("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 136/Ιούνιος 2008)
Τη βδέλλα το θύμα της την παίρνει είδηση άμα έχει ήδη κολλήσει πάνω του. Ωσότου δε απαλλαγεί από αυτήν θα του έχει ρουφήξει αρκετό αίμα. Αλλά, ακόμα και τότε, δεν μπορεί να είναι βέβαιο ότι γλύτωσε γιατί δεν αποκλείεται, ενόσω αυτό είναι απασχολημένο με την αποκόλληση της πρώτης βδέλλας, μια δεύτερη να έχει προλάβει να κολλήσει σε κάποιο άλλο σημείο του σώματός του. Και φτου κι απ’την αρχή!
Κάπως έτσι κινδυνεύει να μπλέξει ο οποιοσδήποτε πολίτης, ο οποίος αναγκάζεται να έχει κάποια δοσοληψία με το ελληνικό δημόσιο. Ώσπου να πει: "Ουφ, τελείωσα μ’αυτό!", βρίσκεται πάλι στην αρχή μιας νέας περιπέτειας. Λες και παίζει «φιδάκι», στο τέρμα του οποίου ένας βόας ανακόντα τον καταπίνει και τον εκβάλει ξανά στο τετραγωνάκι με το νούμερο «1»! Και δεν ξέρει αν θα πρέπει να κλαίει ή να γελάει με την περίπτωσή του, γιατί, αν την πάρει στα σοβαρά, κινδυνεύει να συνθλιβεί από τους μηχανισμούς του καφκαϊκού πύργου, όπου είχε την αποκοτιά να μπει. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η περιπέτειά του στο τέλος (αν υπάρξει τέλος) θα του έχει απομυζήσει ένα μεγάλο μέρος της ικμάδας του και δεν θα του αφήσει ίχνος κουράγιου να αποτολμήσει πάλι κάτι παρόμοιο. Και θα έχουν πάει στράφι οι παραπανίσιες ώρες που δούλεψε σε σχέση με τον ευρωπαίο ομόλογό του (όπως τον παραμυθιάζει κατά καιρούς ο τύπος με στατιστικά στοιχεία που δεν λένε πάντα την αλήθεια).
Πάρτε για παράδειγμα έναν άμοιρο συμπολίτη σας, που η μοίρα του έλαχε να μπλεχτεί με το στήσιμο μιας κατασκευής βαθειά μέσα στη γη. Ενός γκαράζ, ας πούμε, από αυτά που προσπαθούν, παρά την προκλητικά παντελή αδιαφορία της Τροχαίας και της Δημοτικής Αστυνομίας, να μαζέψουν τα αυτοκίνητα που σταθμεύουν παράνομα στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του μία γεννήτρια – ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος το λένε οι ειδικοί – για να αντιμετωπίσει μία διακοπή ρεύματος. Δεν είναι μικρό πράμα να βρεθεί σε απόλυτο σκοτάδι ο οδηγός που έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του σε κάποιο τέταρτο ή πέμπτο υπόγειο. Ή να κλειστεί κάποιος πελάτης του στο ασανσέρ. Ή να μην λειτουργούν οι αντλίες ενώ έξω «ρίχνει καρεκλοπόδαρα». Και ένα «μπλακ-άουτ» δεν είναι ούτε απίθανο, ούτε σπάνιο σ’αυτή τη χώρα. Γιατί, για να προκληθεί, δεν χρειάζεται, όπως αλλού, κάποιο απρόβλεπτο και έκτακτο συμβάν. Αρκεί να αποφασίσουν να κατεβάσουν τους διακόπτες οι συνδικαλιστές της Δ.Ε.Η., επειδή τους ξινίζει η φάτσα ενός μέλους του Δέλτα Σίγμα της Επιχείρησης. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε!
Αποφασίζει, λοιπόν, ο άμοιρος να προμηθευτεί και να εγκαταστήσει το ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος σε κάποια ανήλια γωνιά, καθώς δεν ξέρει – ούτε καν υποπτεύεται – τι τον περιμένει. Και τότε αρχίζει ο Γολγοθάς του. Αν, βέβαια, θέλει να είναι σύννομος και να μην το στήσει στη ζούλα. Απευθύνεται στη Δ.Ε.Η. για να μάθει τι πρέπει να κάνει και, σαν πρώτο βήμα, υποβάλλει και τα απαραίτητα τεχνικά στοιχεία για να διασφαλίζεται η «μη παράλληλη» λειτουργία του με το δίκτυο της Δ.Ε.Η. ή, μ’άλλα λόγια, ότι δεν θα λειτουργεί ενόσω παρέχει ρεύμα το «εθνικό κεφάλαιο», δηλαδή η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ή, με ακόμα πιο άλλα λόγια, ότι δεν θα ανταγωνίζεται την κραταιά επιχείρηση παρότι δεν θα διαθέτει ούτε το ένα δισεκατομμυριοστό της δυναμικότητάς της. Και, βεβαίως, δεν θα κινδυνεύουν οι εκάστοτε επικεφαλής του πανίσχυρου συνδικάτου της επιχείρησης να χάσουν τη δυνατότητα να εκβιάζουν κυβέρνηση και κοινωνία.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει πάρει, απευθύνεται σε ένα από τα προϊόντα του πρόσφατου συρμού των «ανεξαρτήτων αρχών», τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και φουσκώνει από εθνική υπερηφάνεια. Χωρίς να μετακινηθεί από το γραφείο του, πληροφορείται ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλει, τα υποβάλει ηλεκτρονικά και, σε ελάχιστες μέρες, παραλαμβάνει ηλεκτρονικά ειδοποίηση ότι εκδόθηκε η απόφαση που τον εξαιρεί από την υποχρέωση να πάρει άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
"Μπήκαμε στον 21ο αιώνα και δεν το κατάλαβα", σκέφτεται ικανοποιημένος, και σπεύδει να δώσει αντίγραφο στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Ε.Η. Εκεί μαθαίνει ότι πρέπει να υπογράψει και μια δισέλιδη πρόσθετη συμφωνία. "Τι είναι μια τζίφρα; Δε βαριέσαι. Μικρός ο κόπος!", σκέφτεται και συμμορφώνεται. Και γυρίζει στις δουλειές του με την εντύπωση πως ξέμπλεξε.
Αμ, δε! Δεν περνάει πολύς καιρός και έρχεται ένα αναπάντεχο «μπουγιουρντί». "Τόλμησες και εγκατέστησες ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος χωρίς άδεια εγκατάστασης; Σπεύσε να θεραπεύσεις την παράλειψή σου, ειδάλλως σε περιμένουν κυρώσεις!", λέει με λίγα λόγια το έγγραφο της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Νομαρχίας. "Καλά," αναρωτιέται, "γιατί θα την έπαιρνα την εξαίρεση από την άδεια παραγωγής αν δεν ήταν να εγκαταστήσω μια γεννήτρια;"
Αφού, όμως, έχει μπει στο χορό πρέπει να χορέψει. Προμηθεύεται το έντυπο της αίτησης, το συμπληρώνει, μαζεύει τα αντίγραφα των στοιχείων που πρέπει να τη συνοδεύουν, όπως της απόφασης της Ρ.Α.Ε. αλλά και – άκουσον, άκουσον – του καταστατικού της εταιρίας, πληρώνει και τέσσερα (!) παράβολα στην Εθνική Τράπεζα και στο Δημόσιο Ταμείο του μηχανικού που είναι υπεύθυνος της εγκατάστασης, τα στέλνει πακέτο με το βοηθό του στη Νομαρχία και περιμένει. Περνάει ένας μήνας και δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορεί ότι του είχαν διαφύγει δύο επιπλέον παράβολα. Τι να κάνει, ξαναστήνεται στην ουρά, τα πληρώνει και τα υποβάλλει με τη δέουσα επισημότητα και αυτά.
Περνάει ακόμα ένας μήνας και τον ειδοποιούν ότι η άδεια εγκατάστασης του ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους εκδόθηκε. Πανευτυχής σπεύδει ο ίδιος προσωπικά να την παραλάβει και να ευχαριστήσει τους αρμόδιους που δεν κάναν πέντ’έξι τέρμινα για να την βγάλουν. Τη βάζει στο χαρτοφύλακά του και κάνει μερικά βήματα προς την πόρτα της εξόδου. Δεν προλαβαίνει να την ανοίξει και ακούει πίσω του μια σοβαρή φωνή: "Και μην αμελήσετε να περάσετε σε μερικές μέρες με την αίτηση για την άδεια λειτουργίας."
Τον πιάνουν τα διαόλια του. "Και γιατί χρειάζεται ξεχωριστή άδεια λειτουργίας; Γιατί να την εγκαταστήσω τη γεννήτρια σε κείνη τη σκοτεινή γωνιά, απ’όπου δεν περνάει κανείς; Έτσι για μόστρα;", ξεσπά (από μέσα του, γιατί καταλαβαίνει ότι εξαρτάται από τον ίδιο υπάλληλο και δεν θα αποφύγει να γευτεί και αυτό το πικρό ποτήρι).
Παίρνει το έντυπο, γυρίζει στο γραφείο του, μαζεύει πάλι μερικά αντίγραφα στοιχείων, πάει και πληρώνει ακόμα δύο παράβολα, τα στέλνει στη Νομαρχία και περιμένει. Όχι πολύ. Σε δέκα μόλις μέρες το τελευταίο χαρτί είναι στα χέρια του. Ανασαίνει με ανακούφιση, αν και τρέμει το φυλλοκάρδι του μήπως, ώσπου να γυρίσει στο γραφείο του, του έχουν βγάλει κανένα άλλο παλούκι στη μέση. Στο δρόμο αναλογίζεται γιατί έπρεπε να προβεί σε τέσσερα διαβήματα σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες και όχι, συγκεντρωτικά, σε ένα και σε μία υπηρεσία. Και γιατί έπρεπε να στηθεί να πληρώσει (ο ίδιος ή κάποιος βοηθός του, δεν έχει σημασία) οκτώ παράβολα και όχι ένα της ίδιας συνολικής αξίας, με την κατανομή στους διάφορους λογαριασμούς (κωδικούς τους λένε τώρα) να γίνεται αυτόματα μέσω του υπολογιστή. Και δεν βρίσκει απάντηση. "Άσε, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε!", ψιθυρίζει χαμηλόφωνα, μην τον πάρουν στο ψιλό οι συμπολίτες του που περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους.
Στο κάτω- κάτω της γραφής μόλις είχε ξεπετάξει μία βδέλλα από πάνω του και ήταν πια καιρός να ασχοληθεί και με καμιά παραγωγική εργασία. Δεν προλαβαίνει, όμως, να τελειώσει το συλλογισμό του και νιώθει ξανά φαγούρα. Σκύβει και βλέπει ένα όμοιο σιχαμερό και γλοιώδες σκουλήκι λίγο παραδίπλα. "Σε δουλεία να βρισκόμαστε!", λέει χαμηλόφωνα στον εαυτό του. Πρέπει να πάει σε κάποιο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) για μια βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής του στην εξουσιοδότηση του τεχνικού του που θα φροντίσει την ανανέωση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας. Γιατί; Μα για να είναι σίγουροι στο Πυροσβεστικό Σώμα ότι δεν την έχει πλαστογραφήσει κανένας άσχετος αργόσχολος για να τρέχει (και να μη σώνει) εκείνος στη θέση του. Έτσι για πλάκα! Για να σκοτώνει την ώρα του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου