπεράνει ο οποιοσδήποτε, αν ο εν λόγω κύριος είναι ο κύριος μέτοχος της «Τάδε Ταδόπουλος Ο.Ε. ή Α.Ε.». Κάτι που δεν θα συμβαίνει με τον κ. Δείνα Δεινόπουλο, ακριβές αντίγραφο του κ. Τάδε Ταδόπουλου, ο οποίος είχε την μετριοφροσύνη ή/και την πρόνοια να μην συμπεριλάβει φαρδιά – πλατιά το όνομά του στην επωνυμία της επιχείρησης.
Αλλά αυτό είναι το ήσσον. Πολύ σημαντικότερες είναι κάποιες άλλες πτυχές της έννοιας της «προστασίας» προσωπικών δεδομένων γενικότερα. Μία από αυτές αφορά στην επιλογή των περιπτώσεων που κάποιο «δεδομένο» χρειάζεται προστασία και πρέπει να παραμείνει «προσωπικό» ή μπορεί να βγει «στα φόρα». Για παράδειγμα, αν κάποιος ληστέψει ένα κατάστημα και μία κάμερα (ή το κινητό ενός περαστικού) καταγράψει τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος διαφυγής, αυτό το στοιχείο μπορεί να αξιοποιηθεί για τη σύλληψή του; Αν ναι, τότε γιατί αποτελεί (για ορισμένους τουλάχιστον) πρόβλημα για την περίπτωση αποφυγής πληρωμής διοδίων, περίπτωση που προκάλεσε πολύ θόρυβο τελευταία; Αν, πάλι, επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί η ταυτότητα και η ενέργεια του λωποδύτη ή του ληστή ενός ιδιώτη, γιατί, όπως στην περίπτωση ενός φοροφυγά, δηλαδή ενός κλέφτη μιας ολόκληρης κοινωνίας, η όλη υπόθεση πρέπει να καλυφθεί από πέπλο μυστηρίου;
Μια άλλη πτυχή αφορά το ποιοι έχουν δικαίωμα δημοσιοποίησης «Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα». Γίνεται, για παράδειγμα, πολύς θόρυβος για τη χρήση τους από μία κρατική αρχή, όπως η αστυνομία ή η τροχαία, και για αυτό το λόγο πολλοί ακτιβιστές (της κακιάς ώρας κατά κανόνα) καταστρέφουν τις κάμερες που καταγράφουν την κίνηση στους δρόμους. Την ίδια, όμως, στιγμή, διάφοροι «ζουγκλέρ» της τηλεοπτικής αθλιότητας θεωρούν αυτονόητο δικαίωμά τους τη δυνατότητα εισβολής στα πιο προσωπικά άδυτα ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης με μια κρυφή κάμερα για να αποτυπώσουν πιπεράτα ή άλλου είδους μεμπτά (κατ’αυτούς) στιγμιότυπα ή ενοχοποιητικά τεκμήρια! Αυθαιρεσία που δεν ξεσηκώνει τη θύελλα κατακραυγής των περισσότερων ευαίσθητων ακτιβιστών, ίσως γιατί πολλοί από τους δυνάστες της τηλοψίας φροντίζουν να προπαγανδίζουν τις απόψεις τους! Είναι γνωστή η ιστορία με κλεψιμαίικη καταγραφή που στοίχισε στο θύμα της τη μουσική καριέρα του, παρότι δικαιώθηκε στα δικαστήριο. Εξίσου γνωστό είναι και το επεισόδιο θηλυκής ρεπόρτερ καναλιού που ωρυόταν γιατί δεν άφηναν τον εικονολήπτη που συνόδευε να διεισδύσει στανικά στα ενδότερα μιας επιχείρησης.
Η τρίτη από αυτές τις πτυχές αφορά την προστασία των δεδομένων ενός ατόμου που το βαραίνουν υποψίες ότι έχει υποπέσει σε κάποιο αδίκημα. Στην πράξη, η αδυναμία αναγνωρισιμότητάς του συνεπάγεται εξασθένηση της δυνατότητας προστασίας των εν δυνάμει επομένων θυμάτων του. Όταν, για παράδειγμα, αποκρύπτεται η ταυτότητα ή το πρόσωπο ενός ατόμου, για το οποίο υφίστανται υποψίες ότι διέπραξε μία απάτη, τότε, και εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι κράτησής του, αυτό, εάν είναι όντως ο ένοχος, μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητο τη δράση του σε βάρος ανύποπτων πολιτών. Πάντως, αυτή η πτυχή είναι ίσως η πιο ευαίσθητη, γιατί βρίσκονται αντιμέτωπες δύο ηθικές επιταγές με αντιδιαμετρικό στόχο η κάθε μία: από τη μια η προστασία της φήμης ενός ατόμου που κατηγορείται για κάτι, για το οποίο δεν έχει καταδικασθεί τελεσίδικα, και από την άλλη η ανάγκη προστασίας εκείνων που ενδέχεται να αποτελέσουν τα προσεχή θύματά του, εάν δεν είναι αθώο!
Η “ενοχή” και το “όνειδος”
Από το σκέλος της απόφασης που αφορά την απαγόρευση της δημοσιοποίησης των ονομάτων των φοροφυγάδων αναδύεται μία ακόμα πτυχή με πιο «φιλοσοφική» χροιά: μήπως η συγκεκριμένη «προστασία», καθώς και άλλες παρόμοιας φύσης, έχουν ως συνέπεια την άμβλυνση των αναστολών ενός ατόμου σχετικά με τη διάπραξη μιας καταδικαστέας ενέργειας και, συνακόλουθα, την αύξηση των κρουσμάτων ενεργειών αυτής της φύσης;
Στα μέσα του περασμένου αιώνα ο ιρλανδός Έρικ Ρόμπερτσον Ντοντς, μελετώντας τα επικά και θεατρικά έργα της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε δύο κουλτούρες, την κουλτούρα της “ενοχής” και την κουλτούρα του “όνειδους” ή της “ντροπής”. Στοιχεία της διάκρισης βρίσκονται και στο έργο της αμερικανίδας ανθρωπολόγου Ρουθ Μπένεντικτ σχετικά με την ιαπωνική κουλτούρα.
Το άτομο, το οποίο κυριαρχείται από την κουλτούρα της ενοχής, αποφεύγει να υποπέσει σε ένα παράπτωμα, ακόμα και αν το ενδεχόμενο αποκάλυψης της ενοχής του είναι απειροελάχιστο ή/και η ποινή που συνεπάγεται αμελητέα, επειδή το ίδιο κρίνει ότι αυτό το παράπτωμα δεν του αρμόζει. Με άλλα λόγια, στην κουλτούρα της ενοχής υπερέχει η εσωτερική ατομική κρίση του ατόμου. Μάλιστα, αυτή η κρίση επιβάλλει συχνά κανόνες αυστηρότερους από τους κανόνες του κοινωνικού συμβολαίου της κοινότητας, μέσα στην οποία ζει το άτομο, ή, με άλλα λόγια, το άτομο αισθάνεται ένοχο για κάτι, το οποίο το ίδιο το καταδικάζει ακόμα και αν ο περίγυρός του αδιαφορεί για αυτό, το αγνοεί ή και το επιδοκιμάζει. Από αυτή τη σκοπιά, στα συν της κουλτούρας της ενοχής περιλαμβάνεται η έγνοια που επιβάλλει για δικαιοσύνη και ατομικά δικαιώματα, καθώς και οι αναστολές που καλλιεργεί για παρεκτροπές που δεν πρόκειται να αποκαλυφθούν ποτέ. Ωστόσο, θεωρείται ότι, σε ακραίες εκδοχές, οδηγεί σε νευρωτικές καταστάσεις.
Αντίθετα, το άτομο, το οποίο διέπεται από την κουλτούρα της ντροπής, ζυγίζει κυρίως την ατίμωση που θα νιώσει σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η παρεκτροπή του, το πλήγμα της προσωπικής ή συλλογικής (κυρίως οικογενειακής) τιμής. Γιαυτό και η κουλτούρα της “ντροπής” αποκαλείται και κουλτούρα της “τιμής και της ντροπής”. Σ’αυτήν το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι η προσωπική κρίση, αλλά η κρίση του περιγύρου. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι πρόκειται για μια κουλτούρα, στο πλαίσιο της οποίας το «φαίνεσθαι» υπερισχύει του «είναι». Η κουλτούρα της ντροπής έχει δύο παράγωγα. Το πρώτο είναι η ανάπτυξη μιας παράλληλης ανεπίσημης δικαιοσύνης (της οικογένειας, της φατρίας, του σιναφιού κ.λπ.), με χαρακτηριστικά τους ίδιους (συχνά αυστηρότερους της επίσημης δικαιοσύνης) κανόνες και τη διατήρηση ως καταδικαστέων ενεργειών που δεν καταδικάζει (κατά κανόνα λόγω των κοινωνικών εξελίξεων) η επίσημη δικαιοσύνη. Εμβληματικά παραδείγματά της είναι (ή ήταν) τα εγκλήματα τιμής και η βεντέττα. Το δεύτερο είναι η αυτοτιμωρία του ενόχου μετά την ατίμωσή του, ακόμα και όταν δεν κινδυνεύει να τιμωρηθεί για την πράξη του από κάποια επίσημη ή παράλληλη. Ακραίο παράδειγμα αυτής είναι το ιαπωνικό «χαρακίρι» ή «σεπούκου».
Θεωρείται ότι η κουλτούρα της ενοχής προσιδιάζει περισσότερο σε κοινωνίες όπου επικρατούν ατομοκεντρικές αρχές, ενώ η κουλτούρα της ντροπής σε κοινωνίες, όπου επικρατούν κοινωνιοκεντρικές αρχές. Ωστόσο, δεν είχε γενικότερη απήχηση η μεταφορά της διάκρισης σε επίπεδο κοινωνιών (κοινωνίες της “ενοχής” και κοινωνίες της “ντροπής”), γιατί στις σύγχρονες κοινωνίες δεν επικρατεί ολοκληρωτικά η μία ή η άλλη μορφή κουλτούρας. Ενδεχομένως στην απόρριψη/αποφυγή της διάκρισης σε επίπεδο κοινωνίας να συνέβαλε και το ενδεχόμενο να της αποδοθεί και μια φυλετική χροιά. Οποιαδήποτε, λοιπόν, διάκριση θα έπρεπε να βασίζεται στη διαφορετική δοσολογία της μιας ή της άλλης νοοτροπίας στο εσωτερικό μιας κοινότητας ατόμων. Χώρια που και οι δύο συμβιώνουν με μία τρίτη κουλτούρα πολύ πιο επιρρεπή σε καταδικαστέες εκτροπές: την κουλτούρα εκείνων των ατόμων που έχουν ξεπεράσει κάθε είδους αναστολή! Αυτά μπορεί να υστερούν ποσοτικά, αλλά κάνουν πολύ πιο έκδηλη την ύπαρξή τους.
Η απόφαση και η διάκριση
Κρίνοντας, λοιπόν, τη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με βάση τη διάκριση σε κουλτούρα ενοχής και κουλτούρα ντροπής, ένα πρώτο συμπέρασμα θα ήταν ότι τόσο στην περίπτωση της φοροδιαφυγής, όσο και σε κάθε άλλου είδους μη τήρηση νόμων και αρχών, η οποιαδήποτε «προστασία» ή μη δεν επρόκειτο να επηρεάσει (ουσιαστικά) τη συμπεριφορά ούτε εκείνων που κατατρύχονται από ενοχές (στην οποία δεν θα υποπίπτανε έτσι κι αλλιώς) ούτε εκείνων που μένουν ανεπηρέαστοι από αναστολές (όπως επισημαίνει και η ίδια η απόφαση). Αντίθετα, η προοπτική της εγγυημένης απόκρυψης μιας παράβασης ενδέχεται να απελευθερώσει από κάθε δισταγμό μία μερίδα από εκείνους που έχουν ως γνώμονα των επιλογών τους το ενδεχόμενο κηλίδωσης της τιμής τους, το αίσθημα ντροπής από τη διαπόμπευσή τους, αλλά και τις πιθανές κυρώσεις ή/και άλλες παράλληλες επιπτώσεις στη ζωή τους (π.χ. διακοπή συναλλαγών, ψυχρότητα σχέσεων με συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα κ.λπ.). Μ’άλλα λόγια, εκμηδενίζει την ανασταλτική επιρροή της ντροπής στη διάπραξη ή μη αξιόποινων ή/και κοινωνικά κατακριτέων ενεργειών.
Από αυτή, λοιπόν, την άποψη η προστασία των προσωπικών δεδομένων στην καλύτερη περίπτωση δεν συμβάλλει ούτε καν στον οριακό περιορισμό της μη τήρησης αρχών, νόμων και υποχρεώσεων. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η απόφαση της Αρχής εμπεριέχει και μία αλήθεια: η πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και κάθε άλλης παράνομης ενέργειας, δεν πρέπει να επαφίεται στον «πατριωτισμό» κάποιων πολιτών, ειδάλλως υπονομεύεται η αρχή της ισοπολιτείας. Είναι, επομένως, χρέος της Πολιτείας να επιβάλλει με τους μηχανισμούς της την τήρηση των νόμων από το σύνολο της κοινωνίας. Παράλληλα, συνυπεύθυνη είναι και αυτή η ίδια η κοινωνία, η οποία όταν δεν αντδρά με τη δέουσα κατακραυγή, επιδεικνύει ανεκτικότητα στην ανομία ή/και την δικαιολογεί με διάφορες προφάσεις, στην ουσία μειώνει την κοινωνική πίεση στα άτομα με κουλτούρα ντροπής, δηλαδή την μερίδα της κοινωνίας, της οποίας η συμπεριφορά επηρεάζεται περισσότερο από το κοινωνικό περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου