Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: "Προς ... απόκεντρα λακτίζειν" (τα προβ-λύματα του κέντρου της Αθήνας)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 150/Οκτώβριος 2010)

Ως “ζήτημα έκτακτης ανάγκης” παρουσίασε σε πρόσφατο άτυπο υπουργικό συμβούλιο την υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας πρωτοκλασάτος υπουργός της κυβέρνησης. Και, ως ένα σημείο, δεν έχει άδικο. Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι επαγγελματίες των κλάδων του εμπορίου και του τουρισμού διαμαρτύρονται εδώ και χρόνια για τον κατήφορο, ενώ όσοι από τους παραδοσιακούς κατοίκους της περιοχής είχαν απομείνει μετά από τα τόσα κύματα εξόδου ακολουθούν και αυτοί ασμένως τη δοκιμασμένη συνταγή του “όπου φύγει-φύγει”!
Ο υπουργός δεν δίστασε να συνδέσει τον κατήφορο των συνοικιών του κέντρου με το μεταναστευτικό. Παρά το ότι θα ήταν εύκολο να τον μεμφθεί κανείς ότι με τα λόγια του “ρίχνει νερό στο μύλο” της ρατσιστικής ακροδεξιάς, η διαπίστωσή του δεν είναι ανερμάτιστη. Το αποδεικνύει περίτρανα, άλλωστε, το γεγονός ότι σε μία από τις πιο πρόσφατες συρράξεις σε μία άλλη περιοχή με ανάλογα προβλήματα, στην “πυριτιδαποθήκη” του Αγίου Παντελεήμονα, είχαν συμμαχήσει οι ελάχιστοι πια έλληνες κάτοικοι της συνοικίας με τους πάλαι ποτέ “αποδιοπομπαίους τράγους” των, τους καλοστεκούμενους πλέον αλβανούς γείτονές τους, που άρχισαν να ενσωματώνονται στην ντόπια κοινωνία. Η μαζική συρροή μεταναστών, ιδιαίτερα με ασύμβατη και εσωστρεφή κουλτούρα που δεν τους αφήνει περιθώρια ομαλής ένταξης, αν δεν την αποτρέπει παντελώς, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Και, δυστυχώς, τα μέτρα που θα αποσοβούσαν έκρυθμες καταστάσεις και ρατσιστικούς παροξυσμούς, έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί “χθες”! Σήμερα, αρχίζει να είναι πια αργά. Και, από αυτή την άποψη, οι αρμόδιοι του κράτους και του δήμου έχουν αποτύχει. Το κέντρο της πόλης έχει ήδη μετατραπεί, κατά την προσφιλή έκφραση του συρμού, σε “γκέττο ανομίας”, στο οποίο βρήκαν την ευκαιρία να εισβάλουν το οργανωμένο έγκλημα, η επαιτεία, η πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών.
Τα μέσα ενημέρωσης, από την πλευρά τους, παίζουν το δικό τους άθλιο παιχνίδι “ρίχνοντας λάδι στη φωτιά”. Υπερθεματίζουν και, κατά την πάγια τακτική τους, υπερβάλλουν! Αλλά, πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Έτσι, ανάλογα με τη συγκυρία, είτε διεκτραγωδούν με τα μελανότερα χρώματα τα κατάντια της περιοχής (και της κάθε περιοχής), είτε σιγοντάρουν τις εκδηλώσεις συμπαράστασης και προστασίας των μεταναστών.
Αλλά, αυτά ήταν γνωστά και συνιστούν ένα χρονικά χθεσινό πρόβλημα. Το σημερινό πρόβλημα είναι η πρόθεση του υπουργού να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Γιατί τίποτε δεν αποκλείει ότι το εγχείρημά του δεν θα έχει την ίδια τύχη, την παταγώδη αποτυχία δηλαδή, με αποσπασματικές ή σπασμωδικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση στο παρελθόν. Κινήσεις των οποίων το αποτέλεσμα δεν ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά η χωροταξική μετατόπισή του. Το αποδεικνύει περίτρανα η μετατροπή του πεζόδρομου της Οδού Τοσίτσα, ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο(!), σε άντρο εμπορίας και χρήσης ναρκωτικών μετά από μια επιχείρηση “σκούπα” στην Ομόνοια και η ξεδιάντροπη ανοχή των αρχών!
Δύο είναι οι κύριες ενστάσεις (ή, έστω, επιφυλάξεις) στην πρόθεση του υπουργού. Η πρώτη πηγάζει από το γεγονός ότι το ιστορικό κέντρο δεν είναι η μοναδική περιοχή της Αθήνας που αντιμετωπίζει παρεμφερή προβλήματα. Οπότε γεννάται το ερώτημα: «γιατί το ενδιαφέρον μόνο το ιστορικό κέντρο;»
Η δεύτερη οφείλεται στην εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι ο στόχος δεν είναι να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του, αλλά να καταχωνιαστεί στην αθέατη πλευρά της πόλης. Και οι δύο, ωστόσο, δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της συνειδητής διαίρεσης της πρωτεύουσας σε συνοικίες πατρικίων και πληβείων και της συνακόλουθης προστασίας ή μη αυτών από τις συνθήκες που οδηγούν σε παρακμιακή πορεία.
Τις ενστάσεις τις υποδαυλίζει η αναφορά από πολλούς αρμόδιους σε “απομάκρυνση από το κέντρο” των κατ’αυτούς αιτιών της παρακμής του ή σε “εκκαθάριση του κέντρου” από αυτές. Όμως, και οι δυο στην ουσία δηλώνουν ανοχή αυτών των “οχληρών” καταστάσεων, με την προϋπόθεση μετατόπισής των σε περιοχές που δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες του ενδιαφέροντος των αρχών και των (δήθεν) ευαίσθητων περί το αστικό περιβάλλον ομάδων. Ωστόσο, αν μία δραστηριότητα είναι ενοχλητική για κάποιους περίοικους και, ως εκ τούτου, εξοβελιστέα από τη γειτονιά τους, είναι ενοχλητική για κάθε περίοικο και εξοβελιστέα από κάθε γειτονιά. Είναι εγκληματικά αντικοινωνική η οργουελλιανή άποψη ότι ορισμένες περιοχές (και οι κάτοικοί τους) είναι “πιο ίσες” από τις υπόλοιπες και, συνεπώς, έχουν δικαίωμα να μην επιβαρύνονται ούτε κατ’ελάχιστον με μέρος ακόμα και των αναπόφευκτων οχληρών λειτουργιών, δραστηριοτήτων και καταστάσεων της πόλης, άρρητη πεποίθηση δημοτικών αρχών προνομιούχων προαστίων (που την εφαρμόζουν σε κάθε ευκαιρία), στην οποία προσφέρουν θεωρητικό άλλοθι ιδεοληπτικές εμμονές ομάδων της αριστεράς. Είναι, ίσως, κουραστική η επανάληψη αυτής της διαπίστωσης, αλλά, δυστυχώς, οι αφορμές για υπόμνησή της έρχονται στην επικαιρότητα η μία μετά την άλλη. Και από αυτή τη σκοπιά δεν είναι διόλου αδικαιολόγητος ο φόβος ότι ο τρόπος αντιμετώπισης της παρακμής του κέντρου δεν θα είναι “μία από τα ίδια”, δηλαδή εκτόπιση των οχλήσεων στις γνωστές κοινωνικές χωματερές της πρωτεύουσας.
Άλλωστε, δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από την ευαισθητοποίηση του υπουργού, όταν διάφορα δημοσιεύματα έφερναν στην επιφάνεια το δράμα αυτών των περιοχών. «Οι κάτοικοι της Πατησίων ζητούν βοήθεια» είχε ως τίτλο ένα από αυτά, που ανέφερε, ως ενημέρωση για τους νεότερους, ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια η περιοχή γύρω από την Οδό Τοσίτσα «ήταν κάτι σαν το “Κολωνάκι”, όπως νοείται σήμερα», ενώ «η πλατεία Αμερικής ήταν μία από τις πιο “μπουρζουά” περιοχές της Αθήνας». Περασμένα μεγαλεία, τα οποία, όμως, οι αρμόδιοι δεν πρέπει να τα διηγούνται χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα (όπως κάνουν άμα βρεθούν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν την ενοχλητική πραγματικότητα), αλλά να τα θέσουν ως μεσο-μακροπρόθεσμους στόχους μιας ανάστροφης πορείας. Αλλού, η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα αναφερόταν ως «περιοχή μιας ανερχόμενης αστικής τάξης», ενώ για τη γειτονική της περιοχή της Πλατείας Βικτωρίας τονιζόταν ο καθαρά «παραδοσιακός μεσοαστικός της χαρακτήρας».
Σήμερα, όλες αυτές οι περιοχές, καθώς και ένα πλήθος άλλες που δεν έχουν κατορθώσει να κινήσουν το ενδιαφέρον κάποιου δημοσιογράφου, έχουν μετατραπεί (ή βρίσκονται στο στάδια της μετατροπής των) σε γκέττο! Δεν θα ήταν αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Ήταν προορισμένες να αποτελούν τις “χωματερές” της πρωτεύουσας, γιαυτό και όλοι οι αρμόδιοι τις αποκλείανε (και εξακολουθούν να τις αποκλείουν) μόνιμα από τους επίσημους χάρτες της πρωτεύουσας που μοιράζονται στους κάθε είδους ξένους επισκέπτες της, μεθόδευση που θα πρέπει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία! Η κατά καιρούς ακμή μερικών από αυτές συνιστούσε ενοχλητική εκτροπή και γιαυτό δεν αποτέλεσε παρά πρόσκαιρη παρένθεση!
Δυστυχώς δε, δεν διαθέτει τα εχέγγυα ότι μπορεί να κάνει κάτι η σημερινή κυβέρνηση, παρά τη σοσιαλιστική ετικέτα της. Και τούτου γιατί, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι οι μετέπειτα εξελίξεις (η καθοδική πορεία παλιών καλών συνοικιών και η μετατροπή τους σε γκέττο) είχαν δρομολογηθεί προτού αναλάβει ως κόμμα τη διακυβέρνηση της χώρας, όχι μόνο δεν έκανε κάτι για να τις ανακόψει, αλλά τις ενίσχυσε με τις τότε πολιτικές της επιλογές.
Παρενθετικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η επιλεκτική πολιτική υπέρ ορισμένων περιοχών δεν έχει μόνο κοινωνική, αλλά και οικονομική διάσταση για τους κατοίκους της πόλης. Γιατί εξαιτίας της κάποιοι έχουν βγει κερδισμένοι και κάποιοι χαμένοι ως επακόλουθο ενεργειών ή παραλείψεων, στις οποίες ήταν αμέτοχοι! Αρκεί να συγκρίνει κανείς τη σημερινή αξία δύο ακινήτων, π.χ. το ένα στο πάλαι ποτέ Βατραχονήσι ή στην περιοχή που τότε προσδιοριζόταν γενικώς και αορίστως “πίσω από το Χίλτον” και το άλλο στην Πλατεία Βικτωρίας ή την Φωκίωνος Νέγρη, με την ίδια τιμή αγοράς τις δεκαετίες του 1950 και του 1960! Θα διαπιστώσει δε, χωρίς δυσκολία, ότι η σχέση των αξιών για ισοδύναμα ακίνητα των περιοχών που αναφέρθηκαν ως παράδειγμα ήταν τότε αντιστρόφως ανάλογη της σημερινής.
Και ενώ η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο, κάποιοι οραματίζονται αναστροφή της παρακμιακής πορείας με επιστροφή στις κατοικίες του κέντρου (ίσως δε και των υπόλοιπων “γκέττο”) της πρωτεύουσας. Το μόνο που θα μπορούσε να τους πει κανείς είναι: «κούνια που σας κούναγε»! Δεν πρόκειται να υπάρξει αναστροφή αν δεν προηγηθεί κάποια ριζική κάθαρση. Αν, δηλαδή, οι υποψήφιοι για “παλιννόστηση” δεν πεισθούν ότι θα βρεθούν σε ένα περιβάλλον σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με αυτό που τους εξώθησε σε ενδο-αστική μετανάστευση και με προοπτικές περαιτέρω βελτίωσης. Εφαρμογή προτάσεων, όπως η μείωση των δημοτικών τελών, η επιδότηση της αγοράς πρώτης κατοικίας ή η επιδότηση του κόστους βελτίωσης της υφιστάμενης κατοικίας, δεν πρόκειται να συγκινήσουν κανένα. Εκτός, ίσως, από εκείνους που θα βρουν την ευκαιρία για μια ακόμα εξαπάτηση των αρχών, με μια πρώτη – μάλλον εικονική – μετακόμιση για είσπραξη των επιδοτήσεων και, στη συνέχεια, εγκατάλειψη της προσοδοφόρας εστίας! Μ’άλλα λόγια θα συντελέσουν στην επώαση ενός νέου σκανδάλου διασπάθισης δημοσίου χρήματος.
Για να αντιστραφεί, όμως, η τάση εγκατάλειψης του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας (αλλά και της συμπρωτεύουσας μιας και αντιμετωπίζονται παρόμοια προβλήματα και εκεί), καθώς και των υπόλοιπων συνοικιών που έχουν μετατραπεί σε χαβούζες κοινωνικής δυσοσμίας, δεν αρκούν μόνο κάποιες οικονομικές διευκολύνσεις. Απαιτούνται και μέτρα αναβάθμισης του περιβάλλοντος. Αναβάθμισης σύμφωνης με τις ανάγκες των κατοίκων, των οποίων επιδιώκεται η προσέλκυση, και όχι σύμφωνης με τις έμμονες ιδέες των “ταλιμπάν” της “περι-οικολογίας” (ήγουν των οικολογικών ευαισθησιών των κατ’επάγγελμα οικολόγων που προβάλλονται ως ευαισθησίες των περιοίκων)! Για να γίνει δε κατανοητή αυτή η ανάγκη ένα παράδειγμα αρκεί. Οι περισσότεροι τέως κάτοικοι των συνοικιών που υποβαθμίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες διαθέτουν ένα ή και δύο αυτοκίνητα ανά οικογένεια. Δεν πρόκειται ποτέ να πεισθούν να επιστρέψουν στις προγονικές γειτονιές, όσο το πάνω χέρι το έχουν όσοι μάχονται όχι απλά την καταχρηστική χρήση του αυτοκινήτου, αλλά αυτή την ίδια την κατοχή του. Αμελέτητες και αποσπασματικές πεζοδρομήσεις, ματαιώσεις κατασκευής χώρων στάθμευσης, δυσχέρανση της κυκλοφορίας κ.ά. παρεμφερή μέτρα θα έχουν με μαθηματική ακρίβεια το αντίθετο αποτέλεσμα (δηλαδή νέο κύμα φυγής)!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Τα μετά την 28η Οκτωβρίου

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 150/Οκτώβριος 2010)
(click)



Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: «Με επίγνωση της σκληρής πραγματικότητας»

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 149/Αύγουστος 2010)

(click)



Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Η ώρα των βουλευτών...

(click)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 150/Οκτώβριος 2010) 

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Ιστορίες καθημερινής… βδέλλας (τουτέστιν γραφειοκρατίας του ελληνικού δημοσίου)

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 136/Ιούνιος 2008)

Τη βδέλλα το θύμα της την παίρνει είδηση άμα έχει ήδη κολλήσει πάνω του. Ωσότου δε απαλλαγεί από αυτήν θα του έχει ρουφήξει αρκετό αίμα. Αλλά, ακόμα και τότε, δεν μπορεί να είναι βέβαιο ότι γλύτωσε γιατί δεν αποκλείεται, ενόσω αυτό είναι απασχολημένο με την αποκόλληση της πρώτης βδέλλας, μια δεύτερη να έχει προλάβει να κολλήσει σε κάποιο άλλο σημείο του σώματός του. Και φτου κι απ’την αρχή!
Κάπως έτσι κινδυνεύει να μπλέξει ο οποιοσδήποτε πολίτης, ο οποίος αναγκάζεται να έχει κάποια δοσοληψία με το ελληνικό δημόσιο. Ώσπου να πει: "Ουφ, τελείωσα μ’αυτό!", βρίσκεται πάλι στην αρχή μιας νέας περιπέτειας. Λες και παίζει «φιδάκι», στο τέρμα του οποίου ένας βόας ανακόντα τον καταπίνει και τον εκβάλει ξανά στο τετραγωνάκι με το νούμερο «1»! Και δεν ξέρει αν θα πρέπει να κλαίει ή να γελάει με την περίπτωσή του, γιατί, αν την πάρει στα σοβαρά, κινδυνεύει να συνθλιβεί από τους μηχανισμούς του καφκαϊκού πύργου, όπου είχε την αποκοτιά να μπει. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η περιπέτειά του στο τέλος (αν υπάρξει τέλος) θα του έχει απομυζήσει ένα μεγάλο μέρος της ικμάδας του και δεν θα του αφήσει ίχνος κουράγιου να αποτολμήσει πάλι κάτι παρόμοιο. Και θα έχουν πάει στράφι οι παραπανίσιες ώρες που δούλεψε σε σχέση με τον ευρωπαίο ομόλογό του (όπως τον παραμυθιάζει κατά καιρούς ο τύπος με στατιστικά στοιχεία που δεν λένε πάντα την αλήθεια).
Πάρτε για παράδειγμα έναν άμοιρο συμπολίτη σας, που η μοίρα του έλαχε να μπλεχτεί με το στήσιμο μιας κατασκευής βαθειά μέσα στη γη. Ενός γκαράζ, ας πούμε, από αυτά που προσπαθούν, παρά την προκλητικά παντελή αδιαφορία της Τροχαίας και της Δημοτικής Αστυνομίας, να μαζέψουν τα αυτοκίνητα που σταθμεύουν παράνομα στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του μία γεννήτρια – ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος το λένε οι ειδικοί – για να αντιμετωπίσει μία διακοπή ρεύματος. Δεν είναι μικρό πράμα να βρεθεί σε απόλυτο σκοτάδι ο οδηγός που έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του σε κάποιο τέταρτο ή πέμπτο υπόγειο. Ή να κλειστεί κάποιος πελάτης του στο ασανσέρ. Ή να μην λειτουργούν οι αντλίες ενώ έξω «ρίχνει καρεκλοπόδαρα». Και ένα «μπλακ-άουτ» δεν είναι ούτε απίθανο, ούτε σπάνιο σ’αυτή τη χώρα. Γιατί, για να προκληθεί, δεν χρειάζεται, όπως αλλού, κάποιο απρόβλεπτο και έκτακτο συμβάν. Αρκεί να αποφασίσουν να κατεβάσουν τους διακόπτες οι συνδικαλιστές της Δ.Ε.Η., επειδή τους ξινίζει η φάτσα ενός μέλους του Δέλτα Σίγμα της Επιχείρησης. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε!
Αποφασίζει, λοιπόν, ο άμοιρος να προμηθευτεί και να εγκαταστήσει το ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος σε κάποια ανήλια γωνιά, καθώς δεν ξέρει – ούτε καν υποπτεύεται – τι τον περιμένει. Και τότε αρχίζει ο Γολγοθάς του. Αν, βέβαια, θέλει να είναι σύννομος και να μην το στήσει στη ζούλα. Απευθύνεται στη Δ.Ε.Η. για να μάθει τι πρέπει να κάνει και, σαν πρώτο βήμα, υποβάλλει και τα απαραίτητα τεχνικά στοιχεία για να διασφαλίζεται η «μη παράλληλη» λειτουργία του με το δίκτυο της Δ.Ε.Η. ή, μ’άλλα λόγια, ότι δεν θα λειτουργεί ενόσω παρέχει ρεύμα το «εθνικό κεφάλαιο», δηλαδή η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ή, με ακόμα πιο άλλα λόγια, ότι δεν θα ανταγωνίζεται την κραταιά επιχείρηση παρότι δεν θα διαθέτει ούτε το ένα δισεκατομμυριοστό της δυναμικότητάς της. Και, βεβαίως, δεν θα κινδυνεύουν οι εκάστοτε επικεφαλής του πανίσχυρου συνδικάτου της επιχείρησης να χάσουν τη δυνατότητα να εκβιάζουν κυβέρνηση και κοινωνία.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει πάρει, απευθύνεται σε ένα από τα προϊόντα του πρόσφατου συρμού των «ανεξαρτήτων αρχών», τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και φουσκώνει από εθνική υπερηφάνεια. Χωρίς να μετακινηθεί από το γραφείο του, πληροφορείται ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλει, τα υποβάλει ηλεκτρονικά και, σε ελάχιστες μέρες, παραλαμβάνει ηλεκτρονικά ειδοποίηση ότι εκδόθηκε η απόφαση που τον εξαιρεί από την υποχρέωση να πάρει άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
"Μπήκαμε στον 21ο αιώνα και δεν το κατάλαβα", σκέφτεται ικανοποιημένος, και σπεύδει να δώσει αντίγραφο στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Ε.Η. Εκεί μαθαίνει ότι πρέπει να υπογράψει και μια δισέλιδη πρόσθετη συμφωνία. "Τι είναι μια τζίφρα; Δε βαριέσαι. Μικρός ο κόπος!", σκέφτεται και συμμορφώνεται. Και γυρίζει στις δουλειές του με την εντύπωση πως ξέμπλεξε.
Αμ, δε! Δεν περνάει πολύς καιρός και έρχεται ένα αναπάντεχο «μπουγιουρντί». "Τόλμησες και εγκατέστησες ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος χωρίς άδεια εγκατάστασης; Σπεύσε να θεραπεύσεις την παράλειψή σου, ειδάλλως σε περιμένουν κυρώσεις!", λέει με λίγα λόγια το έγγραφο της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Νομαρχίας. "Καλά," αναρωτιέται, "γιατί θα την έπαιρνα την εξαίρεση από την άδεια παραγωγής αν δεν ήταν να εγκαταστήσω μια γεννήτρια;"
Αφού, όμως, έχει μπει στο χορό πρέπει να χορέψει. Προμηθεύεται το έντυπο της αίτησης, το συμπληρώνει, μαζεύει τα αντίγραφα των στοιχείων που πρέπει να τη συνοδεύουν, όπως της απόφασης της Ρ.Α.Ε. αλλά και – άκουσον, άκουσον – του καταστατικού της εταιρίας, πληρώνει και τέσσερα (!) παράβολα στην Εθνική Τράπεζα και στο Δημόσιο Ταμείο του μηχανικού που είναι υπεύθυνος της εγκατάστασης, τα στέλνει πακέτο με το βοηθό του στη Νομαρχία και περιμένει. Περνάει ένας μήνας και δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορεί ότι του είχαν διαφύγει δύο επιπλέον παράβολα. Τι να κάνει, ξαναστήνεται στην ουρά, τα πληρώνει και τα υποβάλλει με τη δέουσα επισημότητα και αυτά.
Περνάει ακόμα ένας μήνας και τον ειδοποιούν ότι η άδεια εγκατάστασης του ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους εκδόθηκε. Πανευτυχής σπεύδει ο ίδιος προσωπικά να την παραλάβει και να ευχαριστήσει τους αρμόδιους που δεν κάναν πέντ’έξι τέρμινα για να την βγάλουν. Τη βάζει στο χαρτοφύλακά του και κάνει μερικά βήματα προς την πόρτα της εξόδου. Δεν προλαβαίνει να την ανοίξει και ακούει πίσω του μια σοβαρή φωνή: "Και μην αμελήσετε να περάσετε σε μερικές μέρες με την αίτηση για την άδεια λειτουργίας."
Τον πιάνουν τα διαόλια του. "Και γιατί χρειάζεται ξεχωριστή άδεια λειτουργίας; Γιατί να την εγκαταστήσω τη γεννήτρια σε κείνη τη σκοτεινή γωνιά, απ’όπου δεν περνάει κανείς; Έτσι για μόστρα;", ξεσπά (από μέσα του, γιατί καταλαβαίνει ότι εξαρτάται από τον ίδιο υπάλληλο και δεν θα αποφύγει να γευτεί και αυτό το πικρό ποτήρι).
Παίρνει το έντυπο, γυρίζει στο γραφείο του, μαζεύει πάλι μερικά αντίγραφα στοιχείων, πάει και πληρώνει ακόμα δύο παράβολα, τα στέλνει στη Νομαρχία και περιμένει. Όχι πολύ. Σε δέκα μόλις μέρες το τελευταίο χαρτί είναι στα χέρια του. Ανασαίνει με ανακούφιση, αν και τρέμει το φυλλοκάρδι του μήπως, ώσπου να γυρίσει στο γραφείο του, του έχουν βγάλει κανένα άλλο παλούκι στη μέση. Στο δρόμο αναλογίζεται γιατί έπρεπε να προβεί σε τέσσερα διαβήματα σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες και όχι, συγκεντρωτικά, σε ένα και σε μία υπηρεσία. Και γιατί έπρεπε να στηθεί να πληρώσει (ο ίδιος ή κάποιος βοηθός του, δεν έχει σημασία) οκτώ παράβολα και όχι ένα της ίδιας συνολικής αξίας, με την κατανομή στους διάφορους λογαριασμούς (κωδικούς τους λένε τώρα) να γίνεται αυτόματα μέσω του υπολογιστή. Και δεν βρίσκει απάντηση. "Άσε, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε!", ψιθυρίζει χαμηλόφωνα, μην τον πάρουν στο ψιλό οι συμπολίτες του που περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους.
Στο κάτω- κάτω της γραφής μόλις είχε ξεπετάξει μία βδέλλα από πάνω του και ήταν πια καιρός να ασχοληθεί και με καμιά παραγωγική εργασία. Δεν προλαβαίνει, όμως, να τελειώσει το συλλογισμό του και νιώθει ξανά φαγούρα. Σκύβει και βλέπει ένα όμοιο σιχαμερό και γλοιώδες σκουλήκι λίγο παραδίπλα. "Σε δουλεία να βρισκόμαστε!", λέει χαμηλόφωνα στον εαυτό του. Πρέπει να πάει σε κάποιο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) για μια βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής του στην εξουσιοδότηση του τεχνικού του που θα φροντίσει την ανανέωση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας. Γιατί; Μα για να είναι σίγουροι στο Πυροσβεστικό Σώμα ότι δεν την έχει πλαστογραφήσει κανένας άσχετος αργόσχολος για να τρέχει (και να μη σώνει) εκείνος στη θέση του. Έτσι για πλάκα! Για να σκοτώνει την ώρα του!

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Το φούντωμα του τρομοκρατικού εγκλήματος

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 149/Αύγουστος 2010)

(click)

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ: Ένας λαϊκός συναγερμός εναντίον της πολιτικής βίας

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 148/Ιούνιος 2010)

(click)