("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 134/Δεκέμβριος 2008)
Μπορεί η χώρα να μην είναι ακριβώς «ένα απέραντο φρενοκομείο» και να υπάρχουν δω και κει νησίδες νηφαλιότητας και ευθύνης, ωστόσο, συχνά – πυκνά, το δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ότι έχει χαθεί η αίσθηση του μέτρου. Ότι ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι του καπνίσει. Κάποτε αυτό ήταν γνώρισμα των πολιτικών που υπόσχονταν γεφύρια σε χωριά χωρίς καν ρεματιές. Ύστερα έγινε ίδιον των αστέρων των τηλεοπτικών παραθύρων, που με το πλεονέκτημα που τους έδινε η απουσία ή ο έλεγχος του αντιλόγου και η χωρίς προηγούμενο δυνατότητα διάχυσης του λόγου των, δηλητηρίαζαν με κάθε είδους «φούμαρα» την κοινή γνώμη. Το πού οδηγεί αυτή η (χωρίς αντίβαρο) ασυδοσία το πήρε είδηση πρόσφατα η κοινή γνώμη, μόνο που η μωρόπιστη μερίδα της μυαλό δεν έβαλε. Απλά, άλλαξε «κανάλι», δηλαδή είδωλο, και παραδόθηκε αμαχητί στους νέους λαοπλάνους.
Φαίνεται, όμως, ότι την αίγλη τους τη ζήλωσαν και οι θεράποντες των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων, με αποτέλεσμα άλλοι μεν (όπως οι σεισμολόγοι) να μεταφέρουν τις αντιδικίες τους στις τηλεοπτικές οθόνες (σαν τους κακόμοιρους που τους γελοιοποιούν ανενδοίαστοι τηλεπαρουσιαστές), άλλοι δε πλασάρουν τις πιο απίθανες ιδέες χωρίς αναστολές.
Σ’αυτή την κατηγορία ανήκει και εικαστικός καλλιτέχνης, ο οποίος επανέρχεται τακτικά με επιστολές και συνεντεύξεις στον Τύπο με στόχο να εξιδανικεύσει ένα όραμά του για τη χωροθέτηση των μουσείων της πρωτεύουσας. Σημασία δεν έχουν το όνομά του και η τέχνη που υπηρετεί, αλλά το ότι προωθεί μία λανθασμένη ιδέα με έωλα και ανερμάτιστα επιχειρήματα!
Άξονας Μουσείων
Ζητά, λοιπόν, ο γνωστός εικαστικός να στηθεί το περιλάλητο και πολύπαθο Μουσείο του Ιδρύματος Β. & Ελ. Γουλανδρή, όχι στο χώρο του παλιού Αεροδρομίου του Ελληνικού (όπου το έχουν στείλει οι τελευταίες ασκήσεις επί χάρτου), αλλά στο χώρο του σημερινού γηπέδου του Παναθηναϊκού (αν και όταν, οψέποτε, ο αιωνόβιος πλέον αθηναϊκός σύλλογος αποκτήσει καινούργια στέγη). Παράλληλα, ζητά η Εθνική Πινακοθήκη να μετακομίσει στα «προσφυγικά» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας!
Με αυτόν τον τρόπο, ισχυρίζεται, η πρωτεύουσα θα αποκτήσει στο κέντρο της Άξονα Μουσείων (Ίδρυμα Θεοχαράκη – Μουσείο Μπενάκη – Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Βυζαντινό Μουσείο – Πολεμικό Μουσεία – Εθνική Πινακοθήκη – Μέγαρο Μουσικής – Μουσείο Γουλανδρή – Νέα Εθνική Πινακοθήκη), πλάι στον άξονα των νοσοκομείων (Ευαγγελισμός – Ν.Ι.Μ.Τ.Σ. – Ναυτικό Νοσοκομείο - Αιγινήτειο – Ευγενίδειο – Αρεταίειο – Αλεξάνδρας – Ιπποκράτειο – Ερυθρός Σταυρός – Ερρίκος Ντυνάν – στρατιωτικά – Νοσημάτων Θώρακος – Γενικό Κρατικό)! Ξεχνάει το Νομισματικό Μουσείο στον πρώτο και τα Έλενας Βενιζέλου, Ελπίδα, Άγιος Σάββας κ.α. στο δεύτερο, αλλά δεν έχει σημασία. Είναι δε απορίας άξιο που δεν ζητά να μεταφερθεί κάπου στο κέντρο του Άξονά του το Αρχαιολογικό Μουσείο και να ακυρωθεί η βέβηλη δημιουργία ενός νέου (ήδη υπερφορτωμένου) πνευματικού πόλου κατά μήκος της Οδού Πειραιώς (Κεραμεικός, Γκάζι, παράρτημα Μουσείου Μπενάκη, ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κ.λπ.)! Γιατί, είναι προφανές ότι, κατά την άποψή του, δεν είναι δυνατόν ιδρύματα αυτής της περιωπής να ξεπέφτουν σε παρακατιανές περιοχές. Το εκφράζει, άλλωστε, όταν εγκρίνει, για την υλοποίηση του οράματός του, την κατεδάφιση των «προσφυγικών» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όχι επειδή (κατά μία θεμιτή αντίρρηση) δεν είναι αξιόλογα αρχιτεκτονικά (αυτό εξυπακούεται), αλλά επειδή αρκούν τα ομόλογά τους στο Δουργούτι, στον Ασύρματο, στην Καισαριανή και αλλού! Προφανώς, δεν είναι άξια για την Αθήνα του κοινωνικού σουσουδισμού και του κουλτουριάρικου σνομπισμού!
Άξονας Νοσοκομείων
Μάλιστα, για να αποδείξει τη δεοντολογία του ισχυρισμού του, επικαλείται για μεν την ανάγκη του Άξονα των Μουσείων το ότι ο αρχιτέκτονάς του, που «κάτι θα ξέρει παραπάνω από μας» επιμένει ότι ένα μουσείο δεν μπορεί παρά να είναι στην καρδιά της πόλης με εύκολη πρόσβαση, για δε τον Άξονα των Νοσοκομείων ότι θα υπάρχει κάποιος λόγος για να είναι το ένα πίσω από το άλλο, που προφανώς θα γνωρίζουν οι γιατροί! Οι τελευταίοι το μόνο που ίσως ξέρουν είναι ότι αυτή η «εφ’ενός ζυγού» παράταξη των νοσοκομείων ευνοεί την πολυθεσία. Αντίθετα, αυτοί που έχουν επείγουσα ανάγκη να νοσηλευθούν και ξεκινάνε από την άλλη άκρη του Λεκανοπεδίου νοιώθουν πολύ καλά στο πετσί τους τις συνέπειες της ταξικής ευνοιοκρατίας που αποπνέει αυτή η χωροθέτηση. Την είχε, πολύ εύγλωττα, εκφράσει ο Max Frisch πριν από κάπου σαράντα χρόνια, όταν έβαζε στο στόμα του ήρωά του Βάλτερ Φάμπερ, που αναζητούσε απεγνωσμένα νοσοκομείο φτάνοντας οδικά στην Αθήνα από την Πελοπόννησο, τα λόγια: «Όλα τα νοσοκομεία βρίσκονται στην άλλη άκρη της Αθήνας» (“Homo Faber”, Εκδ. Κάλβος 1971, σελ. 145). Γιατί, αντίθετα με την αντίληψη που έχει ο εισηγητής του συγκεντρωτισμού, τα πάντα (κοινωνική δικαιοσύνη, πολεοδομικός σχεδιασμός, κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση κ.α.) συνηγορούν υπέρ της διασποράς των νοσηλευτικών – θεραπευτικών μονάδων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πολεοδομικού συγκροτήματος, ακόμα και με τη μεταφορά πολλών από αυτά που συνωθούνται στη μια μεριά της πόλης. Το Αττικό Νοσοκομείο και το Θριάσιο Νοσοκομείο έδειξαν το δρόμο, αλλά δεν αρκούν.
Γιατί, όπως η Ελλάδα έχει – σύμφωνα με έκφραση που αριθμεί τουλάχιστον έξι δεκαετίες – μία υδροκέφαλη πρωτεύουσα, έτσι και η πρωτεύουσά της έχει ένα υδροκέφαλο κέντρο. Αυτή δε η διαπίστωση δεν αφορά μόνο τον τομέα των νοσοκομείων, που είναι εξόφθαλμο, αλλά και τις υποδομές διοικητικής εξυπηρέτησης του κοινού, τις ξενοδοχειακές υποδομές, το δίκτυο πνευματικών ιδρυμάτων κ.λπ. Στο τελευταίο εντάσσονται τα Μουσεία, αλλά όχι μόνο αυτά. Περιλαμβάνει και εκθεσιακούς χώρους, αίθουσες συναυλιών, μεγάλα πάρκα και άλλα ιδρύματα με υπερτοπική εμβέλεια, όπως το Μέγαρο Μουσικής (που αναφέρει ο εικαστικός), το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, το Ευγενίδειο Πλανητάριο κ.α. Άλλωστε, παρήλθε ανεπιστρεπτί η εποχή κατά την οποία η Αθήνα πάσχιζε να αποδείξει σε ντόπιους και ξένους ότι δεν είναι πια ένα μεγάλο χωρίο, αλλά ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, και έχτιζε σχεδόν με «μεσοτοιχία» την «Αθηναϊκή Τριλογία» (Εθνική Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο και Ακαδημία Αθηνών).
Ιδιαιτερότητα Μουσείων
Ίσως η ανάγκη αυτής της αποκέντρωσης να μην είναι τόσο ευδιάκριτη όσο αυτή των νοσοκομείων, αλλά είναι εξίσου επιτακτική. Γιατί ένα μουσείο δεν είναι πλέον μόνον ένας χώρος (αποπνικτικής) συγκέντρωσης εκθεμάτων με μοναδικό στόχο την εύκολη επισκεψιμότητά τους από περαστικούς τουρίστες. Όπως εύστοχα είχαν επισημάνει πριν από μερικά χρόνια οι Frédéric Edelmann και Emmanuel de Roux «Την παραμονή της τρίτης χιλιετίας τα μουσεία έχει λοιπόν μετατραπεί σε έναν πολυσυλλεκτικό πολιτιστικό θεσμό. Δίπλα στα μόνιμα εκθέματα βρίσκονται αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, ομιλιών και προβολών, πωλητήρια και εστιατόρια. Σχολές τέχνης με περιεχόμενο ανωτέρου επιπέδου και λαϊκό προορισμό, αποτελούν επίσης μέρος των υποχρεωτικών τουριστικών διαδρομών και με αυτό τον τρόπο είναι γενεσιουργός αιτία μίας όχι αμελητέας οικονομικής δραστηριότητας. Συνιστούν, όπως λέγεται, πόλους ικανούς να αναγεννήσουν γειτονιές ή να σταματήσουν την παρακμή πόλεων.» (“L’âge d’or des musées vivants” στην εφημερίδα “Le Monde”/27.12.1997). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τόσο μία ημερίδα μελέτης, στις 11 Οκτωβρίου 2002 στο Συνεδριακό Μέγαρο της γαλλικής πόλης Γκρας, όσο και μία συλλογή σχετικών κειμένων που εκδόθηκε στη συνέχεια είχε ως τίτλο: «Μουσεία: εργαλεία ανάπτυξης για τον τουρισμό και την τοπική οικονομία» (“Musées: outils de développement pour le tourisme et pour l’économie locale”, Εκδ. FAGE 2004)!
Με αυτά τα δεδομένα, η μεν ιδέα της πρόσθετης συγκέντρωσης μουσείων (και άλλων παρεμφερών πολιτιστικών κέντρων) έχει πλέον μουσειακό μόνο χαρακτήρα, ενώ, αντίθετα, είναι επιβεβλημένη η ευρύτατη αποκέντρωσή τους, τόσο σε επίπεδο πρωτεύουσας, όσο και σε επίπεδο χώρας (με την προϋπόθεση ύπαρξης κάποιων ισχυρών πόλων βέβαια). Γιατί, αντίθετα με ότι ισχυρίζεται ο γνωστός εικαστικός, δεν είναι διόλου σκόπιμο «να έχει την ευχέρεια ο επισκέπτης να βγαίνει από το ένα μουσείο και να μπαίνει, μετά από κάποια βήματα σε άλλο». Τα μουσεία δεν απευθύνονται σε βιαστικούς αγοραστές, που θέλουν να δουν στα γρήγορα τις βιτρίνες καταστημάτων μόδας, πριν καταλήξουν από πού θα ψωνίσουν.
Αναγκαία διασπορά
Ένα μουσείο που χωροθετείται έξω από τα συνηθισμένα τουριστικά δρομολόγια, σε μία όχι προβεβλημένη περιοχή, θα μπορούσε, σε συνδυασμό με άλλα αναξιοποίητα στοιχεία, να ενταχθεί σε νέες τουριστικές περιηγήσεις και να κρατήσει περισσότερο τους επισκέπτες στην πόλη. Να συμβάλει στην ανάδειξη μνημείων ή αξιοθεάτων, τα οποία από μόνα τους δεν μπορούν να αποτινάξουν το ζυγό της αφάνειας. Να επιτελέσει παιδευτικό έργο, διευκολύνοντας την επαφή με πολιτιστικά αγαθά ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Να αμβλύνει το φαινόμενο της ακτινωτής κίνησης από όλα τα σημεία της περιφέρειας προς ένα και μοναδικό κέντρο και αντίστροφα. Να βοηθήσει την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας σε νεκρές οικονομικά (και όχι σε κορεσμένες) ζώνες. Να προλάβει τη συμφόρηση από τη συνεχή ανάπτυξη του τουριστικού ρεύματος.
Γιαυτό και διεθνώς το μουσείο έχει γίνει αξεπέραστος μοχλός αναβάθμισης υποβαθμισμένων περιοχών. Πρόσφατα, ο Π. Βοργία περίεγραφε πως ένας φουτουριστικός ναός της σύγχρονης τέχνης μεταμόρφωνε μια υποβαθμισμένη περιοχή (τη Μπάουερι στο νοτιοανατολικό Μανχάτταν) της Νέας Υόρκης (“Ποιος … έβαλε εδώ αυτό το Μουσείο;” στο ένθετο «Κ»/240/05-06.01.2008). Άλλωστε, την ίδια συνταγή έχουν ακολουθήσει και άλλες μεγαλουπόλεις, όπως το Παρίσι με το Μουσείο Πικασσό ή το Μουσείο των Πρωτόγονων Τεχνών, διαψεύδοντας τον ισχυρισμό του εικαστικού ότι συμβαίνει το αντίθετο, προφανώς λόγω άγνοιας της πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου